Πέμπτη, 25 Απριλίου, 2024

Εγκόπριση – Απώλεια Ελέγχου των Σφικτήρων στα Παιδιά

Άρθρα & Δημοσιεύσεις

Τελευταία Άρθρα & Ειδήσεις

Η διαδικασία απόκτησης ελέγχου των σφικτήρων και της χρήσης της τουαλέτας αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα αναπτυξιακά επιτεύγματα στη ζωή του παιδιού, το οποίο κατακτάται συνήθως μεταξύ του 2ου και 3ου έτους. Η κατάκτηση αυτή αποτελεί καθοριστική ένδειξη ότι το παιδί σταδιακά αυτονομείται, ωριμάζει βιολογικά, αναπτύσσεται η μαθησιακή του ικανότητα αλλά και κοινωνικοποιείται.
Η εγκόπριση ορίζεται ως η ακούσια ή σκόπιμη επαναλαμβανόμενη κένωση κοπράνων σε ακατάλληλα μέρη (π.χ. ρούχα, στο πάτωμα, ή στη σχολική αίθουσα). Η χρονολογική ηλικία και το αναπτυξιακό επίπεδο του παιδιού αποτελούν βασικούς παράγοντες προκειμένου να τεθεί διάγνωση του προβλήματος. Πιο συγκεκριμένα, το παιδί πρέπει να είναι τουλάχιστον 4 ετών και τα επεισόδια εγκόπρισης θα πρέπει να παρουσιάζονται σε συχνότητα τουλάχιστον μία φορά τον μήνα για 3 μήνες. Επίσης, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η συμπεριφορά αυτή δεν πρέπει να είναι αποτέλεσμα της επίδρασης κάποιας ουσίας (π.χ. καθαρτικών) ή άλλης σωματικής κατάστασης.
Παράγοντες που παίζουν σημαντικό ρόλο στην εμφάνιση της εγκόπρισης στο παιδί είναι:
i) Οργανικοί/Αναπτυξιακοί, όπως δομικές νευρολογικές αποκλίσεις στο απεκκριτικό σύστημα του παιδιού, βιολογική ανωριμότητα ή δυσκολίες στη μάθηση. Αν οι οργανικοί ή αναπτυξιακοί παράγοντες αποτελούν την αποκλειστική αιτία της ακράτειας κοπράνων, τότε δεν τίθεται συζήτηση για εγκόπριση.
ii) Χρόνια δυσκοιλιότητα. Συχνά το πρόβλημα ξεκινά με την εμφάνιση της δυσκοιλιότητας, όπου το παιδί δεν νιώθει την ανάγκη να πάει τουαλέτα ή κατακρατά τα κόπρανά του για πολλές ώρες με σκοπό να αποφύγει μία επώδυνη κένωση.
iii) Σχέση παιδιού-γονέων. Ο τύπος της εγκόπρισης που χαρακτηρίζεται από τη σκόπιμη απόθεση των κοπράνων σε ακατάλληλα μέρη αποτελεί ένα μέσο του παιδιού να διαχειριστεί το περιβάλλον του. Σε ορισμένες περιπτώσεις, η εγκόπριση μπορεί να οφείλεται στην όχι και τόσο καλή σχέση του παιδιού με τους γονείς του. Η άσκηση του παιδιού στη χρήση της τουαλέτας αποτελεί πολλές φορές πηγή άγχους, τόσο για το ίδιο το παιδί όσο και τους γονείς του, και μπορεί να προκαλέσει έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ τους. Έτσι, η υιοθέτηση αυστηρών μεθόδων άσκησης των παιδιών στη χρήση της τουαλέτας μπορεί να συμβάλει στην εμφάνιση του προβλήματος. Επίσης, έχει παρατηρηθεί ότι η δυσκολία θέσπισης ορίων από τους γονείς, η ανάθεση φροντίδας σε τρίτους, η έλλειψη κατανόηση των αναπτυξιακών και συναισθηματικών αναγκών του παιδιού ή/και δυσκολίες στην οικογένεια που αποσιωπούνται συμβάλλουν θετικά στην εμφάνιση των επεισοδίων εγκόπρισης.
iv) Ατομικές διαφορές. Παιδιά των οποίων η συμπεριφορά χαρακτηρίζεται από συναισθηματική ανωριμότητα, εκρήξεις θυμού, συναισθήματος άγχους, ενοχής και χαμηλή αυτοεκτίμηση είναι πιο πιθανό να εμφανίσουν εγκόπριση.
v) Άλλες πηγές άγχους για το παιδί. Γεγονότα ζωής που προκαλούν άγχος αποτελούν ο μακροχρόνιος αποχωρισμός από τη μητέρα, η γέννηση μικρότερου αδερφού-ής, διαζύγιο γονέων ή γενικότερες συγκρούσεις στην οικογένεια.
vi)

Αντιμετώπιση

Το παιδί, το οποίο αντιλαμβάνεται τη σημασία που έχει η διαδικασία αυτή για τους γονείς του, ενδέχεται να τη χρησιμοποιήσει ως ένα μέσο ώστε να τραβήξει την προσοχή τους, ή/και να εκφράσει τα συναισθήματά του. Σε περιπτώσεις, όμως, όπου αυτή η φυσιολογική λειτουργία μετατρέπεται σε πεδίο συγκρούσεων, το παιδί πιθανόν να καθυστερήσει την απόκτηση αυτονομίας, να ταλαιπωρεί αφάνταστα τους γονείς του και ίσως να αποκτήσει ακόμα και προβλήματα υγείας, όπως χρόνια δυσκοιλιότητα. Αν οι απαιτήσεις των γονέων σχετικά με την εκπαίδευση του παιδιού στην χρήση της τουαλέτας τεθούν πολύ πρόωρα – προτού επέλθει η αναγκαία οργανική ωριμότητα – και η τακτική που ακολουθούν είναι αυστηρή και αυταρχική, τότε η διαδικασία αυτή ενδέχεται να είναι επιβλαβής.
Κατά τη διάρκεια της προσπάθειας, το παιδί χρειάζεται τη στήριξη και την υπομονή των γονέων του, καθώς η διαδικασία αυτή ενδέχεται να είναι οδυνηρή για το ίδιο και να έχει συνδεθεί με δυσάρεστα συναισθήματα, με αποτέλεσμα την τάση αποφυγής της τουαλέτας.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που είναι πρωταρχικής σημασίας είναι η στήριξη και ενδυνάμωση τόσο του παιδιού όσο και των γονέων για τη βελτίωση των οικογενειακών σχέσεων. Η συμβουλευτική γονέων και η οικογενειακή θεραπεία αποτελούν αποτελεσματικές μεθόδους για την αντιμετώπιση του προβλήματος.

spot_img

More articles

spot_img
spot_img