Η θάλασσα καλή με ελαφρό κυματάκι. Παρέα στο νερό με το ζεύγος Κουζινόγλου, ο Νικόλαος πιο μέσα στα βαθιά, η κυρία Ουρανία δέκα μέτρα πιο εδώ κάνα δυο μέτρα βάθος, κι εγώ αριστερά καμιά δεκαπενταριά μέτρα πιο πέρα και πλάτσα-πλούτσα μια χαρά! Μακρύτερα, κάποιοι λιγοστοί και μερικοί ξάπλα στα χαλίκια μαζεύοντας ήλιο. Κοντά μας ουδείς, ουδέν, και πλάτσα-πλούτσα μια χαρά!
Για μια στιγμή, παίρνοντας στροφή με πρόσωπο προς την κυρία Ουρανία, βλέπω κοντά της στα ένα με δυο μέτρα, ένα σκουρόχρωμο μικρό “πλεούμενο”, κάτι σαν μαξιλάρι, σαν παιδικό σωσίβιο, κάτι τέτοιο.
Υπέθεσα ότι το κύμα κούτσα-κούτσα, θα το έφερε απ’ τα καρσινά παράλια. Εκτός από μετανάστες… μάς έρχονται και τέτοια άμα έχει βοριαδάκι. Πλησιάζοντας στα πέντ’-έξι μέτρα, την άκουσα να μιλά προς το… πλεούμενο “” Τι είναι, τι θέλεις, τι έχεις, τι έχεις;””! “”Να δεις πως ο ήλιος θα την πείραξε και ελαφρώς σάλταρε…”” σκέφτηκα, αλλά πάλι πώς, αφού φορούσε καπέλο! Όταν έφτασα κοντά, βλέπω ότι το “πλεούμενο” ήταν πτηνόν… μοιάζοντας με πάπια καφέ σκούρου κάπως χρώματος. “”Πήρατε απ’ το σπίτι και πάπια να κάνει μπάνιο;”’ τής είπα! “”Δεν ξέρω τι είναι, κάτι έχει, κάτι θέλει το καημένο”” απάντησε. “”Πολύ ήμερο, μεγάλη οικειότητα δείχνει, σαν να θέλει βοήθεια. Να βγω έξω να πάρω τηλέφωνο στην πόλη, να ‘ρθει κάποιος φιλόζωος, κάποιος ειδικός για περίθαλψη”‘ ξανά είπα και φώναξα και τον Νικόλαο, να μάς πει την γνώμη του.
Γλάρο τέτοιο χρώμα και μέγεθος, δεν είχαμε ξαναδεί και πάπια με όχι πλατιά μύτη, πάλι το ίδιο. Το πτηνό όλο και μάς κοίταζε και δώστου… “”τσι-τσι-τσι-τσι”” να λέει, πλησίαζε τα χέρια μας που τού απλώναμε, μάς έβγαλαν και φωτογραφία απ’ έξω που έβλεπαν την σκηνή, και πλάτσα-πλούτσα και οι τέσσερις… τώρα, μια ευχάριστη παρέα κι όλα μια χαρά! Καθώς γύρισα μπρούμυτα κολυμπώντας να βγω έξω για το τηλέφωνο, νιώθω στην πλάτη μου κάτι… ν’ ανεβαίνει πάνω μου! “”Έχε το νου σου, ο φίλος μας σ’ έκανε καβάλα, μαζί σου τον παίρνεις”” φώναξε ο Νικόλαος. Γυρίζοντας το κεφάλι προς τα πίσω να δω, γλίστρησε… ο φίλος στο νερό επιστρέφοντας προς την παρέα!
Μόλις βγήκα έξω, γύρισα να δω τι έγινε, δεν τον είδα και φώναξα “”πού πηγε””; “”Πέταξε”” είπαν με μια φωνή το ζεύγος! Στρέφω την ματιά ψηλά, βλέπω τον φίλο… να κάνει δυο-τρεις στροφές από πάνω μας τραβώντας μετά ανατολικά και φώναξα: “”Άφεριμαρκαντάς! Ήρθες, έκανες την πλάκα σου, πλάτσα-πλούτσα κι όλα μια χαρά! Χαιρετίσματα στον Ερντογάν””!
Έμαθα μετά από φίλο, ότι αυτού τού είδους τα πουλιά λέγονται “”Καλαμπλάκες””, αν είναι έτσι. Οπότε λοιπόν:
Ντάρι- ντάρι, ντάρι-ντάρι
στο γιαλό πετούν οι γλάροι!
Και πλάκες-πλάκες, πλάκες-πλάκες,
στο γιαλό κι οι καλαμπλάκες.
Και μια τέτοια καλαμπλάκα
ήρθε να μάς κάνει πλάκα!
Όλο αυτό, βάσταξε κάνα εικοσάλεπτο.
Ένα εικοσάλεπτο μιας ευχάριστης παρέας!
Βαγγέλης Χατζημανώλης