«Μνάσασθαι τινα΄φαιμ’έτι κάτερον αμμέων». Η Λέσβος, το τρίτο νησί της Ελλάδας, τον 7ο π.Χ. αι. ήταν πασίγνωστη, σ’ όλο τον τότε γνωστό κόσμο, με την δέκατή της μούσα, την «Σαφφώ την Ερεσία», που δεν ξεχάστηκε ποτέ. Στους αιώνες που πέρασαν από τότε, η ομορφιά του «αγέρα που ορμά στα φύλλα της βελανιδιάς των βουνών της», έφθασε στον Οδυσσέα Ελύτη, ώστε να υμνήσει το νησί, «τον κλήρο και την εξουσία της γενιάς του», στα πέρατα του κόσμου. Η Λέσβος πάντα ήταν σταυροδρόμι του πολιτισμού, στα όρια της Ανατολής με τη Δύση. Τα «Απέναντι», γεμάτα με θραύσματα της Αιολικής διαλέκτου, έστελναν και έπαιρναν ιδέες, μουσική αρμονία, ποίηση, λογοτεχνικές ανησυχίες. Δάσκαλοι φωτισμένοι της Σμύρνης, του Αϊβαλιού, της Περγάμου, πηγαινοέρχονταν στο στενό πέρασμα, φτάνοντας και μέχρι το κλεινόν άστυ. Ο Βενιαμίν ο Λέσβιος και μετά την Μικρασιατική τραγωδία, οι Αϊβαλιώτες Φώτης Κόντογλου και Ηλίας Βενέζης ήταν μερικοί από τους φορείς της.
Στο πρώτο μισό του 20ού αι. χάραξαν τα γράμματα και τις τέχνες του νησιού τα γεγονότα του Δημοτικισμού και η σύγχρονη ύπαρξη λογοτεχνών και ζωγράφων, που ξέφυγαν από τα στενά του όρια της Λέσβου και «μπλέχτηκαν» στα δρώμενα της Πρωτεύουσας, αλλά και όχι μόνο. Το νησί συμμετέχει στην πρώτη γραμμή, με τον Αργύρη Εφταλιώτη και άλλους πολλούς, σε βαθμό που η άφιξη του Ψυχάρη σ’ αυτό, να γίνει με δημόσια υποδοχή. Με τον παιδαγωγό του «κλείστε τα σχολειά», τον Μίλτο Κουντουρά. Έντυπα, όπως η Χαραυγή, κυκλοφορούν παντού. Τότε αρχίζει να γεννιέται και η λεγόμενη «Γενιά του ‘30», η οποία μπορεί βέβαια, σύμφωνα με ορισμένους μελετητές, να μην μπορεί να χαρακτηριστεί σαν «σχολή», αφήνει όμως ανεξίτηλα σημάδια σ’ όλη την Ελλάδα.
Το παράδειγμα του Στράτη Μυριβήλη, αποτελεί το γνωστότερο δείγμα γραφής. Ξεκινώντας από την τοπική του εφημερίδα, γίνεται πασίγνωστος και στο εξωτερικό, με μεταφράσεις των έργων του. Ο Κώστας Κόντος, ο Νίκος Κάλας (Νικήτας Ράντος) και αμέτρητοι άλλοι είναι στο ίδιο μετερίζι. Ζωγράφοι, όπως ο Ορέστης Κανέλλης, οι Γεραλήδες, ο Πρωτοπάτσης, ο Στρατής Αξιώτης, προβάλλουν το νησί παντού. Η λαϊκή ζωγραφική, με αφετηρία τον «τσολιά Θεόφιλο», περνά στα παγκόσμια δεδομένα.
Η σχέση της Λέσβου με την πρωτεύουσα και η όποια επιρροή και συμπόρευση με την ιστορία των γραμμάτων, της τέχνης και των κοινωνικών αγώνων, περνά πάντα μέσα από την «μεταδημότευση» προς αυτήν των ανθρώπων της κουλτούρας και τον συνεχή επαναπατρισμό τους, στον τόπο που λάτρεψαν και δημιούργησαν στο χαρτί και στον καμβά, τις πρώτες τους ανησυχίες. Στέκια στην πρωτεύουσα λειτούργησαν πολλά (και λειτουργούν), όπου το γάργαρο νερό της Λεσβιακής Αιολικής Διανόησης, ερχόταν σε γόνιμη επαφή αλληλο-επηρεασμού με την Άττικο-Ιωνική, Αθηναϊκή Κουλτούρα. Και αυτό πιστεύω, πως συνεχίζει να γίνεται και τώρα, αν και με διαφορετικό τρόπο, μέσα στην δύσκολη εποχή που ζούμε.
Τώρα, μέσα στην ηλεκτρονική λαίλαπα και στον ατομισμό της κοινωνικής συμπεριφοράς, χάνονται τα φωτεινά σημάδια, που ίσως τροφοδοτούν υπόρρητες διασυνδέσεις και αλληλεπιδράσεις, στον πάντα υπάρχοντα και αναγκαίο για τον άνθρωπο χώρο του πνεύματος. Λείπει η κριτική και η αυτοκριτική των «εμφανών στα πράγματα διανοούμενων» και καταβυθίζονται, ευτυχώς με αρκετές εξαιρέσεις, «οι αδάμαστοι αδάμαντες» της αντίθεσης, στην μαζική κουλτούρα. Τώρα δυστυχώς είναι πολύ δύσκολο να καταμετρήσεις την επιρροή της μεγάλης εκδοτικής κίνησης νέων τίτλων από τους Λέσβιους συγγραφείς του νησιού, στα δρώμενα της Ελληνικής πνευματικής δημιουργίας. Οι τόμοι των Εταιρειών Λεσβιακών και Αιολικών μελετών και του Λεσβιακού Ημερολογίου, με πάμπολλες σημαντικές εργασίες, τα εκδιδόμενα βιβλία (και στην πρωτεύουσα), η εικαστική προσφορά (π.χ. του Μανώλη Καλιγιάννη, του Στρατή Αθηναίου, της Ηώς Αγγελή, της Μαρίας Γιαννίκου κ.ά.), σίγουρα προσφέρουν «κάτι» που ίσως δεν διακρίνεται πια, στις ροές επιρροής μεταξύ των κόσμων, του «αληθινού» και γόνιμου πολιτισμού.
Δεν διακρίνονται βέβαια πρόσωπα που κινούν νήματα τα οποία αλλάζουν την φορά του ανέμου στον πολιτισμό, όπως πριν, οι τομές έχουν αμβλυνθεί κάτω από τόνους άχρηστου τυπωμένου χαρτιού, αλλά η λεπτομερής έρευνα, σε αξιολογότατα έργα, θα μπορούσε να γίνει το υφάδι σε ένα ευρύ φάσμα πεδίων που μπορούν να συνεισφέρουν στον μεγάλο καμβά της έννοιας πολιτισμός, κάτω από την σκέπη του ανθρωπισμού που βρίσκεται στα «απειλούμενα είδη».
Πρέπει όμως να συνυπολογίσουμε και άλλες εκφάνσεις του Πολιτισμού που δρουν σαν κάποιας μορφής ραχοκοκαλιά στην «διατήρησή» του. Τα βραβεία της UNESCO, στην «Άυλη κληρονομιά της Κεραμικής Τέχνης» στους Κουρτζήδες της Αγιάσου και στο Δ. Κουβδή του Μανταμάδου, τα πολλά, σημαντικά Θεατρικά Εργαστήρια με το έργο τους στις «Συναντήσεις του Αιγαίου». Αλλά και οι τόποι, όπου φυλάσσεται, φιλοξενείται και προβάλλεται αυτή η κληρονομιά του νησιού. Από τις μοναδικές οροφογραφίες στα Αρχοντικά του νησιού, τα Ψηφιδωτά από τις αρχαίες βίλες, στα Αρχαιολογικά της Μουσεία, την «τέχνη» στα εργαλεία των παλαιολιθικών της επισκεπτών, στα Εργοστάσια της Βιομηχανικής κληρονομιάς, που μετατράπηκαν σε κοιτίδες «εξάσκησης» των πολιτισμικών δρώμενων, αλλά και της μοναδικότητας της Πετρωμένης Ζωής των Γεωλογικών του Αιώνων, στα πάρκα και στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας.
Έτσι έχουν τα πράγματα στο νησί που ζω και αγαπώ, πάντα όμως σύμφωνος με τα λεγόμενα του Enzo Traverso του «εγώ στην Ιστορία» και την πίστη μου στο ότι «η σημερινή μου βεβαιότητα θάναι ίσως η αυριανή μου αμφιβολία».
Φεβρ. 2025