Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Κοινωνιολόγου
Το ευαγγέλιο της Κυριακής (Λκ. ιε΄ 11-32) αποτελεί ακόμη ένα στάδιο της προετοιμασίας μας για τη Μ. Σαρακοστή. Αυτό που αισθανόμαστε μέσα απ’ το ευαγγέλιο είναι ότι η μετάνοια αποτελεί μια διαδικασία «επιστροφής» στην πατρική εστία και στην σχέση με τον πατέρα. Η παραβολή του «Ασώτου υιού» ή, αλλιώς, του «Σπλαχνικού Πατέρα» περιέχει όλο το πνεύμα του ευαγγελίου.
Βλέπουμε πως ο νεότερος υιός ζητά απ’ τον πατέρα του την περιουσία που του αναλογούσε, γιατί δεν είχε την ωριμότητα να καταλάβει πως την «περιουσία» τη βιώνει πραγματικά κοντά στον πατέρα. Έτσι, προτίμησε να αυτονομηθεί και να την ξοδέψει, όπως ο ίδιος ήθελε. Ο πατέρας, ως «άρχοντας ελευθερίας» και «αγάπης», επειδή ξέρει πως τίποτα καλό δεν γίνεται με τη βία, αλλά μόνο αν πάθεις και μάθεις, χωρίς διαπραγματεύσεις του δίνει την περιουσία. Αυτή η στάση του πατέρα είναι πολύ σημαντική, διότι δίνει τις προϋποθέσεις ώστε ο υιός να επιστρέψει όταν έπιασε πάτο. Αυτή η στάση του πατέρα και η ελευθερία που παρέχει στον υιό, δημιουργούν τις προϋποθέσεις «επιστροφής».
Γίνεται φανερό πως το θέμα δεν είναι να στερήσουμε την ελευθερία στον άλλον, αλλά να του δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις «ενηλικίωσής» του. Η αμαρτία είναι μια μορφή «απομάκρυνσης»: Ζω μακριά απ’ την σχέση με τον πατέρα και τον αδελφό μου. Αυτή η απομάκρυνση τι αποτέλεσμα φέρνει; Το βλέπουμε στον άσωτο: Να «πεθάνω της πείνας». Όμως, είναι γεγονός πως το «αληθινό» δεν τελειώνει ποτέ. Το «σώμα» και το «αίμα» του Θεού ποτέ δεν ξοδεύεται. Το «ψεύτικο» καταναλώνεται. Το «ψεύτικο» είναι αυτό που το βιώνω φίλαυτα και εγωκεντρικά, ξέχωρα απ’ την σχέση με τον πατέρα. Δεν μπορεί να με γεμίσει. Ουσιαστικά, αυτό κάνει η αμαρτία: Δημιουργεί μια «ψευδαίσθηση πληρότητας». Στο τέλος, οδηγεί στην «χρεωκοπία». Έτσι, προσπαθείς να γεμίσεις απ’ την «τροφή των χοίρων», δηλαδή, απ’ την «τροφή» των σαρκικών παθών.
Ο άσωτος χρεωκόπησε. Τι τον έσωσε, όμως; Ο τρόπος του πατέρα που του παρείχε ελευθερία, αλλά και τις προϋποθέσεις επιστροφής. Φυσικά, και ο ίδιος συνειδητοποίησε ότι έχει «χάσει τον εαυτό» του. Ζούσε «άσωτα». «Άσωτος», «α-σώος», είναι αυτός που δεν είναι ολόκληρος και ακέραιος. Ζούσε κομματιασμένα. Πότε ζεις έτσι; Όταν ζεις μακριά απ’ την «πηγή της ζωής», δηλαδή, το Θεό. Χωρίς αμφιβολία, σε όλους μας έρχεται αυτή η στιγμή που πρέπει ν’ αποφασίσουμε: Ή θα «πεθάνουμε» ή θα «επιστρέψουμε».
Ο άσωτος επιλέγει να επιστρέψει. Αυτό που σώζει τον άσωτο είναι η αγάπη του πατέρα που τον συντροφεύει και στη μακρινή χώρα. Παρατηρούμε στην παραβολή αυτό το εκπληκτικό: Ο μεγάλος υιός να είναι ο «σωστός» και ο «ενάρετος», αλλά αδυνατεί να βιώσει πραγματικά την σχέση με τον πατέρα και, μάλιστα, να μην τον αποκαλεί «πατέρα», αλλά «πατέρα του αδερφού» του. Αντιθέτως, ο άσωτος ναι μεν ζει στην αμαρτία, αλλά αποκαλεί στην πτώση του το Θεό «πατέρα». Άρα, αυτό που μας σώζει, τελικά, είναι η εμπειρία της αγάπης του Θεού, έστω και σε «μακρινή χώρα». Δεν δικαιολογείται η απελπισία για κανέναν άνθρωπο. Ακόμη και στον πάτο της αμαρτίας να βρισκόμαστε, δεν θα παύσουμε ν’ αποκαλούμε το Θεό «πατέρα».
Επίσης, διαβάζουμε την εξής φράση: «Μακρά απέχοντος». Δεν είναι τόσο τοπικός προσδιορισμός, όσο τροπικός. Πάντοτε ήταν παρούσα η αγάπη του πατέρα, ακόμη και στη μακρινή χώρα. Μόλις ο ίδιος ο υιός «ανοίγει ένα παραθυράκι», τότε, άμεσα βιώνει την αγάπη του Θεού. Δεν είναι ηθικό γεγονός του τύπου: «Ο Θεός είναι εύσπλαχνος και συγχωρεί», αλλά κάτι βαθύτερο: «Και στην κόλαση είναι παρούσα η αγάπη του Θεού». Μόλις εμείς επιδείξουμε διάθεση μετάνοιας, νιώθουμε την παρουσία του Θεού.
Επιστρέφει ο υιός και τον αγκαλιάζει ο Θεός-πατέρας. Δεν μπαίνει σε διάλογο, σε λεπτομέρειες και αναλύσεις των αμαρτιών, αλλά η κίνηση και η διάθεση μετράει. Δεν ζητάει εξηγήσεις για τίποτα, αλλά τον ενδιαφέρει μόνο να σωθεί ο υιός του. Τι γίνεται μετά; Στήνεται πανηγύρι. Του δίνεται η «πρώτη στολή» του βαπτίσματος, τα υποδήματα για ν’ ακολουθήσει την «οδό της αρετής», το δακτυλίδι του αρραβώνα που είναι η προετοιμασία για το γάμο, που θα συμβεί στη μέλλουσα ζωή. Στήνεται το πανηγύρι της Θείας Λειτουργίας.
Βλέπουμε πως ο Θεός δεν κάθεται μ’ ένα «τετράδιο» να δει τις αμαρτίες μας και να δει τι ποινή θα μας βάλει. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως, ίσως, μας βολεύει η ποινή, για να νιώθουμε μια αυτό-δικαίωση και ότι «ξεχρεώνουμε». Ο Θεός-πατέρας, όμως, κάνει κάτι άλλο: Δίνει στον υιό του την πληρότητα της χαράς. Αν δεν πιστέψουμε σ’ αυτή την αγάπη, δεν μπορούμε να ζήσουμε και να ωριμάσουμε. Θα έχουμε αυτή την ανωριμότητα του μεγάλου υιού. Ο μεγάλος υιός νόμιζε πως η σχέση είναι υπόθεση «συναλλαγής» με τον πατέρα.
Δεν είναι τυχαίο πως δεν πάει να δει τι πανηγύρι έχει στηθεί. Αντιθέτως, στέλνει άλλους. Γιατί; Διότι όταν δεν έχεις «καθαρή» και αληθινή σχέση, θέλεις διαμεσολαβητές και μπαίνεις σε διαπραγμάτευση. Η μετάνοια, όμως, δεν είναι διαπραγμάτευση, αλλά είναι συνάντηση. Η απόδειξη του ανθρώπου που δεν ζει και δεν έχει περιεχόμενο μέσα του, είναι η οργή. Οργίζεται ο μεγάλος υιός. Ο πατέρας, όμως, ξέρει τι κάνει. Αν αγκάλιαζε το μεγάλο υιό, θα του μεγάλωνε την οργή και την κόλαση. Ο άνθρωπος του «νόμου» και του «τύπου» δεν ξέρει από αγκαλιές.
Ταυτόχρονα, παρατηρούμε πως τον αδελφό του τον αποκαλεί «ο γιος σου» και όχι «ο αδερφός μου». Όταν ο άνθρωπος είναι «κλεισμένος» στην αυτό-δικαίωσή του, τότε, δεν υπάρχουν σχέσεις. Αυτή είναι η κόλαση του αυτό-δικαιωμένου ανθρώπου. Η μεγαλύτερη κατάντια είναι να βρίσκεσαι στην «πατρική οικία», να είναι κάθε μέρα «πανηγύρι» και να μην καταλαβαίνεις τη χαρά που υπάρχει. Τον καλεί ευγενικά ο πατέρας να εισέλθει στο πανηγύρι. Του λέει: «Ήταν νεκρός και έζησε, χαμένος και βρέθηκε».
Στην παραβολή δεν ξέρουμε ποια είναι η συνέχεια. Δεν ξέρουμε αν μπήκε ή όχι ο μεγάλος υιός στο πανηγύρι επιστροφής του ασώτου. Γιατί; Διότι οι κουβεντούλες δεν οδηγούν πουθενά. Έχει να κάνει με το πώς εμείς τοποθετούμαστε απέναντι στην σχέση μας με τον πατέρα. Αυτό που μένει, λοιπόν, είναι η ελπίδα ότι την Κυριακή δεν θα διαβάσουμε την παραβολή του «ασώτου υιού», αλλά του «σπλαχνικού πατέρα». Αυτή είναι η χαρά μας και η δόξα της Εκκλησίας. Ούτε η αρετή μας, ούτε τα έργα μας, αλλά η αγάπη του Θεού.