Γρηγόρης Δουμούζης
Θεολόγος, MSc Θεολογίας,
Φοιτητής Κοινωνιολογίας Παν. Αιγαίου
Στο ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. ιδ΄ 16-24) ακούμε την παραβολή του «Μεγάλου Δείπνου». Διαβάζουμε πως ετοίμασε ο Κύριος δείπνο και όταν, πλέον, ήταν όλα έτοιμα,προσκλήθηκαν οι άνθρωποι. Όλοι, όμως, εξαιτίας των μεριμνών τους,αρνήθηκαν να προσέλθουν στο δείπνο, προφασιζόμενοι διάφορες δικαιολογίες. Ειδικότερα, ο πρώτος είχε να δει τις εργασίες του στους αγρούς, ο δεύτερος είχε να δει τα πέντε ζεύγη βοδιών που είχε υπό την προστασία του (ο αριθμός «πέντε» συμβολίζει εδώ τις πέντε αισθήσεις του ανθρώπου και την ενασχόληση μ’ αυτές), ενώ ο τρίτος έκανε γάμο και δεν μπορούσε να παραβρεθεί.
Τι βλέπουμε, λοιπόν, σ’ αυτή την παραβολή – πρόσκληση του Χριστού; Ας δούμε το πρώτο στοιχείο. Αρχικά, δε μας καλεί ο Κύριος σε μια αγγαρεία. Αντιθέτως, μας καλεί σ’ ένα δείπνο. Δηλαδή, μας καλεί σε χαρά. Μάλιστα, δε ζητάει να Του προσφέρουμε, αλλά ζητά να μας προσφέρει. Θέλει να τραφούμε και να ζήσουμε. Άρα, καταλαβαίνουμε απ’ αυτό ότι η σχέση μας με το Θεό είναι ελευθερία, είναι ζωή, είναι «τροφή», είναι «γεύση» και αίσθηση.
Πώς γίνεται αυτή η συνάντηση; Βλέπουμε πως προηγείται η πρόσκληση. Ο Κύριος προσκαλεί όλο τον κόσμο. Χωρίς την πρόσκλησή Του τίποτα δε γίνεται. Όμως, είναι σημαντικό να τονιστεί πως αυτή η πρόσκληση δε γίνεται μ’ έναν εκκωφαντικό τρόπο του τύπου: «Προσκαλείται η κυρία τάδε ή ο κύριος τάδε στο δείπνο απ’ τον Χριστό». Ο Κύριος μας προσκαλεί με πάρα πολλούς τρόπους. Μάλιστα, πολλές φορές, με τρόπους που δεν καταλαβαίνουμε. Με ταπεινούς και ασήμαντους τρόπους. Καθημερινά δεχόμαστε προσκλήσεις. Οι απασχολήσεις μας, όμως, και το κλείσιμο στον εαυτό μας μάς καθιστούν κωφούς, τυφλούς και βλέπουμε τον Κύριο, κυριολεκτικά, να «ζητιανεύει» την ψυχή μας για να τη θεραπεύσει.
Ποια είναι η ευθύνη μας; Η ευθύνη μας είναι να ενεργοποιήσουμε τις αισθήσεις μας, ώστε να δούμε ότι μας προσκαλεί. Μας προσκαλεί όχι για να μας ζητήσει εξηγήσεις και να λογαριαστεί μαζί μας, αλλά έρχεται να μας θρέψει, να μας δώσει το «δείπνο της ζωής», ώστε να τραφούμε και να ζήσουμε. Είτε δουλεύουμε στους αγρούς, είτε έχουμε κάποια απασχόληση, είτε γάμο κάνουμε, όπως οι άνθρωποι της παραβολής, χωρίς τροφή δε ζούμε. Δεν μπορεί να ζήσει ο άνθρωπος χωρίς αυτό το δείπνο του Κυρίου.
Επίσης, αξίζει λίγο να σταθούμε στις αρνήσεις των ανθρώπων. Τι είδους αρνήσεις ήταν αυτές; Θα πει κάποιος: «Ήταν άσχημο και κακό ο άλλος να έχει την απασχόλησή του, τη δουλειά του και να κάνει το γάμο του; Είναι μεμπτό αυτό; Είναι λάθος αυτό;». Χωρίς αμφιβολία, πλέον, είναι η στιγμή ν’ απαντηθεί επιτέλους ένα καίριο ερώτημα: «Τι είναι και τι δεν είναι αμαρτία; Τι είναι και τι δεν είναι κακό;». Έχουμε ευθύνη οι άνθρωποι της Εκκλησίας, αφού την παραμικρή ενέργεια την έχουμε «δαιμονοποιήσει» και την έχουμε ονομάσει «αμαρτία», μη υποψιασμένοι τι είναι στ’ αλήθεια, τέλος πάντων, «αμαρτία» στην ορθόδοξη παράδοση.
Κατ’ αρχάς, όλα είναι καλά. Όλα είναι «λίαν καλά». Όλα είναι ευλογημένα. Στην πνευματική ζωή δεν έχει σημασία το πόσο αφιερωνόμαστε σε κάτι. Η αμαρτία δεν εξαρτάται απ’ το πόσο αφοσιώνεται η καρδιά μουσε κάτι. Η αμαρτία έγκειται σ’ ένα και μόνο πράγμα: Στην αυτονόμησή μας. Αυτό σημαίνει ότι βγάλαμε το Θεό απ’ τη ζωή μας. Θέλουμε να υπολογίσουμε τη ζωή μας χωρίς Αυτόν. Τον εξορίσαμε και Τον «χρησιμοποιούμε» απλώς για τις θρησκευτικές μας ανάγκες. Δεν είναι μέσα στην καρδιά μας.
Λέμε σήμερα: «Αυτό είναι ιερό και αυτό είναι αμαρτωλό». Όμως, αυτή ακριβώς είναι η αμαρτία μας: Ξεχνάμε ότι όλα είναι ιερά. Η μετάνοιά μας είναι να μπορέσουμε να τα συνδέσουμε όλα με τον Χριστό. Το θέμα, δηλαδή, με βάση την παραβολή, δεν είναι αν κάποιος αγόρασε αγρό, αλλά αν τον αγόρασε μαζί με τον Χριστό. Το θέμα δεν είναι αν έκανε γάμο, αλλά αν έκανε γάμο εν Χριστώ. Το θέμα δεν είναι αν ασχολείται με τις πέντε αισθήσεις του, αλλά αν μέσα στις πέντε αισθήσεις του «μπόλιασε» τον Χριστό και «χριστοποιήθηκαν». Ο στόχος είναι ο Χριστός.
Η ουσία της πνευματικής ζωής αυτή είναι: Να ζήσουμε τα πάντα παρέα με τον Χριστό. Έτσι, όλα αποκτούν άλλο περιεχόμενο. Εμείς γνωρίζουμε πως η βάση για να γίνει αυτό πράξη είναι η Αγία Τράπεζα, είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Οτιδήποτε δεν έχει αναφορά και προοπτική το Σώμα και το Αίμα του Χριστού είναι μια ταλαιπωρία και μια διάλυση της προσωπικότητάς μας.
Τι λέει, όμως, η θεία Λειτουργία; Τι λέει η Αγία Τράπεζα; Γιατί είναι στάση και δείκτης ζωής; Αν θέλει κανείς να βρει πώς πρέπει να ζήσει, το βρίσκει σε δύο φράσεις: «Τά σά ἐκ τῶν σῶν Σοί προσφέρομεν κατά πάντα καί διά πάντα». Αυτό σημαίνει με απλά λόγια: «Αυτά που μου έδωσες, Θεέ μου, τη ζωή μου, την υγεία μου ή την αρρώστια μου, τη φτώχεια μου ή τον πλούτο μου, τα χωράφια μου ή την ακτημοσύνη μου, τις αισθήσεις μου, όλα αυτά είναι δώρα Σου. Σου τα δίνω». Και ο Θεός μου τα επιστρέφει «χριστοποιημένα». Μου τα δίνει σε μια άλλη διάσταση. Έχουν άλλο νόημα και άλλο περιεχόμενο.
Ήρθε η στιγμή να καταλάβουμε πως η Εκκλησία δε μας προσφέρει μια «πρόταση ηθικής». Η Εκκλησία δεν είναι ένα «ίδρυμα καλών ανθρώπων», αλλά είναι μια αποκάλυψη ζωής. Γράφει ο Μητροπολίτης Περγάμου, Ιωάννης Ζηζιούλας: «Χωρίς Χριστό και Εκκλησία δεν υπάρχει σωτηρία και ο λόγος είναι ένας: Η σωτηρία είναι οντολογική και όχι ηθική υπόθεση, είναι νίκη κατά του θανάτου». Λέει σ’ όλους μας η Εκκλησία: «Ο Χριστός είναι η ζωή μας, είναι η χαρά μας, είναι η τροφή μας». Ο ίδιος ο Χριστός λέει σ’ όλους μας: «Δε σταυρώθηκα απλώς, δεν κατέβηκα απλώς στον Άδη, δε νίκησα απλώς το θάνατο, αλλά δέχτηκα να γίνω τροφή για όλους σας: να με φάτε και να ζήσετε». Βλέπετε την αντίφαση; Σήμερα ο κόσμος φοβάται ο ένας να μη φάει τον άλλον. Ο Χριστός, όμως, προσφέρεται δωρεάν, θεληματικά και εκούσια: «Ελάτε να με φάτε να ζήσετε. Είστε η χαρά μου, είστε η ζωή μου, είστε τα παιδιά μου».
Καταλαβαίνουμε, επομένως, ότι ο χριστιανός είναι ένας άνθρωπος που δε φιλοσοφεί, δεν αναλύει πράγματα, αλλά είναι ένας άνθρωπος που σέβεται την καρδιά του και λέει: «Θέλω να ζήσω. Θέλω να νικηθεί ο θάνατος. Θέλω να φάω απ’ την τροφή που δεν φθείρεται, για να μη μένω πάντα νηστικός». Η λύση είναι μπροστά μας: Είναι η Αγία Τράπεζα. Ουσιαστικά, είναι μια μπουκιά, ψωμί και κρασί, που μεταβάλλεται σε Σώμα και Αίμα Χριστού και εκεί βρίσκουμε τη χαρά μας.
Έτσι, λοιπόν, γίνεται σαφές πως μαζί με τον Χριστό και τα χωράφια μου θα δω, και τις αισθήσεις μου θ’ απολαύσω, και τη γυναίκα μου και τον άντρα μου θα χαρώ, αλλά, ταυτόχρονα, θα είμαι μια φωτεινή παρουσία στον κόσμο. Δε θα είμαι ένας «περιφερόμενος θάνατος» που θα επιδεινώνει την κατάθλιψη και την απογοήτευση του κόσμου, αλλά θα είμαι μια «φωτεινή λαμπάδα», της οποίας το φως δε θα προέρχεται από μένα, αλλά επειδή μπόρεσα και αγάπησα την Αγία Τράπεζα, αγάπησα αυτό το δείπνο, αγάπησα Αυτόν που είναι η Ζωή.
Τον καλύτερο επίλογο μας τον παραδίδει ο Χρήστος Γιανναράς: «Ρωτάει ο Bergman στην «Έβδομη σφραγίδα»: Είναι λοιπόν τόσο οδυνηρά αδύνατο να συλλάβει κανείς το Θεό με τις αισθήσεις;… Θέλω γνώση, όχι πίστη, όχι υποθέσεις. Γνώση. Θέλω ο Θεός να μου μιλήσει…». Και αυτή η κραυγή που εκφράζει την τραγική αναζήτηση πάρα πολλών ανθρώπων του καιρού μας, αντηχεί παράλληλα και οδυνηρά ασύμπτωτη, με την αδιάκοπη πρόσκληση: «Λάβετε, φάγετε…». Στην ανάγκη του ανθρώπου για αισθητή γνώση του Θεού, ο Θεός απαντάει με την προσφορά μιας άμεσης βρώσης και πόσης, με την πρόσκληση στο δείπνο της Ευχαριστίας».