ΠΑΛΙΑ ΛΕΣΒΙΑΚΑ ΕΘΙΜΑ ΤΩΝ ΗΜΕΡΩΝ ΑΥΤΩΝ: Από την Καθαροβδομάδα στην Λαμπροβδομάδα! (Γ’ μέρος – Τελευταίο) 

Spread the love

Από τον Βαγγέλη Χατζημανώλη

Μεγάλο Σάββατο. «Ανάστα ο θεός κρίνων την γην…»! Αυτό το αναστάσιμο μήνυμα κατά την πρωινή Θεία Λειτουργία (τού Μεγάλου Βασιλείου), που ξεχύνονταν από την εκκλησία,  πλημμύριζε τις καρδιές των ανθρώπων με αισθήματα χαράς και αισιοδοξίας και το όλο κλίμα στο κάθε χωριό έπαιρνε άλλη όψη, φωτεινή, γιορταστική, θέτοντας όλους σε εγρήγορση και ασυγκράτητη λαχτάρα ν’ ακούσουν το βράδυ το «Δεύτε λάβετε φως…» και το «Χριστός Ανέστη»!

Παιδιά και νεαροί εφοδιασμένοι από μέρες τώρα με τα απαραίτητα αναστάσιμα πυρομαχικά… δεν άντεχαν να περάσουν οι ώρες να υποδεχτούν τα μεσάνυχτα τον Αναστάντα Κύριο και να κατατροπώσουν τον θάνατο και τους σταυρωτές Του!

Έτσι μετά την απόλυση της πρωινής Θείας Λειτουργίας, τα «μπαμ-μπουμ» στον αυλόγυρο της εκκλησίας και στους δρόμους έπαιρναν κι έδιναν! Ειδών-ειδών τα σύνεργα και τα είδη τού κρότου, ανάλογα και με την ηλικία. «Πιστουλέλια με καψούλια» σε χάρτινη ταινία, και «στρακαστρούκις» και «πατλάτσα», ακίνδυνα για μικρά παιδιά, όπως «πιστουλέλια μι φιλλοί» (φελλούς) πιο εκσυγχρονισμένα για μεγαλύτερα παιδιά, για δε τους νεαρούς και μεγαλύτερους, τα «βαριλότα» και τα περίφημα «κλειδιά» ως και άλλοι αυτοσχέδιοι μηχανισμοί, εκρηκτικά μείγματα από αμμωνίες, μπαρούτι, ξυσμένα σπίρτα και άλλες συνθέσεις, που γινόταν και πρόξενοι τραυματισμών και ακρωτηριασμών σε δάχτυλα…

Τα «κλειδιά», εφεύρεση κι αυτά των νεαρών της εποχής τότε, ήταν μεγάλα χοντρά κλειδιά σε αυλόπορτες ή σε κατώγια, με βαθιά τρύπα (θηλυκά που λέμε) την οποία την γέμιζαν μέχρι τα μισά με εκρηκτικό μείγμα δικής τους επινόησης. Στην τρύπα έχωναν εφαρμοστά ένα ίδιας διαμέτρου στρογγυλό σίδερο, μάκρος 10-15 εκατ. ή ένα μεγάλο χοντρό καρφί από το κεφάλι μεριά για να πιέζει το μείγμα.

Κρατώντας το κλειδί με το χέρι το χτυπούσαν με δύναμη πάνω σε πέτρα στον τοίχο και η έκρηξη ήταν εκκωφαντική ανάλογα με το μέγεθος τού κλειδιού, που πολλές φορές οι πιο ζωηροί και θαρρετοί… το αντικαθιστούσαν με χοντρό σωλήνα, «τούμπο». Τον λόγο πια είχε η τύχη… αν δεν θα άντεχε το κλειδί και έσκαγε!…

Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, για μερικά χρόνια, μεγάλη πέραση και διάδοση είχαν οι πλάκες από μπαρούτι. Αυτές ήταν κόκκινες, πράσινες, καφέ, κίτρινες πλάκες σαν ελάσματα πλαστικά, μάκρος 15-20 εκατοστών, πλάτος 3-5 εκ. και πάχος 2-3 χιλιοστά, οι οποίες χρησιμοποιούνταν μάλλον για γέμιση σε όλμους ή κανόνια, από τους Γερμανούς και φεύγοντας αυτοί, άφησαν εδώ μεταξύ των άλλων και ποσότητες τέτοιων πολεμικών υλικών και ειδών. Αυτές οι πλάκες που κρυφά-φανερά… πουλιούνταν, όταν έτριβες μία με την άκρη της, επάνω σε πέτρα έντονα να πυρώσει, άναβε και λαμπάδιαζε σαν βεγγαλικό, καίγονταν γρήγορα αλλά όχι απότομα, όταν όμως την έξυνες σε ρινίσματα, ή ψιλοκομμένα κομματάκια γινόταν γέμιση για βαρελότο, αλλά και γέμιση σε άδειο μεγάλο κάλυκα… πολεμικού όπλου, γκρα, μάνλιχερ, κ.λ.π.. Να σημειωθεί ότι τότε στην περίοδο αυτή τού πολέμου, της κατοχής και τού εμφύλιου, το πολεμικό πνεύμα και στα παιδιά ακόμα ήταν έντονο δυστυχώς, και επόμενο ήταν τα αγόρια ιδίως να καταγίνονται με τέτοιου είδους ενασχολήσεις και τεχνάσματα.

Έτσι, λοιπόν, έφτιαχναν από χοντρό σανίδι ομοίωμα κανονικού όπλου, προσεγμένο, καλοφτιαγμένο, (καμάρωνε ο καθένας για το δικό του) και στην άκρη για κάνη προσάρμοζαν καλά στερεωμένο τον κάλυκα, ο οποίος στο πίσω άνω μέρος είχε τρύπα που έβαζαν μια ακίδα, ένα ψιλό κομματάκι πλάκας μπαρουτιού, την λεγόμενη «φάλια». Γέμιζαν τον κάλυκα μέχρι τα μισά με μπαρούτι, έβαζαν από μπαμπάκι μια τάπα και το υπόλοιπο του κάλυκα το συμπλήρωναν με σκάγια και μετά τάπα. Ο ένας που κρατούσε το όπλο σημάδευε τον στόχο, κι ο άλλος στο πλάι με ένα κάρβουνο αναμμένο έβαζε φωτιά στην «φάλια» και γινόταν η εκπυρσοκρότηση! Μ’ αυτόν τον τρόπο σκότωναν και πουλιά για μεζέ… Το τερπνόν μετά του ωφελίμου! Ήταν κάτι ανάλογο με τα καριοφίλια. Και τα σκάγια κι αυτά εγχώριας… επινόησης, διότι αγοραστά τότε πού και πώς να βρεθούν «οι παράδις» χρήματα! Έλιωναν μολύβι σε ένα μικρό δοχείο και όπως ήταν ρευστό, το άδειαζαν γρήγορα σε άλλο τενεκεδένιο (από κονσέρβα ή ό,τι άλλο) τρυπημένο στον πάτο με πολλές ψιλές τρύπες σαν σουρωτήρι και καθώς έτρεχε το μολύβι από τις τρυπίτσες έπεφτε μέσα σε άλλο δοχείο με νερό, που στην επιφάνειά του έπλεε λάδι. Το μολύβι πέφτοντας μέσα ψύχονταν σε ψιλά σκάγια! Σε έλλειψη μολυβιού έλιωναν κομμάτια και από τσίγκους που τοποθετούσαν πάνω από τις πόρτες ή αλλού για την βροχή. Αυτά περί αναστάσιμου μπαμ-μπουμ!

Μεγάλο Σάββατο βράδυ πια, η κάθε εκκλησία ήταν κατάμεστη από πιστούς με τα καλά τους, με χαρωπά πρόσωπα, τις λαμπάδες στο χέρι και τους «σαμάδες» (αυτοί ήταν άσπρο σαν χοντρός σπάγκος τυλιγμένο κερί, σε σχήματα, άστρο, καρδιά, σταυρό, που ξετυλίγοντάς το λίγο-λίγο κάθε βράδυ, το κρατούσαν οι γυναίκες, σβήνοντάς το μετά το τέλος της κάθε ακολουθίας, και έτσι περνούσαν όλη την Μεγαλοβδομάδα). Ολοφώτιστα τα κηροπήγια, τα κανδήλια και οι πολυέλαιοι (όλα με λάδι εννοείται, διότι εκτός από την πόλη ο ηλεκτρισμός ήρθε μετά στα χωριά).  Συνωστισμός… και στα ψαλτήρια, όπως και τις άλλες βραδιές, από χορωδούς της προσκολλήσεως «εν τω ψάλλειν» και δη… πρίμα-σιγόντο με την όποια μελωδικότητά τους. «Κύματι θαλάσσης τον κρύψαντα πάλαι διώκτην τύραννον…»!

Σε ανυπομονησία όλοι ώσπου ν’ανοίξει η Ωραία Πύλη και «Δεύτε λάβετε φως εκ τού ανεσπέρου φωτός…» και μετά η εικόνα της Ανάστασης στο πλάι της Ωραίας Πύλης, όπου σε κάποια χωριά όπως στην Φίλια, ακολουθούσε η πατροπαράδοτη δημοπρασία!… «Η Ανάσταση… είκοσι δραχμές»… «Πενήνταα!…»  φωνή απ’ το εκκλησίασμα. «Πενήντα» επαναλάμβανε ο έχων τον λόγο!  «Ογδόνταα!..» άλλη φωνή, «Εκατό!…», «Εκατόν πενήντα», ώσπου κατακυρώνονταν στον πλειοδότη. 

Ευλογία γι’ αυτόν, πόθος και λαχτάρα να σηκώσει την Ανάσταση. Από ’κείνη την στιγμή στα χέρια του, στην έξοδο στον αυλόγυρο για το Χριστός Ανέστη, και την άλλη μέρα την Κυριακή στην Δευτέρα Ανάσταση περιφορά μέσα στο χωριό, τάμα ζωής, τα δε χρήματα της δημοπρασίας, ενίσχυση στο ναό! Το ίδιο γινόταν και στην Μόρια παλιότερα, αλλά μετά κάτι ανάλογο γίνεται και τώρα κατά την περιφορά της Ανάστασης στο χωριό την ημέρα της Λαμπρής, όπου σε διάφορα σημεία της διαδρομής,  περιμένουν κάτοικοι να σηκώσουν για μερικά μέτρα την Ανάσταση, ρίχνοντας τον οβολό τους, στο σακούλι ας το πούμε, που είναι δεμένο στο κοντάρι.

Μετά την απόλυση της Σαββατιανής Αναστάσιμης Λειτουργίας, όσοι… άντεξαν και έμειναν μέχρι τέλους, αλλά και όσοι μη αντέχοντας που γουργούριζε η κοιλιά τους… έφυγαν, κατά την επιστροφή και είσοδο στο σπίτι, σχημάτιζαν πάνω απ’ την πόρτα στο υπέρθυρο με την αναμμένη λαμπάδα μουτζουρώνοντας, τρεις σταυρούς, για αναστάσιμη ευλογία, και θωράκιση του σπιτιού έναντι παντός κακού!

Ακολουθούσε η πατροπαράδοτη ελαφριά σούπα από κεφάλι αρνιού ή κομματάκια κρέατος, ώστε να προσαρμοστεί κάπως ο οργανισμός να μην δεχθεί απότομα την λαμπριάτικη αυριανή… κρεατο-πανδαισία! Η μαγειρίτσα ήρθε αργότερα στην Λέσβο, όπως και η «σούβλα», τα δε φαγητά ήταν φουρνιστά με πατάτες, κοκκινιστά, ψητά παϊδάκια, συκωταριές, λεσβιακό λαδοτύρι ή κεφαλοτύρι, σαλάτες και άφθονο ντόπιο κρασί, όπως και ούζο!

Να πούμε εδώ ότι, τα βαμμένα αυγά συμβολίζουν, το μεν κόκκινο χρώμα, το αίμα του Ιησού και το χρώμα της χαράς της Ανάστασης, το δε αυγό, τον τάφο του Χριστού μέσα από τον οποίον αναστήθηκε και βγήκε η ζωή, διότι όντως το αυγό κρύβει μέσα του ζωή, που μετά από κάποιες μέρες – 21 – επώασης, βγαίνει το μικρό πουλί!

Την ίδια μέρα της Λαμπρής στήνονταν στις αυλόπορτες και σε δέντρα ψηλά των χωριών, ως και σε κάποιες γειτονιές της Μυτιλήνης και περιοχές, οι πατροπαράδοτες «Λαμπριάτικες Κούνιες» με τα γνωστά δίστιχα και τετράστιχα τραγούδια και το σχετικό φλερτάρισμα… των νεαρών προς τις νεαρές, και συνεχίζονταν και άλλες γιορτές με το «Χριστός Ανέστη», όπως «τςΑγιάς-Φουτιάς» Αγίας Φωτεινής, στην Καλλιθέα την Λαμπροπέμπτη, και την Πρωτομαγιά.

*Σημείωση: Από τις περασμένες χρονιές κι απ’ αυτές εδώ τις στήλες της εφημερίδας μας, είχαμε εξιστορήσει και άλλα πολλά και σημαντικά για το ίδιο θέμα, που τώρα τα παραλείψαμε, περιορισμένοι απλά στην εξιστόρηση και ανάλυση λεπτομερειών των συνθηκών τρόπου ζωής τότε στην τήρηση των εθίμων, ας τα πούμε ως «παραλειπόμενα» των εθιμικών δρώμενων των ημερών αυτών, ήτοι στο «κάποτε»! Και λέω «κάποτε», διότι σήμερα δυστυχώς, αμερικανοποιημένοι… και εξευρωπαϊσμένοι… και παγκοσμιοποιημένοι… πλήρως, τ’ αφήνουμε όλα αυτά να χάνονται και μόνο κάπου, κάπως, κάποια απ’ αυτά, παλεύουν να κρατηθούν κουτσά-στραβά από κάποιους ρομαντικούς και πιστούς των παραδόσεών μας! Ας είναι καλά η Ομογένεια που φεύγοντας από ’δω τότε, στην Αμερική, στην Αυστραλία κι αλλού, πήρε μαζί της και την Ελλάδα, για να κρατά πάντα εκεί στην “ξένη” μετερίζια! Εμείς μείναμε και… ψαχνόμαστε!

 

Μείνετε ενημερωμένοι με τα πιο σημαντικά νέα

Πατώντας το κουμπί Εγγραφή, επιβεβαιώνετε ότι έχετε διαβάσει και συμφωνείτε με τηνΠολιτική Απορρήτου και τουςΌρους Χρήσης
Διαφήμιση