Γράφει: Ο Δημήτριος Χατζηλίας*
Όταν ήμουν στις τελευταίες τάξεις του Δημοτικού Σχολείου Σκαλοχωρίου (1948-1950), συχνά άκουγα να συζητούν για γεγονότα που είχαν σχέση με τους αντάρτες που ήταν στα βουνά της Λέσβου· ονόματα αυτών που περνούσαν από κάποιες περιοχές του χωριού κι εκείνων που τους τροφοδοτούσαν.
Στο χωριό ζήσαμε τους αποκλεισμούς, το Νοέμβριο του 1949, που είχαν σκοπό να σταματήσουν την τροφοδοσία των ανταρτών. Θυμάμαι πως ο πατέρας μου δεν συμμορφώθηκε, γιατί δεν είχαμε χώρο για να μεταφέρει τα ζώα κοντά στο χωριό.
Εγώ είχα ακούσει, ακόμη, πως το νωματάρχη του Σταθμού Χωροφυλακής Σκαλοχωρίου Παν. Πολίτη (Καντηλάκια), που είχε αρραβωνιαστεί με μία συγγενή της μητέρας μου, δεν τον «πείραξαν» τότε (1947) που είχαν κατεβεί οι αντάρτες στην Ανεμότια.
Αρχές Δεκεμβρίου του 1949, ύστερα από μια βροχερή εβδομάδα, ακούσαμε ότι εντόπισαν δύο αντάρτες στην Κάτω Πέτρα, στο Βούλγαρη ποταμό. Τους είδε, είπαν, ένας Βουτασιανός, το είπε σε ένα Σκαλοχωρίτη, αυτός σε τρίτο και μετά στην Αστυνομία του Σκαλοχωρίου.
Οι αντάρτες όταν έφθασε η Αστυνομία με τους Σκαλοχωρίτες Μάυδες ρίχτηκαν στο ποτάμι, κατά μία εκδοχή, για να περάσουν στην άλλη πλευρά. Ο ένας φαίνεται ότι τα κατάφερε, ενώ ο άλλος χάθηκε. Τον πρώτο, που ήταν ο Παναγιώτης Χαβαράνης από την Ερεσό, τον εντόπισαν την ίδια μέρα στον Τσέφο του Κουλοβά (Αρχαία Άντισσα). Δεν είχε πέσει στο ποτάμι, αλλά τους είχε «διαφύγει». Όταν προσπαθούσε να περάσει ένα ντουβάρι, στον Τσέφο, τον σκότωσαν. Δεν αυτοκτόνησε για να μην παραδοθεί, όπως έχουν γράψει. Έλεγαν και ποιος, μη Σκαλοχωρίτης, τον σκότωσε. Τον μετέφεραν στα Τελώνια (Άντισσα).
Τον δεύτερο, που ήταν ο Φάνης Μουλάς, το «Φανέλι», κουρέας από τα Χίδηρα, τον βρήκε ύστερα από δύο μέρες νεκρό χαμηλά στα Άπαστρα, στο Βούλγαρη ποταμό, πάνω σε ένα δέντρο (σουγιούτ) ο Στέφανος Λάμπρου Κατσαμπάς έξω από το χωράφι του Μηνά Πίτατζη. Με συγκίνηση μου περιέγραψε, πριν χρόνια, τις στιγμές εκείνες. Είχε επάνω του, είπε, μόνο μια χειροβομβίδα, ήταν πνιγμένος, πρησμένος και δεν φαινόταν τραυματισμένος.
Με εντολή του σταθμάρχη Χωροφυλακής Σκαλοχωρίου Ηλία Σταματή τον μετέφεραν στο Β΄ Νεκροταφείο του χωριού και τον πέταξαν, σαν σκυλί, στην πρώτη σκάλα δίπλα στην παλιά είσοδο. Τον μετέφερε με το μουλάρι του ο Χρυσόστομος Ραχώνης. Τον φύλαξαν εκείνο το βράδυ ένας χωροφύλακας κι ένας Σκαλοχωρίτης.
Το βράδυ διαδόθηκε στο χωριό ότι έφεραν το «Φανέλ» πνιγμένο.
Ήμουνα στην Στ’ τάξη του Δημοτικού. Το σχολείο (την αυλή) και το νεκροταφείο τα χωρίζει ένας δρόμος. Πριν πάω στο σχολείο πήγα στο νεκροταφείο. Μόλις μπήκα, στη σκάλα δεξιά, είδα ένα νεκρό παλικάρι «πεταμένο» στο χώμα, με άρβυλα, χακί στρατιωτικό παντελόνι και χακί πουλόβερ. Τα χέρια του ήταν φουσκωμένα, πρησμένα, παπουδιασμένα· το ίδιο το πρόσωπο και το κεφάλι του.Τα μισάνοιχτα μάτια του, θολά και μαυρισμένα, μου φάνηκε ότι είχαν ηρεμία· μας κοίταζε με ηρεμία.
Ανέβηκα στην άλλη σκάλα, στην Παναγιά, κι έβλεπα τους Σκαλοχωρίτες που περνούσαν· ένας του έδωσε και μια κλωτσιά. Ήταν η εποχή που το χωριό είχε και Χίτες και Μάυδες. Ένα καφενείο, μάλιστα, είχε απ’ έξω μια μεταλλική ταμπέλα που έγραφε: «Κόμμα Χιτών». Εμείς, τα παιδιά, φοβόμασταν και τους χωροφύλακες και τους Μάυδες.
Έφυγα για το σχολείο μόλις είδα να έρχεται ο δάσκαλός μας. Εκείνη η «εικόνα» του παλικαριού ριζώθηκε, από τότε, στη μνήμη και στην ψυχή μου.
Άκουσα ότι άνοιξαν ένα λάκκο και τον έθαψαν, όπως ήταν, εκεί χωρίς παπά και συγγενείς. Είπαν ότι οι γονείς του ήταν εξορία και βγήκε στο βουνό για να γλυτώσει τα βασανιστήρια στο Σταθμό Χωροφυλακής της περιοχής του.
Διαδόθηκε, τότε, ευρέως στο χωριό ότι οι καταδότες πήραν ενάμισι εκατομμύριο πληθωρικές δραχμές, άποψη που, κατά τη γνώμη μου, δεν επιβεβαιώνεται.
Το καλοκαίρι (1950) παρουσιάστηκαν στον πατέρα μου, πρώτη φορά, στο Αγιτλίκ της Φαύγας οι αντάρτες Μιχάλης Βαβλαδέλλης και Αδαλής Ανδρέας. Δεν ζήτησαν τίποτα, αλλά ο πατέρας μου φοβήθηκε· πιο πολύ φοβήθηκε η μητέρα μου (τραβούσε τα μαλλιά της) κι εκείνο το καλοκαίρι δεν πήγε ποτέ στο Αγιτλίκ.
Την επόμενη χρονιά (1951) τον Ιούνιο, πριν σνοπάρουμε στην Μπαλίνη, ο Μ. Βαβλαδέλλης ήταν κρυμμένος στην κάτω σκάλα του περιβολιού, σε ένα ρουμάνι, κάτω από μια πρασνοσυκιά. Τον τροφοδοτούσε ο πατέρας και κάθε βράδυ, όταν ήταν ο πατέρας, ανέβαινε στην κούλα. Έφυγε όταν κατέβηκε η μητέρα με εμάς.
Με αφορμή αυτό το σημείωμα παραθέτω, από κάποιο βιβλίο μου, μία ανακοίνωση της Χωροφυλακής με τους αντάρτες που υπήρχαν στη Λέσβο το 1952.
*Ο Δημήτριος Χατζηλίας είναι εκπ/κός, πολιτικός επιστήμονας και νομικός.