«Είστε πολύ πίσω»

Με αφορμή την έναρξη του πρωταθλήματος μπάσκετ των ανδρών την περασμένη εβδομάδα, ο νέος προπονητής του Αιολικού Γιώργος Γκούμας, μίλησε στο aiolikos.gr για τις εμπειρίες του, το παρόν και το μέλλον στο λεσβιακό μπάσκετ αναδεικνύοντας τα προβλήματα που υπάρχουν στο χώρο. Μια πολύ ενδιαφέρουσα συνέντευξη από έναν άνθρωπο με εμπειρία, που έρχεται να δουλέψει σε μια υπανάπτυκτη μπασκετικά περιοχή:

– Πρώτη χρονιά στον πάγκο ομάδας του νησιού μας. Ποιες είναι οι πρώτες εντυπώσεις σου από το μπασκετικό περιβάλλον;

«Σίγουρα τα πράγματα στον χώρο είναι διαφορετικά από ό,τι είχα συνηθίσει στο αθηναϊκό μπάσκετ. Λείπει η ποσότητα των ομάδων, άρα και η ποσότητα των παικτών, αλλά είναι εντυπωσιακό πως ο ανταγωνισμός είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο. Επίσης, κακά τα ψέματα, το επίπεδο είναι αρκετά πίσω από την ηπειρωτική Ελλάδα ιδιαίτερα λόγω έλλειψης χώρων για προπόνηση. Δεν γίνεται ένα νησί 100.000 κατοίκων να έχει ένα μοναδικό κλειστό γυμναστήριο για τρία αθλήματα σάλας».

– Μια πρώτη σύγκριση με αυτό που συνάντησες εδώ στο νησί;

«Αυτό που λείπει από το λεσβιακό μπάσκετ είναι η τακτική παιδεία. Προσόντα υπάρχουν και μάλιστα σε αφθονία. Απλά επανέρχομαι στα παραπάνω λέγοντας πως ποτέ και πουθενά όπου δούλεψα δεν είχα ΜΟΝΟ δύο προπονήσεις εβδομαδιαίως σε κλειστό γυμναστήριο. Η τακτική προπόνηση θέλει ώρες δουλειάς και εδώ δεν μπορεί να γίνει. Επίσης λόγω του περιορισμένου αριθμού των ομάδων ο μέσος όρος ηλικίας των παικτών είναι ιδιαίτερα μεγάλος, λείπει πολύ από το μπάσκετ του νησιού η ηλικία 19-24 που λείπουν λόγω φοιτητικών υποχρεώσεων».

– Γιατί  ήρθες στον Αιολικό;

«Είδα όραμα και πλάνο μακράς πνοής για αλλαγή των πεπραγμένων του λεσβιακού μπάσκετ. Με τους διοικητικούς παράγοντες, τον κο. Μαρίνο Στέφανο (τεχνικό διευθυντή) και τον συνεργάτη μου κο. Σισμανίδη Γιώργο, αποφασίσαμε να ξεκινήσουμε την μπασκετική εκπαίδευση σε μια νέα, πιο σύγχρονη δομή. Ήδη έφτασαν τα πρώτα υλικά προπόνησης και οι νεαροί αθλητές θα βιώσουν μια διαφορετική εμπειρία προπόνησης, με γυαλιά μισής οράσεως και αμυντικά ομοιώματα κτλ».

  Τι χαρακτήρα προσπαθείς να προσδώσεις στην ομάδα και τι φιλοδοξείς να πετύχεις μαζί της;

«Θέλουμε να παίξουμε γρήγορο μπάσκετ βασισμένο σε αρχές. Η μπάλα να πιέζεται παντού και να δημιουργούμε συνθήκες ανισορροπίας σε άμυνα και επίθεση. Να δούμε πώς οι παίκτες μας θα αντιδράσουν σε καταστάσεις πίεσης. Γενικά θέλω να έρχεται ο ερασιτέχνης αθλητής και να φεύγει χορτασμένος από το γήπεδο. Να ξέρει ότι ο προπονητής και οι παράγοντες έχουν κάνει το καλύτερο δυνατό για αυτόν. Στόχος είναι πάντα η κορυφή, για αυτό δουλεύουμε αλλά δεν γίνονται θαύματα από την μια μέρα στην άλλη. Με δουλειά και επιμονή θα τα καταφέρουμε».

 Βλέποντας την κατάσταση στο νησί παικτικά και δεδομένου τις δυσκολίες που υπάρχουν, πόσος χρόνος θεωρείς ότι είναι ικανός για να αφομοιωθούν αυτά που θέλεις;

«Σίγουρα δεν είναι εύκολα τα παραπάνω. Τα παιδιά προσπαθούν υπερβολικά και είμαι ευχαριστημένος με την απόδοσή τους στις προπονήσεις. Σκοπός πλέον είναι να τα βγάλουμε και στους επίσημους αγώνες. Πιστεύω στα πλέι-οφ δεν θα θέλει κανείς να πέσει μαζί  μας».

 Επίπεδο και ανάπτυξη ακαδημιών. Τι θεωρείς ότι πρέπει να αλλάξει προκειμένου το μπάσκετ της Μυτιλήνης να εξελιχθεί και πόσο μπορούν οι αρμόδιες αρχές να συμβάλλουν σε όλο αυτό;

«Αρχικά νέο κλειστό γυμναστήριο. Να μπορέσει ο γονιός να φέρει το παιδί του πιο εύκολα στο μπάσκετ. Να επιμείνουν οι προπονητές στην εκμάθηση των βασικών και όχι στην συλλογή νικών. Κάθε ομάδα οφείλει να επενδύσει στις ακαδημίες γιατί σε βάθος χρόνου το μπάσκετ θα αργοπεθαίνει. Εδώ στο νησί χρειάζεται νέο αίμα. Οι αρμόδιες αρχές θα πρέπει να διεκδικήσουν περισσότερους πόρους για το άθλημα. Να διοργανώσουν πιο πολλά τουρνουά για όλες τις κατηγορίες αθλητών, γιατί το μπάσκετ είναι παιχνίδι και πρέπει τα παιδιά να παίζουν αγώνες».

– Επίπεδο ντόπιων αθλητών;

«Όταν οι δύο καλύτεροι παίκτες του νησιού είναι πλέον 35+, δεν είναι Λέσβιοι και για χρόνια δεν εμφανίζεται κάποιος να πάρει τα πρωτεία, υπάρχει πρόβλημα. Πάντως με την προσπάθεια των ακαδημιών που γίνεται πλέον στο νησί είναι σίγουρο ότι θα υπάρξει άνοδος του επιπέδου τα επόμενα χρόνια. Η διαφορά με Αθήνα και Θεσσαλονίκη παραμένει μεγάλη».