Γράφει ο Θράσος Αβραάμ,
Κοινωνικός Ανθρωπολόγος-Ιστορικός

 

thrasos-avraamΗ  σημερινή επέτειος του ΟΧΙ μνημονεύει την άρνηση της Ελλάδας στις ιταλικές αξιώσεις που περιείχε το τελεσίγραφο που επιδόθηκε στις 28 Οκτωβρίου του 1940 στον δικτάτορα που έφερε τίτλο Πρωθυπουργού, Ιωάννη Μεταξά. Συνέπεια της άρνησης αυτής ήταν η είσοδος της χώρας στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και η έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940.

Είναι αλήθεια, όμως, αυτό που έχουμε διδαχθεί ή ακούσει ότι ο Μεταξάς είπε “Όχι” το 1940; Το δικό του “Όχι” γιορτάζουμε σήμερα; Ή μήπως ήταν αλλιώς τα πράγματα; Ας δούμε ποια είναι η ιστορική αλήθεια για την περίοδο.

Ο Μεταξάς δεν συμβιβάστηκε ποτέ με την ιστορική συγκυρία που τον εμπόδιζε να εγκαταστήσει κλασικό φασιστικό καθεστώς στη χώρα. Διέλυσε τις προηγούμενες ελληνικές φασιστικές οργανώσεις (μεταξύ τους την “Τρία Έψιλον” και τα αιματοβαμμένα τάγματα εφόδου της, τους “Χαλυβδόκρανους”) μόνο και μόνο για να δημιουργήσει από την αρχή ένα μαζικό φασιστικό κίνημα που θα του επέτρεπε να έχει το πάνω χέρι στη “συγκυβέρνηση” με τον Γεώργιο Β’.

Πρόκειται για την ΕΟΝ – την Εθνική Οργάνωση Νεολαίας – η οποία ιδρύθηκε, στελεχώθηκε και οργανώθηκε στη βάση των πιο σκληρών φασιστικών νεολαιίστικων οργανώσεων. Το “όραμά” της ήταν ο Τρίτος Ελληνικός Πολιτισμός (το Τρίτο Ράιχ σε ελληνική εκτέλεση) που θα ήταν χιλιόχρονος (όπως και το κατά τον Γκαίμπελς Ράιχ!). Οι στολές, η εκπαίδευση της ΕΟΝ ήταν παραστρατιωτικές και το πρόσχημα για την κατεπείγουσα δημιουργία της ήταν η ανάγκη προάσπισης του ελληνικού πολιτισμού απέναντι στην κομμουνιστική επιθετικότητα που μόλις είχε εκδηλωθεί στην Ισπανία (τον Ιούλη του 1936 έγινε το πραξικόπημα των εθνικιστών στρατηγών ενάντια στη δημοκρατική κυβέρνηση της Ισπανίας και ξεκίνησε ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος).

Όμως ο ηγέτης του “Εθνικού Κράτους” και του “Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού”, δεν κυβερνούσε μόνος του. Πραγματικό κέντρο εξουσίας του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου ήταν το Παλάτι και το “βαθύ κράτος”, που υπάκουε πρωτίστως στο βασιλιά. Και ο βασιλιάς Γεώργιος Β΄ ήταν απόλυτα αφοσιωμένος στη Βρετανία, τη “θετή και πνευματική του πατρίδα”, σύμφωνα με τον άγγλο πρεσβευτή Ρέτζιναλντ Λίπερ.

Παρά το θαυμασμό του ίδιου του Μεταξά, πολλών διανοουμένων και των περισσότερων εφημερίδων της εποχής για τη ναζιστική Γερμανία, δεν έμπαινε ζήτημα σε ποια πλευρά θα στρατευόταν η Ελλάδα σε περίπτωση εμπλοκής της στον Β΄ Παγκόσμιο. Ο Μεταξάς προσπάθησε να κρατήσει την Ελλάδα έξω από τον πόλεμο. Όπως εξήγησε στους δημοσιογράφους αμέσως μετά την ιταλική επίθεση (30.10.1940), ήταν υποχρεωμένος να απορρίψει το ιταλικό τελεσίγραφο για στρατιωτική κατάληψη κάποιων (μη προσδιορισμένων) στρατηγικών σημείων της χώρας απ’ τον ιταλικό στρατό, καθώς στην αντίθετη περίπτωση θα επενέβαινε στρατιωτικά η Αγγλία, με αποτέλεσμα τη διχοτόμηση της Ελλάδας και τη μετατροπή του συνόλου της ελληνικής επικράτειας σε πεδίο μάχης.

Ούτε ο ίδιος ο Μεταξάς, ούτε ο στρατάρχης Παπάγος πίστευαν σε μια επιτυχή απόκρουση της ιταλικής επίθεσης. Ο Παπάγος δήλωνε σε υφισταμένους του (συγκεκριμένα στον επιτελάρχη του Τμήματος Στρατιάς Δυτικής Μακεδονίας συνταγματάρχη Γεωργούλη) ότι «θα ρίξωμεν μερικές τουφεκιές διά την τιμήν των όπλων», ο δε Μεταξάς σημείωνε στις 29 Οκτωβρίου 1940 στο ημερολόγιό του ότι «τον ανησυχεί η υπεραισιόδοξος κοινή γνώμη» που είχε πάρει τον πόλεμο στα σοβαρά.

 

Η στρατιωτική προετοιμασία

 

Σε όλα τα υπόλοιπα πεδία, ο ελληνικός στρατός βρέθηκε στοιχειωδώς μόνο προετοιμασμένος, παρ’ όλες τις υπέρογκες στρατιωτικές δαπάνες της δικτατορίας. Τα αποθέματά του σε πυρομαχικά, καύσιμα και τρόφιμα δεν υπερέβαιναν (σύμφωνα με την επίσημη ιστορία του ΓΕΣ) τους 1-2 μήνες κατά περίπτωση, κάλυπτε μόλις το 8% των αναγκών του σε αυτοκίνητα (600 αντί για 7.000), ενώ η αεροπορία, για την οποία είχαν γίνει άπειροι έρανοι και κατασχεθεί οι τραπεζικές καταθέσεις χιλιάδων μικροαποταμιευτών, διέθετε μόνο κάποια δευτεροκλασάτα και ψιλοαπαρχαιωμένα αεροσκάφη PZL πολωνικής κατασκευής.

Μοναδική σχεδόν αμυντική μέριμνα του καθεστώτος της 4ης Αυγούστου ήταν η οχύρωση των συνόρων με τη Βουλγαρία με στατικά οχυρά, προορισμένα ν’ αποκρούσουν ενδεχόμενη βουλγαρική επίθεση. Ήταν η περίφημη “Γραμμή Μεταξά”. Τα οχυρά αυτά βοήθησαν στην εξαιρετικά βραχύβια απόκρουση της γερμανικής επίθεσης τον Απρίλιο 1941 επί τριήμερο, στάθηκαν ωστόσο ανίκανα ν’ αποτρέψουν την είσοδο των γερμανικών τανκς από την (αφύλακτη) κοιλάδα του Αξιού, μέσω Γιουγκοσλαβίας τις αμέσως επόμενες μέρες.

 

Η 28η Οκτωβρίου 1940

 

Ο πρωθυπουργός της Ελλάδας τα χαράματα της 28ης Οκτώβρη 1940 ήταν ένας θαυμαστής του Μουσολίνι, του Χίτλερ και αυλόδουλος. Ως τέτοιος έπρεπε με μισή καρδιά να πολεμήσει τα ινδάλματά του γιατί ο βασιλιάς ήταν σύμμαχος των Άγγλων. Έτσι εκείνα τα χαράματα και όταν ο Γκράτσι του επέδωσε το τελεσίγραφο του απάντησε στην γαλλική γλώσσα, γιατί δεν ήξερε Αγγλικά και γιατί η Γαλλική ήταν η γλώσσα της διπλωματίας. Δεν είπε “ΟΧΙ”, πρώτον γιατί η λέξη “ΟΧΙ” δεν υπάρχει στην διπλωματία, υπάρχουν οι λέξεις “ίσως”, “να δούμε”, “άρα εννοείτε τι ακριβώς;” και διάφορες τέτοιες υπεκφυγές αλλιώς δεν θα λεγόταν διπλωματία και δεύτερο γιατί έγραψε ο ίδιος ο Μεταξάς τι του απάντησε στο περίφημο “Ημερολόγιό” του. Η απάντηση ήταν ερώτηση και ήταν η ακόλουθη: Alors est que c’est la guerre; “Δηλαδή έχουμε πόλεμο;”.

Άλλωστε δεν πρέπει να ξεχνάμε πως και η αστική τάξη της Ελλάδας ήταν όχι μόνο φιλοναζιστική αλλά έπαιρνε και πρωτοβουλίες δυναμώματος της ναζιστικής κυριαρχίας μόλις αυτή εγκαθιδρύθηκε στην Ελλάδα με την Κατοχή. Ο αντιπρόσωπος της εταιρείας Siemens στην Ελλάδα,  Ιωάννης Βουλπιώτης, ήταν ένας από τους ιδρυτές των “Ταγμάτων Ασφαλείας”, της χειρότερης ελληνικής ναζιστικής οργάνωσης την περίοδο της Κατοχής.

Μετά την Κατοχή το μετεμφυλιακό Κράτος που θέσπισε την 28η Οκτωβρίου σαν γιορτή στελεχώθηκε από αυτούς ακριβώς τους συνεργάτες των Ναζί. Η χώρα μας γιορτάζει μια επέτειο έναρξης πολέμου. Ενός πολέμου στον οποίο η ηγεσία της χώρας και η οικονομική ελίτ σύρθηκε από τη μύτη εξαιτίας συμμαχικών υποχρεώσεων και που αμέσως μετά την ήττα μας συνεργάστηκαν οι ελίτ της κοινωνίας ολόθερμα με τους Ναζί και η ίδια χώρα ποτέ δεν τιμώρησε τους συνεργάτες αυτούς και ποτέ δεν θα γιορτάσει το τέλος του πολέμου και τη στρατιωτική ήττα του Ναζισμού.

Μετά από αυτά η απάντηση στο αρχικό ερώτημα για το ποιος είπε το ΟΧΙ προκύπτει αβίαστα. Το ΟΧΙ το είπε ο ελληνικός λαός, ένας λαός που δεν συμβιβάστηκε με την ήττα, αλλά αντιστάθηκε σε βουνά και πόλεις μέχρι που έδιωξε τους ναζί κατακτητές. Τα ΟΧΙ τα λένε και τα υποστηρίζουν οι λαοί και όχι Μεταξάδες.