Του Στρατή Αθανάση, επίτιμου Σχολικού Συμβούλου
Ο φετινός Αύγουστος για μας τους Γεραγώτες δεν ήταν μόνο ο μήνας της «θερινής ραστώνης» και της γιορτής της Μεγαλόχαρης. Ήταν και ο μήνας που είχαμε ενδιαφέρουσες εκδηλώσεις στον τόπο μας που αφορούσαν παρουσιάσεις βιβλίων.
Μια τέτοια εκδήλωση έγινε στο Μουσείο Βρανά στις 10/08/2024, όπου παρουσιάστηκε από καταξιωμένους ομιλητές το βιβλίο του Παναγιώτη Ψαριανού «Πίτσα Μυτιληνέζα». Τελικά αποδείχτηκε ότι η αίθουσα εκδηλώσεων του Μουσείου ήταν πολύ μικρή για να χωρέσει όλους όσοι παρευρέθησαν. Μέσα λοιπόν σε αυτή την ασφυκτικά γεμάτη αίθουσα τρεις εξαίρετοι επιστήμονες, συγγραφείς και λόγιοι προσπάθησαν να αναδείξουν το περιεχόμενο του βιβλίου και το νόημα των διηγημάτων αυτών.
Οι ομιλητές ήταν:
- Αγγελική Ράλλη, καθηγήτρια Γλωσσολογίας του Πανεπιστημίου Πατρών.
- Γιάννης Παπάνης, Φιλόλογος – Συγγραφέας
- Γιάννης Χατζηβασιλείου, Φιλόλογος – Συγγραφέας
Την παρουσίαση έκλεισε ο Παναγιώτης Ψαριανός, με αναφορά στην ουσία και την περιπέτεια του έργου του, ώσπου να δημιουργηθεί.
Οι κύριοι Παπάνης και Χατζηβασιλείου, πιστοί υπηρέτες της γραφής και του λόγου, με πλούσια συγγραφική δράση, παρουσίασαν τον συγγραφέα και εξήραν το έργο του τονίζοντας την αξία του και μάλιστα, όταν ένα τέτοιο πόνημα έρχεται στο φως από έναν τεχνοκράτη, όπως είναι ο Παναγιώτης Ψαριανός.
Βέβαια στο ευρύ κοινό είναι γνωστό ότι ο Παναγιώτης Ψαριανός δεν είναι πρωτόγνωρος στον πνευματικό κόσμο αφού έχει εκδώσει πολλές ποιητικές συλλογές με εγκωμιαστικά σχόλια από καταξιωμένους πνευματικούς ανθρώπους,αλλά και πολλά άρθρα του έχουν φιλοξενηθεί στον ντόπιο και αθηναϊκό Τύπο.
Εμείς στο σημερινό άρθρο θα αρκεστούμε στην εισήγηση της κυρίας Ράλλη, η οποία ανέλυσε τα διηγήματα και από την άποψη της γλωσσολογίας.
Μας αναφέρει λοιπόν η κυρία Ράλλη:
«Η περίπτωση του Παναγιώτη Ψαριανού είναι ξεχωριστή, μοναδική. Μέσα από τις ιστορίες του βιβλίου του Πίτσα Μυτιληνέζα, μεταφερόμαστε σε ένα γεραγώτικο περιβάλλον μιας άλλης εποχής, όχι και τόσο μακρινής. Το έργο του μας κάνει να συμμετάσχουμε στην καθημερινή ζωή της κοινωνίας του Παλαιόκηπου, μας κάνει κοινωνούς των ασχολιών, συνηθειών, παραδόσεων και αντιλήψεων των κατοίκων. Η καταγραφή των γεγονότων είναι τόσο ζωντανή, σε βαθμό που εκπλήσσει. Περιγράφει τα πάντα λες και έγιναν χθες, ή λες και γίνονται σήμερα. Και ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι πως πρόκειται για γεγονότα που αναφέρονται σε ανθρώπους της διπλανής πόρτας, στον μικρόκοσμο της γειτονιάς, του χωριού. Όλα παρουσιάζονται σαν μέσα από μεγεθυντικό φακό. Προβάλλονται συμπεριφορές, φόβοι και πάθη, τα καλά και τα κακά μιας ολόκληρης κοινότητας που είναι αυτή της γενέθλιας γης του συγγραφέα, της εποχής των παιδικών χρόνων και της εφηβείας του. Κάθε περιστατικό είναι και μια μικρή αυτόνομη ιστορία, ξεχωριστή και αλλιώτικη σε περιεχόμενο από τις άλλες. Η λογική που διέπει όλες τις ιστορίες είναι μία: Να μπούμε στο σπίτι, να συμμετάσχουμε στις οικογενειακές, κοινωνικές και ερωτικές σχέσεις των κατοίκων του χωριού, να γίνουμε γνώστες της αθωότητας, της καλοσύνης, αλλά και της πονηριάς και της σκληρότητάς τους. Νοερά βλέπουμε εικόνες τόσο από τον οικισμό όσο και από τη γη και τη θάλασσα, ακούμε φωνές, διεισδύουμε βαθιά στον ψυχικό κόσμο των πρωταγωνιστών των επεισοδίων, γνωρίζουμε τα συναισθήματα και τις σκέψεις τους, αφού, όπως λέει ο Παναγιώτης Ψαριανός στον πρόλογό του, «με αυτά πλάστηκε η ψυχή μου». Η εξιστόρηση των γεγονότων γίνεται εύστοχα με ρεαλισμό, με χιούμορ, και συχνά με καυστικό τρόπο. Αποκαλύπτονται αλήθειες, οι οποίες καθορίζουν τη ζωή των ανθρώπων, οι οποίοι συχνά βιώνουν τις συνέπειες μιας αρκετά σκληρής πραγματικότητας.
Τόσο ο περιβάλλων χώρος, όσο και τα πρόσωπα περιγράφονται αναλυτικότατα ως προς την εξωτερική εμφάνισή τους, αλλά και εσωτερικά, με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους γνωρίσματα, ώστε ο αναγνώστης, μέσα σε λίγες γραμμές, τους γνωρίζει και τους κατανοεί, έχει την πεποίθηση ότι δεν του αποκρύπτεται τίποτα.
Ο Παναγιώτης Ψαριανός καταφέρνει όμως να μην πλατειάζει με ανούσιες περιγραφές ηθών και εθίμων, αφού η εσωτερική δύναμη κάθε περιστατικού δεν είναι το εθιμικό περιτύλιγμα, αλλά η ίδια η υπόθεση, οι σύντομες διευκρινίσεις που δίνονται σε τρίτο πρόσωπο, ή οι διάλογοι, οι εκπληκτικοί μονόλογοι, και τέλος, η γλώσσα στην οποία έχει συνταχθεί το κείμενο.
Μιλώντας τώρα για τη γλώσσα, ο Παναγιώτης Ψαριανός παραλαμβάνει αυτούσιο τον ανόθευτο, γνήσιο και αστείρευτο πλούτο της γεραγώτικης ντοπιολαλιάς και συνθέτει ένα λογοτεχνικό έργο. Πρόκειται για μια λεσβιακή ντοπιολαλιά που χρόνια τώρα εκπλήσσει τους ερευνητές με την ενδιαφέρουσα μορφή μέσα από την οποία εκφράζονται τα διάφορα νοήματα, που τους εκπλήσσει με την απαράμιλλη αντοχή της ενάντια στην επίδραση της Κοινής Νεοελληνικής, που πανελληνίως επιβάλλεται στους διαλεκτόφωνους, αφαιρώντας τους το δικαίωμα να εκφραστούν στη γλώσσα του τόπου τους, στη γλώσσα δηλαδή που αποτελεί μέρος της δικής τους ιδιαίτερης ταυτότητας.
Και τι δεν θα μπορούσε να εντοπίσει κανείς στη συλλογή διηγημάτων του Παναγιώτη Ψαριανού. Έναν πραγματικό θησαυρό για τον ερευνητή, ο οποίος ευαισθητοποιείται σε θέματα γλώσσας. Για πολλή ώρα θα μπορούσα να απαριθμώ φαινόμενα και λέξεις που εμάς τους γλωσσολόγους μας προκαλούν να ερευνήσουμε σε βάθος τα Γεραγώτικα φαινόμενα και λέξεις που κάνουν τον ανυποψίαστο ελληνόφωνο ομιλητή να συνειδητοποιήσει πόσο πλούσια είναι η διαλεκτική έκφραση, η ποικιλότητα της οποίας δεν υπάρχει και δεν πρόκειται να υπάρξει στην τυποποιημένη Κοινή Νεοελληνική.
Όλες αυτές οι λέξεις, όλα αυτά τα φαινόμενα μπορεί μερικές φορές να προκαλούν το γέλιο, έτσι όπως δίνονται στα σύντομα διηγήματα, σας διαβεβαιώνω όμως ότι αυτά που σας ανέφερα, μαζί με εκατοντάδες άλλα που περιέχονται στο έργο, έχουν εξαιρετικό διαλεκτολογικό ενδιαφέρον. Αξίζει να καταγραφούν για να διασωθεί το εξαιρετικό διαλεκτολογικό ενδιαφέρον. Αξίζει να καταγραφούν για να διασωθούν και είμαι ιδιαίτερα ευχαριστημένη γιατί το έργο του Παναγιώτη Ψαριανού μπορεί να θεωρηθεί ως ένα είδος πρώτης καταγραφής.
Το γλωσσικό υλικό στο οποίο έχουν συνταχθεί τα διηγήματα αφορά διάφορα επίπεδα διαλεκτικής έρευνας, κυρίως λεξιλογικό, μορφολογικό και μορφοσυντακτικό. Πολλά σημεία του έργου προσφέρονται όμως και για κοινωνιογλωσσική μελέτη, αφού η συγκεκριμένη επιλογή των λέξεων και των εκφράσεων που χρησιμοποιούνται δεν είναι τυχαία. Εκφράζουν την ταυτότητα των προσώπων που ομιλούν, δίνουν στοιχεία του κοινωνικού τους περίγυρου, και γενικότερα αποτυπώνουν μια εύρωστη γεραγώτικη κοινωνία που αντιμετωπίζει με χιούμορ τα καλά και τα κακά. Αυτή είναι λοιπόν μια άλλη διάσταση της σημαντικής προσφοράς του έργου που πρέπει να τονιστεί. Όλα τα διηγήματα έχουν κάτι να προσφέρουν γλωσσικά και δεν αποτελούν απλώς ένα εύπεπτο υλικό με σκοπό τη διασκέδαση. Όλα περιέχουν υλικό χρησιμότατο για την επιστημονική κοινότητα. Για αυτό θεωρώ το βιβλίο του Παναγιώτη Ψαριανού πολυτιμότατη προσφορά, όχι μόνον στον κόσμο της Γέρας, όχι μόνον σ’ εμάς τους γλωσσολόγους, αλλά και στην ελληνική γλώσσα γενικότερα φανερώνει το πόσο πλούσια είναι η ποικιλία της λεσβιακής διαλέκτου, και το πόσο εγκληματική μπορεί να είναι η εξαφάνισή της χωρίς να έχει υπάρξει επίσημη καταγραφή, αφού έτσι θα χαθεί κομμάτι της πολιτιστικής μας κληρονομιάς.
Το βιβλίο δεν τιμά μόνον τη Γέρα και την παράδοσή της, αλλά στο επιστημονικό κοινό προσφέρει γνώση. Η προσφορά του Παναγιώτη Ψαριανού ας αποτελέσει φωτεινό παράδειγμα προς μίμηση, αφού φρόντισε να διασφαλίσει την καταγραφή και προβολή της καθημερινότητας του μικρόκοσμου του Παλαιόκηπου, και της εκφραστικότητας της γλώσσας του. Σε ένα γενικότερο κλίμα έλλειψης γνώσης και ενδιαφέροντος για κάθε τι διαλεκτικό, η συλλογή διηγημάτων «Πίτσα Μυτιληνέζα» αποτελεί ευχάριστη έκπληξη για την παραγωγή γραπτού λόγου της Λέσβου, ιδιαίτερα του λόγου της Γέρας. Ο Παναγιώτης Ψαριανός καταπιάστηκε με ένα πνευματικό ταξίδι που απαιτεί πάνω απ’ όλα μεράκι. Πλοηγός του η αγάπη για την ιδιαίτερή του πατρίδα, τη Γέρα, και η έγνοια να μην χαθεί η μητρική λαλιά.
Το κείμενό του συμβάλλει στο να συνειδητοποιήσουν οι απανταχού Γεραγώτες, οι Λέσβιοι, οι Έλληνες και ελληνόφωνοι γενικότερα τις αρετές της λεσβιακής διαλέκτου και τις αστείρευτες δυνατότητές της που συνδέονται με τη δική τους ταυτότητα. Το έργο του είναι πολύτιμο από κάθε άποψη, πολιτιστική, λογοτεχνική και γλωσσική. Είναι τεκμήριο μιας γλωσσικής πραγματικότητας που, αν και πολύτιμη, σβήνει χρόνο με το χρόνο. Ελπίζω να γίνει παράδειγμα για άλλες παρόμοιες διαδρομές τόσο στη Λεσβιακή όσο και σε άλλες ελληνικές διαλέκτους μέσα από τις οποίες προβάλλονται οι ανεξάντλητες δυνατότητες της ανθρώπινης γλωσσικής ικανότητας.
Τα διηγήματα συνοδεύονται από ένα ιδιαίτερα διαφωτιστικό πρόλογο και ένα χρησιμότατο λεξικό διαλεκτικών λέξεων και εκφράσεων, όπου ο Παναγιώτης Ψαριανός καταβάλλει φιλότιμες προσπάθειες να ετυμολογήσει όρους άγνωστους στο ευρύ κοινό».