Του Γρηγόρη Δουμούζη
Θεολόγου, MSc Θεολογίας,
Φοιτητή Κοινωνιολογίας του Παν. Αιγαίου
Λέει το ευαγγέλιο σ’ ένα σημείο: «Τόσο πολύ αγάπησε ο Θεός τον κόσμο, ώστε παρέδωσε στο θάνατο το μονογενή του Υιό, για να μη χαθεί όποιος πιστεύει σ’ αυτόν αλλά να έχει ζωή αιώνια» (Ιω. 3, 16). Τέτοια είναι η αγάπη του Θεού και αυτό το γεγονός θ’ αποκαλυφθεί μπροστά μας σε λίγες μέρες: Η γέννηση του Χριστού.
Ένας μεγάλος ποιητής, ο Τάσος Λειβαδίτης, γράφει: «Τα Χριστούγεννα είναι η νύχτα που γεννήθηκε η ευσπλαχνία και το έλεος». Βλέπετε; Δε γεννήθηκε καμιά «δικαιοσύνη» η οποία κρίνει και καταδικάζει τους ανθρώπους. Γνωρίσαμε για πρώτη φορά την αγάπη ενός Θεού που δε μένει στους ουρανούς κλεισμένος και απομονωμένος και ζητάει από εμάς να πάμε να Τον ψάξουμε, αλλά είναι ένας Θεός που λέει: «Μείνε εκεί που είσαι και έρχομαι εγώ σε σένα. Μείνε στο σκοτάδι σου και θα έρθω να σε συναντήσω εκεί». Έχουμε ένα Θεό που συγκαταβαίνει προς τα ανθρώπινα.
Ο μέγας Αθανάσιος αναφέρει: «Έγινε ο Θεός άνθρωπος για να γίνει ο άνθρωπος θεός». Αυτό είναι το μυστήριο της ελεύσεως του Χριστού στον κόσμο. Οι περισσότεροι από εμάς έχουμε κάποιες ιδέες περί Θεού που δεν έχουν καμιά σχέση με την πραγματικότητα. Ποιος είναι ο Θεός; Είναι η συγκατάβαση και το έλεος. Μας φανερώνει ποια οφείλει να είναι και η δική μας στάση απέναντι στους ανθρώπους: Η επιείκεια, η συγκατάβαση και η κατανόηση.
Έρχεται, λοιπόν, ο Χριστός για να μας δείξει ότι αυτό που αναζητά ο άνθρωπος δεν είναι μια ιδέα, δεν είναι μια αρετή, αλλά είναι η συνάντηση του προσώπου. Η πίστη μας και η «πρόσκληση» της Εκκλησίας δεν είναι ένα ιδεολόγημα ή ένας «κώδικας ηθικής», αλλά είναι κάτι που τα ξεπερνάει: Είναι η νίκη του θανάτου που συντελείται μέσω του προσώπου του Χριστού. Ο άνθρωπος μέσα του έχει έναν βαθύ πόθο και μια βαθιά αναζήτηση του Θεού. Ουσιαστικά, αν το καλοσκεφτούμε, ακόμη και ο άνθρωπος που αμαρτάνει, το Θεό ψάχνει, απλώς μ’ έναν λανθασμένο τρόπο. Γι’ αυτό, δε χρειάζεται να κακολογούμε τον αμαρτωλό, αλλά να τον βοηθήσουμε να βρει την ίασή του που είναι η αποκατάσταση της σχέσης του με το Θεό.
Η αμαρτία, άλλωστε, τι είναι; Μια «αστοχία». Αυτό σημαίνει να μην ελπίζω ότι είναι εφικτό να νικηθεί ο θάνατος, ότι είναι εφικτή η σχέση μου με το Θεό, ότι μπορεί ν’ αποκαλυφθεί ο Θεός στη ζωή μου. Ο άνθρωπος σήμερα παιδεύεται γιατί θεωρεί πως η αλήθεια είναι μια «ανακάλυψη», ενώ η αλήθεια είναι μια «αποκάλυψη». Η σάρκωση του Χριστού κάνει αυτό ακριβώς: Ικανοποιεί τον βαθύ πόθο της υπάρξεώς μας. Έρχεται, σαρκώνεται και ικανοποιεί την προσμονή μας. Άρα, το πρώτο βήμα της πνευματικής ζωής είναι η προσμονή: Να εξωτερικεύσουμε τον πόθο μας για τη ζωή.
Σήμερα είμαστε σε πτώση οι χριστιανοί όχι γιατί κάνουμε μεγάλες αμαρτίες. Αυτό είναι το λιγότερο. Είμαστε σε πτώση διότι δεν έχουμε πόθο ζωής. H Εκκλησία βρίσκεται σε αυτή την κατάσταση σήμερα γιατί αδυνατεί να «γεννήσει» νέα ερωτήματα. Είμαστε αδρανείς, δεν έχουμε αναζήτηση ζωής, δεν έχουμε «δίψα» για την αλήθεια. Όμως, ευτυχώς ή δυστυχώς, αυτό που ελκύει το Θεό είναι η επιθυμία μας να βρούμε την αλήθεια και το φως. Άνθρωπος που δεν έχει προσδοκία και προσμονή για την αλήθεια και το φως, όσο καλός κι αν είναι, είναι «νεκρός» εσωτερικά.
Η θρησκευτικότητα δεν είναι μια «οχύρωση» για να το παίζουμε «καθωσπρέπει». Η θρησκευτικότητα μ’ αυτό τον τρόπο είναι «θάνατος» και ακύρωση του εκκλησιαστικού γεγονότος. Πνευματικός άνθρωπος είναι αυτός που αναζητεί και προσδοκά το ανέφικτο. Ήταν ανέφικτο να γίνει ο Θεός άνθρωπος, ήταν ανέφικτο ο άνθρωπος να μπορεί να γίνει θεός. Με την σάρκωσή Του, όμως, ο Θεός μας δίνει αυτή τη δυνατότητα που είναι εμπειρία νίκης του θανάτου. Γι’ αυτό, μια μεγάλη μορφή, ο π. Αλέξανδρος Σμέμαν, έλεγε: «Στην πραγματικότητα μονάχα μια αμαρτία υπάρχει: Να ζούμε σαν μην ήρθε ποτέ Εκείνος στον κόσμο».
Μη στενοχωριόμαστε, επομένως, αν είμαστε αμαρτωλοί. Δεν είναι αυτό το σημαντικό στην πνευματική ζωή. Το καίριο είναι ν’ αναπαύσουμε επιτέλους την καρδιά μας. Είναι σημαντικό να «συλλάβουμε» πως απ’ την στιγμή που ο Θεός γίνεται άνθρωπος, δεν υπάρχει πλέον ο ουρανός ως τόπος συνάντησης με το Θεό, αλλά μονάχα η ανθρώπινη καρδιά. Γι’ αυτό ο Χριστός γεννήθηκε στο σπήλαιο και στην φάτνη. Έρχεται και μας λέει: «Για σας είμαι, για τους αμαρτωλούς και τους δυσκολεμένους». Έτσι, εμείς οι αμαρτωλοί έχουμε ελπίδα και χαρά ότι για μας γεννήθηκε ο Θεός και μπορούμε να έχουμε προσωπική σχέση μαζί Του.
Αυτό μας ελευθερώνει. Άραγε, ποιος μπορεί να λυπάται για την κατάστασή του; Για μας είναι ο Θεός. Είναι ξεκάθαρος: Δεν ήρθε να κρίνει τον κόσμο, αλλά να σώσει τον κόσμο. Έγινε άνθρωπος για να συγκαταβεί στην πτώση μας. Αυτό ζητάει και από μας: Να γινόμαστε και εμείς συγκαταβατικοί στους ανθρώπους. Αυτό σημαίνει να μην κατακρίνουμε και να μην απορρίπτουμε κανέναν.
Ταυτόχρονα, υπάρχει και κάτι άλλο εξίσου σημαντικό. Βλέπουμε πως μια παρθένος γεννά. Θα αναρωτηθεί κάποιος: «Μα καλά, πώς γίνεται μια παρθένος να γεννά; Τρελά πράγματα. Αφύσικα πράγματα». Τα πνευματικά, όμως, ξεπερνάνε τη λογική. Τι σημαίνει «μια παρθένος γεννά»; Σημαίνει πως για να μπορέσεις να «γεννήσεις» τον Χριστό και να έχεις προσωπική σχέση μαζί Του, πρέπει να «παρθενεύεις» και να είσαι «καθαρός».
Ποια είναι η έννοια της «παρθενίας» στην προκειμένη περίπτωση; Σε καμιά περίπτωση δεν την ταυτίζουμε με τη στενή ηθικιστική έννοια. Ο πνευματικός, ο «καθαρός» και ο «παρθένος» άνθρωπος είναι αυτός που στοχεύει και προσμένει την προσωπική συνάντηση με τον Χριστό. Τα πάντα γι’ αυτόν είναι Χριστός. Ο άνθρωπος που, παρά την κατάστασή του, ελπίζει και προσμένει το Θεό και τίποτα δεν μπορεί να «κλέψει» την καρδιά του. Είναι ο προσευχόμενος άνθρωπος που μένει σ’ αυτόν τον «έρωτα» με το Θεό και αναπαύει την ύπαρξή του.
Μη ξεχνάμε πως η ανθρώπινη φύση είναι ανήσυχη και δε γεμίζει εύκολα. Αυτό δικαιολογείται: Γεννήθηκε απ’ το Θεό και έχει ακόρεστο πόθο για το Άπειρο. Δεν μπορεί να μας αναπαύσει τίποτα. Εμείς οι χριστιανοί, όμως, αυτό ζητούμε: το ανέφικτο, το παράδοξο. Προσδοκούμε αυτή τη συνάντηση με το Θεό. Λέμε: «Εγώ θα κάτσω και θα περιμένω το Θεό». Αυτό μας ελευθερώνει και μας καθιστά ικανούς να «γευτούμε» και να συναντήσουμε τον Χριστό, αλλά και τον κάθε αδελφό μας: Εχθρό και φίλο, γνωστό και άγνωστο. Αυτό είναι το «πανηγύρι» που ζούμε. Γι’ αυτό υπάρχει ελπίδα στον κόσμο: Γιατί έχουμε Πατέρα το Θεό και εμείς είμαστε μεταξύ μας αδέλφια.
Αυτό είναι, επομένως, συνοπτικά, το μήνυμα των Χριστουγέννων και της Εκκλησίας: Ότι είναι εφικτή αυτή η συνάντηση και η προσωπική σχέση με το Θεό. Μάλιστα, αυτή η συνάντηση με καθιστά ικανό να ταιριάξω και να σχετιστώ με τον καθένα αδιακρίτως.
Είναι ξεκάθαρο πως το καλύτερο «δώρο» εορτών μάς το έκανε ο ίδιος ο Θεός. Ποιο είναι το δώρο Του; Ο Χριστός. Έστειλε τον ίδιο τον μονογενή Του Υιό στον κάθε άνθρωπο προσωπικά από εμάς, για να μας χαρίσει την ελπίδα και το φως. Θα διερωτηθεί κάποιος: «Εμείς τι χριστουγεννιάτικο «δώρο» μπορούμε να προσφέρουμε στο Θεό;». Την απάντηση μας τη δίνει μια σύγχρονη αγία, η γερόντισσα Γαβριηλία: «Υπάρχει κάτι: Μπορούμε να προσφέρουμε τον ίδιο μας τον εαυτό». Δηλαδή, ν’ αφεθούμε στα χέρια Του να μας κάνει Εκείνος ό,τι και όπως θέλει. Χρόνια πολλά!