Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου
Στο ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. στ΄ 31-36) θ’ ακούσουμε τον κεντρικό άξονα της πνευματικής ζωής. Είναι κάτι που το ξέρουμε από μικροί, αλλά δεν μπορούμε εύκολα να το αφομοιώσουμε πνευματικά και να το κάνουμε βίωμά μας. Έχει καταντήσει απλώς μια ευχάριστη κουβεντούλα. Ποια είναι η πρόταση αυτή του Κυρίου; «Ν’ αγαπούμε τους εχθρούς μας». Λέει: «Αν αγαπώ το δικό μου άνθρωπο, πού είναι η χάρις; Το να περιμένω ανταπόδοση απ’ αυτόν που του έδωσα κάτι, πού είναι η χάρις;». Αναφέρει, λοιπόν, ότι ένδειξη της αληθινής αγάπης είναι ν’ αγαπούμε τους εχθρούς μας.
Κάποιος θα ρωτήσει: «Ποιος είναι εχθρός μου; Πώς μπορώ ν’ αγαπήσω τον εχθρό μου και τι σημαίνει αυτό;». Αρχικά, χωρίς αμφιβολία, εχθρός μου μπορεί να είναι και ένας οικείος μου. Αυτός που με αδικεί ή αυτός που νομίζω πως με αδικεί. Αυτός απ’ τον οποίο περιμένω πράγματα που δεν μου δίνει. Αυτός που προσβάλλει την ύπαρξή μου, τα συμφέροντά μου και τον εγωισμό μου. Αυτός, επομένως, είναι ο «εχθρός».
Ποια είναι η λύση σ’ αυτές τις προκλήσεις που συμβαίνουν στη ζωή μας; Δεν υπάρχει άνθρωπος που πραγματικά ή φαντασιακά δεν έχει την αίσθηση της έχθρας με κάποιους ανθρώπους. Αυτό συμβαίνει διότι δεν συνειδητοποιούμε ότι ο μεγαλύτερος εχθρός μας είναι ο εαυτός μας. Όμως, όταν νιώθουμε αυτή την αίσθηση της αδικίας, που κάποια στιγμή όλοι βιώνουμε, ποια πρόταση υπάρχει; Υπάρχουν δύο δρόμοι.
Ο ένας είναι ο δρόμος της «δικαιοσύνης» και ο άλλος ο δρόμος της «αγάπης». Το σύστημα του κόσμου και το σύστημα του μυαλού μας, που αποτελούν μια μορφή προστασίας του ναρκισσισμού μας, είναι η «δικαιοσύνη». Αντιδρούμε μόλις γίνει κάτι γιατί δεν έχουμε προσευχή και πνευματική εγρήγορση. Ζούμε σε μια κατάσταση πνευματικής αφασίας. Οπότε, αυτό που προκύπτει αυτόματα από μέσα μου είναι ο λογισμός μου: «Τι με αδικεί; Πρέπει να αμυνθώ και να το αντιμετωπίσω». Αυτό είναι το «νόμιμο» για τον κόσμο.
Αυτό, όμως, είναι το «παράνομο» για τα πνευματικά. Η πλέον «απαγορευμένη» λέξη στην πνευματική ζωή είναι η «δικαιοσύνη». Αυτή είναι η ένδειξη της πνευματικής μας φτώχειας και μειονεξίας. Αν δεν μπορέσουμε να ξεπεράσουμε αυτό το μέτρο που λέγεται «δικαιοσύνη», που για το Θεό είναι πτώση, δεν μπορούμε να υποψιαστούμε τι σημαίνει πνευματική ζωή. Η αγάπη είναι το ξεπέρασμα της δικής μας δικαιοσύνης. Λέει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: «Ποτέ μην πεις το Θεό δίκαιο. Βασίσου στην αδικία τού Θεού, που είναι η άπειρη αγάπη Του».
Όταν προσεγγίζουμε την αγάπη με όρους δικαιοσύνης, τι συμβαίνει; Ο άνθρωπος έχει πάντοτε ταραχή, δεν έχει ειρήνη, δεν μπορεί να επικοινωνήσει με κανέναν και οδηγείται στο διχασμό και στη σύγκρουση. Επίσης, έχει έλλειψη διάκρισης γιατί δεν μπορεί να κρίνει τα γεγονότα και τις καταστάσεις και δεν μπορεί να ξέρει τα βάθη της καρδιάς του άλλου ανθρώπου. Η κρίση του, ουσιαστικά, είναι μια προβολή της δικής του καταστάσεως έναντι του άλλου. Άρα, εκ των πραγμάτων, οδηγείται στην αδικία.
Αν προσεγγίσω, αντιθέτως, πραγματικά την «αγάπη», πού με οδηγεί; Οδηγεί στην ειρήνη του Θεού, οδηγεί στην επιείκεια, στη συγχώρεση, στην ενότητα και στη φιλοθεΐα. Επιλέγοντας την αγάπη, γίνομαι φίλος του Θεού, μιας και ο Θεός είναι αγάπη και, άρα, μέσα απ’ τη φιλοθεΐα νιώθω την αγάπη και ελκύω την αγάπη του Θεού. Αυτά, λοιπόν, είναι ξεκάθαρα. Είμαστε ελεύθεροι να επιλέξουμε τον έναν δρόμο ή τον άλλον. Βέβαια, είμαστε τόσο ζαλισμένοι και «εγκλωβισμένοι» στο συμφέρον μας, που αυτόματα οδηγούμαστε στον πρώτο δρόμο.
Το ευαγγέλιο, όμως, είναι ξεκάθαρο: «Εάν δεν πεθάνουμε, δεν θα καρποφορήσει ο λόγος του Θεού». Θάνατος σημαίνει «σταυρώνω τον εαυτό μου και το θέλημά μου». Τότε «γεννάται» ο Χριστός μέσα μας. Δηλαδή, η αγάπη πηγαίνει μαζί με τον σταυρό και τη θυσία. Η αγάπη έχει ένα προσωπικό κόστος και ένα ρίσκο. Ο αναστημένος Χριστός, φανερώνοντας στους μαθητές Του τις πληγές Του, προσπαθεί να τους μυήσει και σε μια άλλη μεγάλη αλήθεια της ύπαρξης: Ότι κάθε αγάπη είναι θυσία και σταυρός. Δεν υπάρχουν αληθινές αγάπες που δεν σταυρώθηκαν.
Πάμε στο δεύτερο ερώτημα: «Πώς μπορούμε ν’ αγαπήσουμε τον εχθρό;». Σίγουρα δεν μπορούμε απλώς με τις δυνάμεις μας. Χρειάζεται η χάρις του Θεού. Ο Κύριος λέει: «Ποια χάρις υπάρχει όταν αγαπώ αυτόν που μ’ αγαπά;». Άρα, προϋπόθεση είναι η χάρις του Θεού για ν’ αγαπώ τον εχθρό μου. Αν δεν «τρέφομαι» απ’ το Θεό και την αγάπη Του, δεν μπορώ να κάνω τίποτα και πολύ περισσότερο δεν μπορώ ν’ αγαπήσω τον εχθρό μου. Αν πιέσουμε τον εαυτό μας για ν’ αγαπήσει τον άλλον, το πολύ – πολύ λίγο να καταφέρω ένα χαμόγελο και μετά να είμαι πάλι στα ίδια.
Το ζητούμενο είναι να «γευτώ» την αγάπη του Θεού. Να είμαι σε πνευματική εγρήγορση, να έχω προσευχή, να «τρέφομαι» πνευματικά απ’ το λόγο του Θεού και τα μυστήρια της Εκκλησίας. Να γίνω άνθρωπος «αγιοπνευματικός». Να έχω εσωτερική ησυχία και προσωπικό χρόνο με την καρδιά μου. Αν γίνει αυτό το ξεκαθάρισμα και «ανοίξει» η καρδιά μου στο Θεό, τότε, έχω τη χάρη ν’ αγαπήσω τον εχθρό μου και να ζω σ’ αυτή τη χαρά.
Επομένως, συνοπτικά, ο Χριστός με το ευαγγέλιο της Κυριακής λέει σε όλους μας: «Όσο πιο αντιπαθητικός είναι κάποιος, τόσο περισσότερο χρειάζεται την αγάπη σας. Όσο πιο «καμένος» με τα ανθρώπινα κριτήρια, τόσο πιο πολύ η προσευχή σας πρέπει να τον περιβάλει. Αυτό διότι, όσο πιο απελπιστική είναι η περίπτωσή του, τόσο μεγαλύτερος καλούμαστε να είναι ο πόνος μας, επειδή κινδυνεύει να στερηθεί τη Βασιλεία».
Άρα, η φυσική κίνηση της υπάρξεως του χριστιανού είναι να «αγαπά τον εχθρό του». Δεν είναι το τρελό και το παρανοϊκό. Υπάρχει μόνο μια βασική προϋπόθεση: να είναι η καρδιά μου «ανοιχτή» στην αγάπη του Θεού. Όπως λέει και ο άγιος Σιλουανός: «Το Πνεύμα του Θεού διδάσκει τη ψυχή ν’ αγαπά όλα τα ζωντανά ακόμα και τους εχθρούς, και λυπάται ακόμα και τα δαιμόνια, γιατί εξέπεσαν απ’ το αγαθό».