ΛΕΣΒΙΑΚΗ ΑΠΟΚΡΙΑ «ΤΑ ΓΙΟΥΝΙΑ» (ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ): Οι λουκουμάδες της Τσικνοπέμπτης

Spread the love

Του Βαγγέλη Χατζημανώλη 

Οι αποκριές στην Λέσβο είχαν  την δική τους ομορφιά παλιά, τότε που, τα γιώταχι και τα κανάλια, τα ιντερνέτια… και τάμπλετ και όλα αυτά τα επιμελώς… μεθοδευμένα ξενόφερτα τής σημερινής καλοπέρασης και αρχοντοχωριατιάς δεν είχαν ακόμα εισβάλει βάναυσα, όχι ήπια, να κατακτήσουν όπως τώρα, την ζωή τών ανθρώπων! 

Έτσι λοιπόν, ζεστά, οικογενειακά, απλά και αυθόρμητα, γιόρταζαν την «απουκριγιά ντουν» με τα οικονομικά μέσα που διέθεταν, λίγα ή πολλά, και πάντα με κέφι και αισιοδοξία για τα παραπέρα. 

Το κατεξοχήν αποκριάτικο γλέντι σε κάποια χωριά, ήταν η «Πανιριά», «Πανεριά» απ’ το πανέρι. Συμφωνούσαν και προγραμμάτιζαν δυο-τρεις-τέσσερες οικογένειες σε ποιο από τα σπίτια τους θα πήγαιναν την Τσικνοπέμπτη το βράδυ να γλεντήσουν και να ξεδώσουν. 

Η Τσικνοπέμπτη είναι κατάλοιπο τών αρχαίων Βακχικών τελετών που πέρασε κι αυτό μετά, μέσα στα χριστιανικά έθιμα και παραδόσεις. Και Πέμπτη διότι, αυτή μεσολαβεί ανάμεσα σε Τετάρτη και Παρασκευή που ήταν και είναι πάντα ημέρες νηστείας, αλλά και η Κυριακή που ακολουθεί θεωρείται η τελευταία ημέρα τής εβδομάδας κρεοφαγίας (Απόκρεω – από και κρέας, αποχή απ’ το κρέας) για την σταδιακή προσαρμογή στα τυροκομικά εδέσματα της Τυρινής και μετά στην νηστεία της Καθαρής Εβδομάδας και Σαρακοστής. Υπάρχει και μια άλλη εκδοχή, η Τσικνοπέμπτη να συμβολίζει την «ευφορία της γής» για την νέα χρονιά και γι’ αυτό γινόταν κατάλυση «κόκκινου κρέατος» και «κόκκινου  κρασιού»!

Τα αποκριάτικα εδέσματα και γλυκίσματα ιδίως την εβδομάδα τής Τυρινής ήταν οι «γκιουζλιμέδις, οι τυρόπτις, κουλουτσθόπτις, τα ρζόγαλα», ενώ την Τσικνοπέμπτη οι «λουκμάδις» λουκουμάδες.

Οι νοικοκυρές κάθε μιά έφτιαχναν τα διάφορα «μεζεκλίκια» τους, τα έβαζαν στις «τασόπτσις», ένα είδος τάπερ ας πούμε σήμερα με πολλές θήκες η μια πάνω στην άλλη, ή στις «καστανιές» το ίδιο κι αυτές, ή «ταμπακάδις» κι όποιο άλλο σκεύος, τις τοποθετούσαν μέσα σε μεγάλο πανέρι για την μεταφορά, κι έτσι ξεκινούσαν όλοι μασκαρεμένοι ή όχι, την προκαθορισμένη ώρα με τα πανέρια αγκαλιά για το σπίτι τού γλεντιού τής «Πανεριάς». Έβαζαν τα μεζεκλίκια πάνω στους «σοφράδες», αραδιάζονταν ένα γύρω κατάχαμα στις πεντακάθαρες κουρελούδες και καρπέτες και σε μαξιλάρια αναπαυτικά και άρχιζαν το γλέντι τσουγκρίζοντας τα ποτήρια με το ρακί ή κρασί, ανταλλάσσοντας ευχές και φιλοφρονήσεις. Τα ανέκδοτα και τα αδιάντροπα και τα τσατίσματα είχαν την ασυλία τους τέτοιες στιγμές. Το κέφι έφερνε και το τραγούδι κι απέ και τον χορό, πάνω στον ήχο και τον ρυθμό τής κιθάρας ή τού μαντολίνου κι ακόμα καλύτερα τού γραμμόφωνου, πρόδρομου τού πικ-απ. Κι αν δεν υπήρχαν αυτά, ε στην ανάγκη είδος κρουστού ήταν και ο άδειος ο γκαζοτενεκές να κρατά τον ρυθμό, όπως και η «ντραμπούκα», τουμπερλέκι πήλινο λεσβιακής κατασκευής. Στο φαρδύ στόμιό του τοποθετούσαν φρέσκια χωρίς τρίχες προβιά λαγού, την έδεναν γερά ένα-γύρω που όταν στέγνωνε καλά, ξεραίνονταν, τσίτωνε όπως στο τύμπανο.

Μείνετε ενημερωμένοι με τα πιο σημαντικά νέα

Πατώντας το κουμπί Εγγραφή, επιβεβαιώνετε ότι έχετε διαβάσει και συμφωνείτε με τηνΠολιτική Απορρήτου και τουςΌρους Χρήσης
Διαφήμιση