«Κάποιο άγαλμα που μ’ είδε με θυμήθηκε…»

Ωχ… Τυπογραφικό λάθος. Βρε δαίμονα, πώς και έβαλες ετούτη τη φωτογραφία στη θέση της «Σαμφάρας» που είχαμε προγραμματίσει;

Πριν σχεδόν μισό αιώνα, στις αρχές λέει της δεκαετίας του 1960, κάπου εκεί στα πλάγια του τελωνείου που σχεδιαζόταν να το κατεδαφίσουν και να φτιάξουν την πλατεία Σαπφούς βάλανε ένα άγαλμα της πολυσυζητημένης ποιήτριας. Όχι το γνωστό που ξέρετε όλοι. Ένα άλλο, ολίγον μοντέρνο, ολίγον κακότεχνο, ολίγον περίεργο…

Είδε κι απόειδε ο Στρατής Αναστασέλλης, ο «κακός» και δημοσιογράφος αλλά και ταξιτζής για το μεροκάματο, κι έγραψε για τη «Σαμφάρα» που πρέπει να πάρει πόδι…

Στα ηνία του Δήμου μας εκείνα τα χρόνια εξόν του «Δάσκαλου» και όχι μόνο στην εκπαίδευση, αλλά και στο ήθος και στη δημοκρατία και τις διαδικασίες της, του Απόστολου Αποστόλου ήταν κι ο Θανασός Παρασκευαΐδης. Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου και άνθρωπος του πολιτισμού, από τα ιερά τέρατα του χώρου σε ετούτο το νησί. Να αναφέρουμε πως στο Δήμο εργαζόταν ένας πολίτης ετούτου του τόπου με άποψη επίσης για τον πολιτισμό, ο Νίκος Δαμδούμης. Δεν ξέρω αν δώσανε σε ένα δρόμο το όνομά του, αλλά αν δεν το κάνανε κακώς. Και δεν δίσταζε κι εκείνος να παίρνει και θέση… Στη Μυτιλήνη τότε, μισόν μόλις αιώνα πριν, δεν ήταν όλα καλά, ούτε όλα καλά καμωμένα.

Μια μέρα το λοιπόν ετούτοι οι παραπάνω κι άλλοι τόσοι, του Στρατή Αναστασέλλη και των γραφτών του για τη «Σαμφάρα» βοηθούντος, και χωρίς «ποιος είσαι εσύ και ξέρεις ποιος είμαι εγώ» δέχτηκαν πως το άγαλμα ετούτο μπορεί για τον καλλιτέχνη να εικόνιζε τη Σαπφώ, μπορεί να είχε ιδιαίτερη καλλιτεχνική αξία, μπορεί, μπορεί, μπορεί… Αλλά βρε αδερφέ δεν είναι όμορφο.

Τι να κάνουν, τι να κάνουν… Μου είχε πει ο Στρατής Αναστασέλλης που είχα την τύχη και την τιμή να τον γνωρίσω, να πιω μαζί του ούζο και να με τιμήσει με τη φιλία του, πως σκαρφίστηκε μια ιστορία. Η αρχαϊκή πόλη, η πόλη των χρόνων της Σαπφούς ήταν πάνω στη νησίδα που χωρίζονταν από το άλλο νησί με τον Εύριπο, ένα θαλασσινό ποτάμι από τη σημερινή Μητρόπολη μέχρι το καφενείο «ο Ερμής». Ούτε λίγο, ούτε πολύ το κομμάτι της σημερινής οδού Ερμού ανάμεσα σε αυτά τα σημεία. Πού θα γύριζε ολημερίς το λοιπόν «του Σαμφέλ(ι)»; Εκεί… Εκεί που είναι τα σημερινά Τσαμάκια, στο σημερινό Απελή, στη Φυκιότρυπα, κάπου εκεί τέλος πάντων…

Και το τόλμησε. Άσχημη ξεάσχημη μην την πετάξουμε σε καμιά αποθήκη τη «Σαμφάρα». Να τη βάλουμε εκεί που περπάτησε η ποιήτρια. Μεταξύ ρακί και μεζέδων η πρόταση είχε γίνει ασμένως δεκτή.

Κι η «Σαμφάρα» τοποθετήθηκε στο ύψωμα πάνω από του Απελή. Λίγοι το ξέρουν ετούτο το άγαλμα, ακόμα πιο λίγοι το επισκέπτονται. Στέκει εκεί πάνω φύλακας άγγελος των αγέρηδων και των ερωτικών συντρόφων που στη σκιά της υμνούν με το δικό τους τρόπο τον έρωτα που και η ποιήτρια τίμησε με τους στίχους της.

Αυτή είναι η ιστορία του αγάλματος της «Σαμφάρας». Του αγάλματος που προηγήθηκε του γνωστού μαρμάρινου αγάλματος της Σαπφούς που κοσμεί σήμερα την πλατεία (ο Θεός να την κάνει τέτοια) στο κέντρο της πόλης. Ξέρετε… Της πλατείας που διεκδικεί την παγκόσμια πρώτη της χρήσης ως χώρος πάρκινγκ, την ώρα που ο δρόμος χρησιμοποιείται για την ανάπτυξη τραπεζοκαθισμάτων και τα πεζοδρόμια έχουν γίνει μαγαζιά.

Της «Σαμφάρας» που όταν στην πόλη ετούτη είχε δημοτικές αρχές με άποψη για τον πολιτισμό και την αισθητική τολμούσαν να πουν «κρύψτε το άγαλμα ετούτο στου Απελή να μην το βλέπουμε».

Τώρα θα με ρωτήσετε γιατί τα έγραψα όλα αυτά… Αλήθεια δεν θυμάμαι…