Του Γρηγόρη Δουμούζη
Θεολόγου, MSc Θεολογίας,
Φοιτητή Κοινωνιολογίας
του Πανεπιστημίου Αιγαίου
H παραβολή του «Τελώνη και Φαρισαίου» (Λκ. ιη΄ 10-14) που θα ακούσουμε στο ευαγγέλιο της Κυριακής, είναι γνωστή σε όλους μας. Με αυτή ανοίγει το Τριώδιο και μας προετοιμάζει η Εκκλησία σιγά-σιγά για τον πνευματικό αγώνα της Σαρακοστής. Το ευαγγέλιο καταλήγει με την εξής φράση: «Καθένας που υψώνει τον εαυτό του θα ταπεινωθεί και καθένας που τον ταπεινώνει θα υψωθεί». Αυτός είναι ένας σημαντικός πνευματικός λόγος που χρειάζεται να τον βάλουμε μέσα στην καρδιά μας.
Τα πράγματα είναι ξεκάθαρα. Όποιος πιστεύει στη δύναμή του και στην αυτάρκειά του και προσπαθεί να αυτό-δικαιωθεί με τα έργα του, στο τέλος, θα ταπεινωθεί. Αντιθέτως, εκείνος που συνειδητοποιεί την ανεπάρκειά του και μετανοεί, η χάρις του Θεού θα τον δικαιώσει. Αυτό είναι που ορίζει τη ζωή μας σε όλα τα επίπεδα. Αν αυτό το κατανοήσουμε, τα πράγματα γίνονται πολύ απλά. Η πλάνη και το πρόβλημα του Φαρισαίου ήταν ότι «επένδυε» στον εαυτό του και στη δική του προσπάθεια. Το Θεό τον είχε απλώς να τον επιβραβεύει. Δηλαδή, δεν ήταν ο «πλούτος» του και η χαρά του η σχέση με το Θεό, αλλά ο εαυτός του. Αυτό του δημιούργησε την αίσθηση ότι θα δικαιωθεί με τα έργα του και όχι με το έλεος του Θεού.
Ταυτόχρονα, αυτό το ήθος της αυτό-δικαίωσης «γεννά» την σκληροκαρδία, γιατί ο άνθρωπος είναι στηριγμένος στον εαυτό του και «κλείνεται» σ’ αυτόν. Στη συνέχεια, αυτή η σκληροκαρδία «γεννά» την περιφρόνηση προς τους άλλους. Δηλαδή, οδηγεί στην κατάκριση. Λέει ο Φαρισαίος: «Δεν είμαι όπως οι άλλοι άνθρωποι, ούτε όπως αυτός εδώ ο τελώνης». Αυτό μας δείχνει πως όταν δεν δικαιώνεσαι απ’ την αίσθηση της χάριτος του Θεού, τότε, αυτό που σου μένει είναι η προσπάθεια ν’ αποδείξεις στον εαυτό σου πόσο σωστός είσαι, πόσο τα κατάφερες, πόσο τήρησες το νόμο και πως οι άλλοι δεν σου μοιάζουν.
Αυτό είναι ένα σύμπτωμα που αποκαλύπτει την απουσία της ζωής και την άγνοια του πραγματικού περιεχομένου της πνευματικής ζωής, που δεν είναι ο εαυτός μας και τα έργα μας, αλλά ο ίδιος ο Θεός. Μη ξεχνάμε ότι στην πνευματική ζωή δεν ασκούμαστε για να επιβραβευθούμε, αλλά για να «γκρεμιστεί» το «τείχος» που κλείνει τον εαυτό μας και δεν μας αφήνει να «γευόμαστε» την αγάπη του Θεού. Αυτός ο άνθρωπος τι λέει; «Εγώ που είμαι σωστός, που είμαι τόσο καλός άνθρωπος, που είμαι τόσα χρόνια στην Εκκλησία, δεν με καταλαβαίνει κανένας και δεν με βοηθάει κανένας. Όλοι είναι αμαρτωλοί, όλοι κοιτούν το συμφέρον τους και μόνο εγώ είμαι ο σωστός».
Αυτή ακριβώς η στάση καθιστά τον άνθρωπο «ανάπηρο» πνευματικά. Δεν μπορεί να σχετιστεί με κανέναν άνθρωπο, παρά μόνο με τον εαυτό του. Μάλιστα, όχι με τον πραγματικό του εαυτό, αλλά με τη φαντασίωση του εαυτού του που έχει δημιουργήσει για να καλύψει τα κενά του. Αυτή ακριβώς είναι η κατάσταση και η πλάνη του Φαρισαίου. Στηρίζει τη σωτηρία του όχι στο Θεό, αλλά στις αρετές του.
Στην αντίπερα όχθη υπάρχει ο τελώνης. Η παρουσία του μας αποκαλύπτει τι σημαίνει «άνοιγμα προς το Θεό» και «ανοιχτή ψυχή». Ποια είναι η «ανοιχτή ψυχή»; Η «συντετριμμένη ψυχή». Ο τελώνης δεν τολμούσε να σηκώσει το βλέμμα του στον ουρανό, συνειδητοποιώντας την αποτυχία του. Ο τελώνης τι ήταν; Ένας φοροεισπράκτορας. Δηλαδή, ένας εκμεταλλευτής των ανθρώπων της εποχής εκείνης. Όμως, κατάφερε και έφτασε στην αίσθηση της «χρεωκοπίας» του. Γνώρισε την πραγματικότητά του. Όπως λέει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: «Αυτός που βλέπει τις αμαρτίες του, είναι ανώτερος απ’ αυτόν που βλέπει αγγέλους».
Ο τελώνης δεν τολμούσε να κρίνει κανέναν. Πώς να το κάνει, άλλωστε, αυτό; Εδώ, όμως, χρειάζεται να προσέξουμε κάτι πολύ σημαντικό: Άλλο συντρίβομαι, πονάω για την αμαρτία μου και αγωνίζομαι ν’ απομακρυνθώ απ’ αυτή και άλλο να κάνω ό,τι να ‘ναι, να ζω στην αμαρτία και να λέω προς το Θεό: «Έτσι είμαι Θεέ μου. Τι να κάνουμε; Λυπήσου με». Αυτό είναι μια ψευδαίσθηση και μια «νομιμοποίηση» της αμαρτίας μέσα μας. Χρειάζεται, επομένως, να διακρίνουμε τα πράγματα.
Αυτό που ορίζει ως αληθινή τη μετάνοια και τη συντριβή του τελώνη, είναι ο πόνος του, η συναίσθηση της κατάστασής του και ο μεγάλος αγώνας που κάνει, ώστε να ξεπεράσει το πάθος του και την αδυναμία του. Πώς θα μας φαινόταν, άραγε, αν ο τελώνης συνέχιζε την εκμετάλλευση των ανθρώπων και πήγαινε και κλαιγόταν στο Θεό; Εμείς, συνήθως, ή είμαστε σε μια κατάσταση «φαρισαϊσμού» ή σ’ αυτή την κατάσταση «ψευδό-μετάνοιας» που υποκρινόμαστε τους «τελώνες» και τους «συντετριμμένους».
Αυτό, όμως, που ορίζει την εσωτερική μας αλήθεια είναι κατά πόσο είμαστε τίμιοι με την καρδιά μας, πού είναι προσανατολισμένη και τι αγώνα κάνουμε για να βγούμε απ’ αυτή την κατάσταση. Να σεβαστούμε, δηλαδή, όχι τις ψυχολογικές μας ανάγκες, αλλά τη βαθιά υπαρξιακή μας ανάγκη: Ποιος είναι ο λόγος που ζούμε. Αυτό έχει κι άλλες παράπλευρες καταστάσεις. Άνθρωπος ο οποίος ζει μέσα στον «φαρισαϊσμό» της αυτό-δικαίωσής του, όπως είπαμε, κρίνει τους πάντες και τα πάντα. Είναι μια «τοξική» παρουσία, ένας «αρνητικός» άνθρωπος, που δεν μπορεί να συνεννοηθεί με κανέναν. Πώς να συμβεί αυτό, όταν είναι στον «θρόνο» του; Πώς να καταλάβει σε τι κατάσταση βρίσκονται οι συνάνθρωποί του; Αυτός ζει στο δικό του «συννεφάκι».
Απ’ την άλλη, ο ταπεινός και συντετριμμένος είναι αυτός που μπορεί να συνυπάρχει. Είναι ο ευαίσθητος υπαρξιακά άνθρωπος που συναισθανόμενος την πτώση σου, αλλά και τον «πλούτο» της αγάπης του Θεού, του «γεννιέται» ένα άλλο ήθος στη σχέση του με τους ανθρώπους. Μπορεί να διακρίνει την «αληθινή» απ’ τη «ψεύτικη» μετάνοια. Το βασικότερο, όμως: Μπορεί να σχετιστεί με κάθε άνθρωπο. Γιατί; Γιατί είναι αληθινός. Ο «αληθινός» άνθρωπος είναι ο «μετανοών» άνθρωπος. Όταν είσαι αληθινός, έχεις άλλες αισθήσεις. Αληθινός άνθρωπος είναι αυτός που αληθεύει η ύπαρξή του. Μπορεί και κατανοεί την αλήθεια του άλλου ανθρώπου και βρίσκει τρόπο να σχετιστεί μαζί του.
Σημειώνει ο π. Χαράλαμπος Παπαδόπουλος: «Στο πρόσωπο του Τελώνη και του Φαρισαίου, δεν κρίνονται δύο ηθικές αλλά δύο διαφορετικές οντολογίες. Η μία είναι εκείνη του Φαρισαίου που λέει ότι η αλήθεια του ανθρώπου βρίσκεται στις πράξεις του, και η άλλη εκείνη του Τελώνη που λέει ότι η αλήθεια του ανθρώπου δεν κρύβεται σε αυτό που κάνει, αλλά σ’ αυτό που είναι». Τι σημαίνει αυτό; Την απάντηση μας τη δίνει ο ίδιος: «Σε καμιά περίπτωση, λοιπόν, δεν τίθεται το ερώτημα «ποιος απ’ τους δύο, Φαρισαίος ή τελώνης, είναι ηθικά καλύτερος», αλλά κάτι σημαντικότερο: «Ποιος απ’ τους δύο με τη στάση του απαντά στο οντολογικό ερώτημα: πώς τελικά η ανθρώπινη ύπαρξη λυτρώνεται απ’ το θάνατο;». Η απάντηση είναι μέσω της κοινωνίας και της σχέσης με το Θεό, αλλά και τον κάθε συνάνθρωπο.
Αξίζει, κλείνοντας, όμως, να δούμε και έναν προβληματισμό που θέτει και ο π. Βασίλειος Θερμός: «Αυτό ήταν το δράμα του Φαρισαίου και κάθε Φαρισαϊσμού έκτοτε. Θέλω να σωθώ, δεν θέλω, όμως, να χρωστάω χάρη σε κάποιον που θα με σώσει, δηλαδή, στο Θεό. Διότι στην πραγματικότητα είμαι ανίκανος ν’ αγαπήσω. Η αγάπη έχει ευγνωμοσύνη μέσα. Όταν υπάρχει αγάπη, το «ευχαριστώ» είναι πολύ συχνό, διότι αναγνωρίζω τα δώρα του άλλου διαρκώς. Εγώ, λοιπόν, δεν θέλω να χρωστάω χάρη. Τι κάνω; Τηρώ πάντα τα διατεταγμένα, τα εξωτερικά (διότι τα βασικά δεν μπορώ να τα τηρήσω, αφού μου λείπει η ταπείνωση, αφού υστερώ εκεί), τηρώ όλα τα διατεταγμένα, το νόμο, τα νομικά, τα μετρήσιμα πράγματα, για να μπορώ ν’ απαιτήσω τη σωτηρία μου απ’ το Θεό και να μπορώ να του πω: «Να, αυτά εγώ έκανα, τώρα εσύ είσαι υποχρεωμένος να με σώσεις». Καταλάβατε το δράμα πολλών χριστιανών που δύο χιλιάδες χρόνια μετά ζουν σαν να μην έχει αλλάξει τίποτα;».