Οι νέοι διορισμοί των εκπαιδευτικών, η έλευση των πρωτοετών φοιτητών, αλλά και η έλευση δημόσιων υπαλλήλων με απόσπαση στη Λέσβο, φέρνουν στο φως για ακόμη μια χρονιά το οξύτατο πρόβλημα που συζητείται έντονα το τελευταίο διάστημα στον τόπο μας, και αφορά στην δυσκολία εξεύρεσης σπιτιού είτε λόγω των υψηλών ενοικίων, είτε επειδή πολλά από τα υπάρχοντα σπίτια προσφέρονται προς πώληση κι όχι προς ενοικίαση.
Με αφορμή το παραπάνω, λοιπόν, ανοίγει ξανά η συζήτηση γύρω από τη λεγόμενη Golden Visa. Πρόκειται για ένα πρόγραμμα που εφαρμόζεται σε πολλές χώρες, ανάμεσά τους και η Ελλάδα. Με απλά λόγια, όποιος αλλοδαπός επενδύσει σε ακίνητα αξίας άνω ενός συγκεκριμένου ποσού (στην Ελλάδα σε πολλές περιπτώσεις το ποσό φτάνει και πάνω από τις 400.000 ευρώ) αποκτά το δικαίωμα παραμονής στη χώρα, καθώς και δυνατότητα ελεύθερης μετακίνησης εντός Σένγκεν.
Οι επενδυτές κερδίζουν μια «χρυσή» άδεια διαμονής και το πλεονέκτημα να έχουν ιδιοκτησία στην Ελλάδα, ενώ οι οικογένειές τους μπορούν επίσης να ωφεληθούν. Αξίζει ωστόσο να αναφερθεί ότι αυτό το προνόμιο δεν τους δίνει ελληνική ιθαγένεια, ούτε φυσικά, πλήρη δικαιώματα. Στο πλαίσιο των νησιών του Βορείου Αιγαίου – και συγκεκριμένα στην Λέσβο – έχουν πραγματοποιηθεί επενδύσεις μέσω του προγράμματος (φυσικά δεν φτάνουν τον αριθμό των επενδύσεων που δέχτηκε η πρωτεύουσα, η Θεσσαλονίκη αλλά και οι πιο «φημισμένοι προορισμοί»), το οποίο όμως αποτελεί μια πολύ χρονοβόρα διαδικασία.
Αυτή απαιτεί τη συνεργασία δικηγόρων και μεσιτών, καθώς και τη συγκέντρωση πλήθους νομικών – κι όχι μόνο – εγγράφων, τα οποία κατατίθενται στην Αποκεντρωμένη Διοίκηση μαζί με την αίτηση και αναμένουν έγκριση από τα αρμόδια υπουργεία. Μόλις πραγματοποιηθεί η αγοραπωλησία αλλά και η διαδικασία έγκρισης από όλα τα σχετικά υπουργεία, μόνο τότε χορηγείται η άδεια παραμεθορίου – η οποία είναι απαραίτητη για τις περιοχές όπως η Λέσβος – αλλά και η Golden Visa. Οι επενδυτές που κυρίως φτάνουν στη Λέσβο, είναι συνήθως άτομα άνω των 55-60 ετών, είτε βρίσκονται σε φάση συνταξιοδότησης, είτε έχουν ήδη βγει στη σύνταξη, και αναζητούν έναν τόπο για το υπόλοιπο της ζωής τους, συνήθως κοντά στη θάλασσα και στην φύση, με όλες τις «πολυτέλειες» που μπορεί να προσφέρει η προνομιακή θέση του νησιού.
Από την πλευρά του κράτους, το πρόγραμμα δημιουργεί έσοδα και φέρνει κεφάλαια σε μια οικονομία που συχνά τα έχει ανάγκη. Όμως, θα πει κανείς, ότι το ζήτημα δεν είναι μονοδιάστατο. Σε τοπικές κοινωνίες, ειδικά σε νησιά και παραμεθόριες περιοχές, η μαζική αγορά ακινήτων από ξένους μπορεί να ανεβάσει δραματικά τις τιμές, κάνοντας σχεδόν αδύνατη την πρόσβαση των νέων ντόπιων – ή φοιτητών και εκπαιδευτικών αντίστοιχα – σε στέγη. Ταυτόχρονα, πολλοί συζητούν και τα ζητήματα «ευαλωτότητας», καθώς τίθεται το ερώτημα τι σημαίνει για μια τοπική κοινωνία όταν κρίσιμες περιοχές «περνούν» σε χέρια ξένων, ιδιαίτερα σε ένα πλαίσιο που συνοδεύεται από γεωπολιτικές εντάσεις.
Δεν είναι τυχαίο ότι πρόσφατα ο γνωστός παρουσιαστής Τάσος Δούσης – ο οποίος το 2022 επισκέφθηκε την Λέσβο με σκοπό την προβολή του νησιού στην ελληνική τηλεόραση – σχολίασε σε ανάρτησή του «Τούρκοι ΠΑΝΤΟΥ, ξεπουλάμε και μας αγοράζουν μπιρ παρά!», ενώ τόνισε ότι «αγοράζουν τα πάντα σε Σάμο, Αλεξανδρούπολη, Χίο, τώρα και στις Κυκλάδες», φτάνοντας να κάνει λόγο για «ξεπούλημα». Προειδοποίησε μάλιστα πως «οι ανοιχτές πωλήσεις ακινήτων χωρίς ελέγχους… θα μας δημιουργήσουν πρόβλημα σε μια κρίση, για να μην πω τίποτα πιο βαρύ». Μπορεί το ύφος του να ήταν έντονο, ωστόσο αντικατοπτρίζει μια πραγματικότητα που γίνεται πλέον φανερή καθώς οι τοπικές κοινωνίες βλέπουν μέρα με τη μέρα την περιουσία τους να αλλάζει χέρια. Το «ηθικό» ερώτημα είναι ακόμη πιο δύσκολο: Πόσο εύκολα μπορεί ένας πολίτης να πουλήσει την πατρική του περιουσία για άμεσο κέρδος, όταν αυτό ίσως αλλάζει μακροπρόθεσμα το χαρακτήρα του τόπου; Και ποια ισορροπία μπορεί να βρεθεί ανάμεσα στην ανάγκη για ανάπτυξη και στη διαφύλαξη της κοινωνικής συνοχής; Η συζήτηση για τις Golden Visa δεν είναι μόνο οικονομική, είναι και κοινωνική, είναι κι εθνική. Και μένει να δούμε πώς η Ελλάδα θα σταθμίσει αυτά τα τρία πεδία.




