Του Δημήτρη Μοιρασγεντή,
δικηγόρου,
υποψήφιου βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ
Έχουν περάσει 11 χρόνια από τις Βουλευτικές Εκλογές της 6ης Μαΐου 2012. Ορόσημο καθιέρωσης του ΣΥΡΙΖΑ ως κόμμα εξουσίας, που έφερε στο προσκήνιο την προοπτική μιας κυβέρνησης της Αριστεράς.
Ήταν τότε που ο ΣΥΡΙΖΑ και ο Αλέξης Τσίπρας, δήλωσαν έτοιμοι να αναλάβουν κυβερνητικές ευθύνες και ζήτησαν να λάβουν εντολή από τον Λαό, να οδηγήσουν τη χώρα έξω από τη λαίλαπα των μνημονίων.
Πολλά μπορεί να πει κανείς για την περίοδο 2015 – 2019. Σε κάθε περίπτωση οι αριθμοί επιβεβαιώνουν, ότι η ίδια χώρα που τον Γενάρη του 2015 ήταν στη δίνη της χρεοκοπίας και παντελώς απαξιωμένη διεθνώς, το 2019 πλέον στεκόταν στα πόδια της, είχε ρυθμισμένο χρέος και αποκατεστημένη την διεθνή της αξιοπιστία, γεμάτα ταμεία, πρωτογενή πλεονάσματα και έναν τουρισμό που κάλπαζε.
Κατά τη γνώμη μου όμως, τρία είναι τα σημεία που χαρακτηρίζουν την διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Τρία σημεία στα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ έδειξε ότι θέλει και μπορεί να είναι ένα σύγχρονο αριστερό κόμμα. Που χωρίς να απεμπολεί τις αξίες και τα ιδανικά της αριστεράς, αντιλαμβάνεται την πολυπλοκότητα της σύγχρονης κοινωνίας και απευθύνεται σε αυτήν, όχι για να επιδοθεί σε ανέξοδη κριτική και καταγγελίες, αλλά για να προτείνει λύσεις και να εφαρμόσει την πολιτική του, δίχως να φοβάται να «λερώσει τα χέρια του», να κάνει και λάθη και μοιραία να προκαλέσει και δυσαρέσκειες.
Αυτά είναι: 1) η στάση μετά το δημοψήφισμα της 5ης Ιουλίου 2023, 2) η Συμφωνία των Πρεσπών και 3) η διαχείριση της μεταναστευτικής κρίσης του 2015.
Όχι τυχαία, πρόκειται για τα τρία σημεία για τα οποία ακόμη και σήμερα, εν έτει 2023, ο ΣΥΡΙΖΑ δέχεται λυσσαλέες επιθέσεις από όλο σχεδόν το πολιτικό φάσμα, αλλά και από τα ΜΜΕ.
Δέχεται επιθέσεις για «το όχι που έγινε ναι», τόσο από εκείνους που μετά από 40 χρόνια ασυδοσίας και κατασπατάλησης του δημοσίου χρήματος, χρεοκόπησαν τη χώρα, παραδίδοντάς την διαλυμένη τον Γενάρη του 2015 και όλο το πρώτο εξάμηνο του 2015 φώναζαν «βάστα Σόιμπλε» και «Γερούν γερά», όσο κι από εκείνους που όταν ο ΣΥΡΙΖΑ τους έτεινε χείρα συνεργασίας για να βγει η χώρα από τα μνημόνια, προτίμησαν την αντιπολίτευση για να λένε πόσο καλά θα τα έκαναν εκείνοι αν …ήταν στην κυβέρνηση.
Κατηγορείται μέχρι και για προδοσία για τη Συμφωνία των Πρεσπών, τόσο από εκείνους που όταν κυβερνούσαν αναγνώριζαν κανονικά και με το νόμο την Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας και μετά κατάφεραν όλη η υφήλιος να αποκαλεί την γείτονα «Μακεδονία» σκέτο και εμείς …(Πρώην Γιουγκοσλαβική) Δημοκρατία της Μακεδονίας κι αφού πρωτοστάτησαν στις διαδηλώσεις του 2018, ανέλαβαν την εξουσία το 2019 για να δηλώσουν, χωρίς καμιά ντροπή, ότι τιμούν την Συμφωνία των Πρεσπών, όσο κι από εκείνους που χωρίς αιδώ, διέγραψαν την ιστορία του ίδιου του κόμματός τους, με αστείες δικαιολογίες αναφορικά με την ένταξη της γείτονος στο ΝΑΤΟ.
Κατηγορείται ότι δεν φύλαξε τα σύνορα κατά την διαχείριση της προσφυγικής κρίσης, τόσο από εκείνους που έφτιαξαν στο νησί μας την Παγανή και τη Μόρια και που μόλις ανέλαβαν την διακυβέρνηση της χώρας, έκαναν τους 5.000 της Μόριας, 20.000 κι έφεραν τα ΜΑΤ για να δείρουν όσους δεν συμφωνούν στο να χτιστεί μια ακόμη φαραωνική φυλακή στη Βάστρια, που καμαρώνουν για την …φύλαξη των συνόρων απέναντι σε κακομοίρηδες φτωχοδιάβολους και γυναικόπαιδα, ενώ όταν το Ουρούτς Ρέις πηγαινοέρχεται μέσα στην ελληνική ΑΟΖ, επικαλούνται αστείες δικαιολογίες, όπως π.χ. ότι το πήρε ο αέρας, από εκείνους που φέρουν ακέραια την ευθύνη για την αποκτήνωση της ελληνικής κοινωνίας, φτάνοντας σήμερα να βλέπουμε συμπολίτες μας να επιχαίρουν απροκάλυπτα για το αδιανόητο ναυάγιο στην Πύλο, όπου έγινε υγρός τάφος για πάνω από 600 άτομα, στην πλειοψηφία τους γυναικόπαιδα, όσο κι από εκείνους που αυτοαποκαλούνται κομμουνιστές και εξακολουθούν να έχουν στα ψηφοδέλτιά τους την κ. Κανέλλη, η οποία προχθές δήλωσε ότι το προσφυγικό το έστησε ο Τσίπρας για να πάρει το Νόμπελ.
Ο λόγος που αναφέρομαι στα ανωτέρω και μάλιστα σε χρόνο ενεστώτα, είναι διότι ακριβώς αυτά υπήρξαν οι βασικότεροι πυλώνες της προπαγάνδας αποδόμησης της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και του ίδιου του Αλέξη Τσίπρα. Μια προπαγάνδα που εντάθηκε όχι τόσο κατά την διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά περισσότερο κατά την περίοδο διακυβέρνησης της ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Για κάθε ανάλγητη και κυνική δήλωση του ίδιου του Μητσοτάκη και των υπουργών του, για κάθε σκάνδαλο που ξεσπούσε, είτε αφορούσε τις παρακολουθήσεις πολιτικών φίλων και αντιπάλων, είτε σκανδαλώδεις απευθείας αναθέσεις και διασπάθιση δημοσίου χρήματος, τα ΜΜΕ αντιπαρέθεταν τον νόμο Κατρούγκαλου, την υπερφορολόγηση της μεσαίας τάξη, τα capital controls, το δημοψήφισμα, το προσφυγικό και τη Συμφωνία των Πρεσπών.
Ό,τι κι αν έκανε η Κυβέρνηση των …αρίστων, έπρεπε να γίνει ανεκτό γιατί «…εκείνοι ξέρουν. Μην διαμαρτύρεστε και μας έρθει κανένας ΣΥΡΙΖΑ…». Από κοντά κι εκείνοι, που αφού για μια δεκαετία προσπαθούσαν να κρύψουν την πολιτική καταγωγή τους, θυμήθηκαν όψιμα ότι είναι ΠΑΣΟΚ και φυσικά το ΚΚΕ που άκουγες τους εκπροσώπους του στα πάνελ και νόμιζες ότι κυβέρνηση είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού η αντιπολιτευτική τους ρητορική (οι γνωστές αυτές ξύλινες καταγγελίες) στόχευε πρωτίστως τον ΣΥΡΙΖΑ και δευτερευόντως, για τα μάτια του κόσμου περισσότερο, τη ΝΔ.
Έντεκα λοιπόν χρόνια μετά το 2012, βρισκόμαστε σε ένα άλλο ορόσημο, διαφορετικό μεν αλλά εξίσου κρίσιμο. Θέλουμε μια αριστερά κυβερνώσα; Με πρόγραμμα διακυβέρνησης, προτάσεις και θέσεις; Που, ναι, θα κάνει λάθη, δεν θα ομνύει στην ιδεολογική καθαρότητα και δεν θα διστάζει να κάνει και συνεργασίες και να λάβει δύσκολες αποφάσεις; Μια αριστερά, αποφασισμένη να σταθεί απέναντι στην ασυδοσία, τον κυνισμό και την αναλγησία της ΝΔ; Ή μήπως θέλουμε μια αριστερά που θα έχει πάρει το μάθημά της; Περιορισμένη να αναπαράγει τον εαυτό της, κάνοντας εύκολη και ανέξοδη κριτική, περιμένοντας να …ωριμάσουν οι συνθήκες;
Στις εκλογές λοιπόν της 25ης Ιουνίου 2023, έχουμε μια ξεκάθαρη επιλογή. Ψηφίζουμε για μια κυβερνώσα Αριστερά. Ψηφίζουμε για έναν ΣΥΡΙΖΑ ισχυρό και ενισχυμένο, που θα σταθεί απέναντι στη νεοφιλελεύθερη λαίλαπα της ΝΔ, αντιπαραθέτοντας το όραμα και το κυβερνητικό του πρόγραμμα για την επόμενη τετραετία. Για την Ελλάδα του 2027.
Τώρα ΣΥΡΙΖΑ.