Της Μάρως Καραμανώλη
Οικονομολόγου, Υποψήφια Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Αιγαίου
Τον τελευταίο καιρό, δημοσιεύτηκαν αρκετές έρευνες από την ΕΛΣΤΑΤ, το ΙΟΒΕ, το ΚΕΠΕ και το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics, που αποτυπώνουν μια εικόνα μαρασμού τόσο στα κοινωνικά και οικονομικά δεδομένα της χώρας, όσο και στην ελληνική περιφέρεια.
Με την πιο πρόσφατη έρευνα, να είναι αυτή της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (31 Οκτωβρίου 2025), για τη Δημογραφία των Επιχειρήσεων για το έτος 2023, τα δεδομένα αποτυπώνουν πολλαπλά κριτικά συμπεράσματα για το παραγωγικό μοντέλο της χώρας αλλά και της νησιωτικής περιφέρειας όπου ζούμε. Η έρευνα αυτή αναδεικνύει τις αρνητικές πραγματικές επιδόσεις της ελληνικής επιχειρηματικότητας, παρά τις προεκλογικές κυβερνητικές υποσχέσεις για παραγωγική ανασυγκρότηση. Ειδικότερα, επισημαίνεται η έλλειψη προόδου σε τομείς όπως η καινοτομία, η βιομηχανία, η τεχνολογία και η αγροδιατροφή, σε αντίθεση με τη συνεχιζόμενη υπερσυγκέντρωση δραστηριοτήτων σε επαγγέλματα του τριτογενούς τομέα – όπως οι καφετέριες – που δεν συμβάλλουν στη βιώσιμη ανάπτυξη.
Θυμόμαστε χαρακτηριστικά δηλώσεις όπως: «Η Ελλάδα δεν μπορεί να γίνει χώρα των σερβιτόρων και των καφετεριών» ή «Δεν γίνεται όλη η νεολαία να ανοίγει καφετέριες».
Το 2025, τα στατιστικά επιβεβαιώνουν αυτό για το οποίο είχε προειδοποιήσει ο Ανδρέας Παπανδρέου ήδη από το 1981: «γίναμε τελικά τα γκαρσόνια της Ευρώπης» — μόνο που σήμερα είμαστε και κακοπληρωμένα.
Ας δούμε αναλυτικότερα τα δεδομένα:
Ο αριθμός των ενεργών επιχειρήσεων στη χώρα, αυξήθηκε κατά 52.200 επιχειρήσεις για το χρονικό διάστημα 2021-2023, κάτι το οποίο σαν πρώτη εντύπωση είναι θετικό.
Η ίδρυση νέων επιχειρήσεων (γεννήσεις) ενώ για τη διετία 2021-2022 παρουσιάζει αυξητική τάση κατά 26.627 επιχειρήσεις, τη διετία 2022-2023 παρουσιάζει κάμψη της τάξεως των 11.470, μόνο, νεοϊδρυθέντων επιχειρήσεων, παρά το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία το 2023 παρουσίασε ανάπτυξη 2% με το ΑΕΠ να φθάνει περίπου τα 220,3 δις ευρώ σε τρέχουσες τιμές, ταυτόχρονα μειώθηκε η ανεργία στο 11,1% από 12,4%, και γενικότερα η κυβέρνηση δηλώνει ικανοποιημένη από τις επιδόσεις αυτές.
Σε επίπεδο περιφερειών, διαφαίνεται και από τον χάρτη – infographic της ΕΛΣΤΑΤ, ότι οι περισσότερες ενεργές επιχειρήσεις βρίσκονται στην Αττική και στην Κεντρική Μακεδονία, ενώ η Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, έχει τις λιγότερες ενεργές επιχειρήσεις (κάτω από 30.000), όπως και η Ήπειρος και τα Ιόνια Νησιά.
Αξίζει να σημειωθεί πως άλλες νησιωτικές περιφέρειες (Νοτίου Αιγαίου και Κρήτης) παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ποσοστό επιχειρήσεων υψηλής ανάπτυξης συγκριτικά με το πλήθος των ενεργών επιχειρήσεων στην περιφέρειά τους (1,42% και 1,27%, αντίστοιχα). Όπως γίνεται ιδιαιτέρως αντιληπτό, η περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, απουσιάζει από τέτοιου είδους επιδόσεις. Σε αυτό το σημείο να αναφέρουμε πως επιχειρήσεις υψηλής ανάπτυξης για το 2023 είναι αυτές που απασχολούσαν 10 μισθωτούς κατά το έτος 2020 και παρουσίασαν μέση ετήσια αύξηση του αριθμού των μισθωτών άνω του 10% ετησίως. Θα θέλαμε καλές επιδόσεις σε τέτοιου είδους επιχειρήσεις στην περιφέρειά μας αλλά έχουμε μείνει με το θα…
Η επιχειρηματική δημογραφία του Βορείου Αιγαίου αντικατοπτρίζεται ως εξής: 16.534 ενεργές επιχειρήσεις (1,77%), 1.069 νέες επιχειρήσεις (6,47%) και 81 επιχειρήσεις υψηλής ανάπτυξης (0,49%), χωρίς να δίνονται επαρκή στοιχεία για το πόσες επιχειρήσεις έκλεισαν, για λόγους στατιστικής εμπιστευτικότητας αναφορικά με την προστασία της ταυτότητας των ερευνώμενων επιχειρήσεων, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Ελληνική Στατιστική Αρχή, στο υπόμνημά της.
Τα δεδομένα αυτά δικαιολογούν ταυτοχρόνως και τα στοιχεία που παρουσίασε η έκθεση του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ) και του Παρατηρητηρίου Περιφερειακών Πολιτικών (ΠΠΠ), για τις κοινωνικές και οικονομικές τάσεις στις ελληνικές περιφέρειες, όπου η περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, παρουσιάζεται ως η φτωχότερη από τις 13 συνολικά, της χώρας. Τη στιγμή που το υψηλότερο κατά κεφαλήν ΑΕΠ είχε η Αττική με 23.000 ευρώ το 2021, το Βόρειο Αιγαίου βρίσκεται τελευταίο στην κατάταξη με μόλις 11.100 ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί πως ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 32.400 ευρώ και ο αντίστοιχος εθνικός 17.000 ευρώ. Η συνεισφορά της περιφέρειας μας στο εθνικό ΑΕΠ, για το 2021, είναι μόλις 1,4% (η χαμηλότερη όλων), ενώ η προσέλκυση επενδύσεων για τη βελτίωση της παραγωγικότητας και της ανάπτυξης, για το 2020, το πιο πρόσφατο έτος για το οποίο έχουν δημοσιευτεί δεδομένα, είναι πάλι η χαμηλότερη για το Βόρειο Αιγαίο, μόλις 1,9%. Λαμβάνοντας υπόψη και τις αρνητικές επιδόσεις της περιφέρειας μας στις Εξαγωγές, όπως θίχτηκε σε προηγούμενη αρθρογραφία, με μερίδιο μόλις 0,2% στο σύνολο των ελληνικών εξαγωγών για το 2024, η περιφερειακή οικονομία των νησιωτών μας δεν δείχνει σημεία ανάκαμψης από τις κρίσεις, την ίδια στιγμή που ο πληθυσμός των κατοίκων του Βορείου Αιγαίου, συρρικνώνεται (1.368 γεννήσεις και 2.388 οι θάνατοι, το 2024).
“Η οικονομία του καφέ” και τα κακοπληρωμένα γκαρσόνια της Ευρώπης
Σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα των Nikiforos M., Missos V., Pierros Ch. και Rodousakis N., με τίτλο «Η Οικονομία του καφέ», που δημοσιεύτηκε από το Ελληνικό Παρατηρητήριο του London School of Economics (LSE), αποδεικνύεται ότι η Ελλάδα μετασχηματίζεται σταδιακά σε μια «Οικονομία των Καφετεριών». Το φαινόμενο αυτό αποδίδεται στη ραγδαία επέκταση του τομέα καταλυμάτων και εστίασης, ο οποίος περιλαμβάνει δραστηριότητες που συνδέονται με τον τουρισμό — όπως εστιατόρια, μπαρ, ξενοδοχεία, χώρους διασκέδασης και ενοικιάσεις τύπου Airbnb.
Παρά τις διαρκείς κυβερνητικές εξαγγελίες για αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου και την επιδίωξη αναπτυξιακού πλεονάσματος μέσα από τις μνημονιακές μεταρρυθμίσεις, η χώρα τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια έχει παγιδευτεί σε ένα εύθραυστο μοντέλο ανάπτυξης που βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά στον τουρισμό — με την πλειονότητα των νέων επιχειρήσεων να αφορά καφετέριες, και τον κλάδο των κατασκευών, λόγω της αυξημένης ζήτησης για ανακαινίσεις και Airbnb που συνδέεται με τη “Χρυσή Βίζα”.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να υπογραμμιστεί ότι ο κλάδος του τουρισμού και της εστίασης, προς τον οποίο έχει στραφεί σε μεγάλο βαθμό η οικονομική δραστηριότητα της χώρας, κάτι που δεν συνάδει με τις υποσχέσεις για παραγωγική ανασυγκρότηση, χαρακτηρίζεται από χαμηλή παραγωγικότητα. Σύμφωνα με τα στοιχεία για την περίοδο 2009–2023, ο μέσος μισθός στον συγκεκριμένο τομέα μειώθηκε κατά 60%, ενώ οι ώρες εργασίας αυξήθηκαν κατά 140%, εξαιτίας της εκτεταμένης μερικής απασχόλησης κατά τα χρόνια της κρίσης.
Δυστυχώς, ούτε η εθνική ούτε η περιφερειακή οικονομία κατάφεραν να στραφούν προς πιο παραγωγικούς και προσοδοφόρους κλάδους, όπως η παραγωγή και οι εξαγωγές προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής προστιθέμενης αξίας, που θα μπορούσαν να στηρίξουν τη δημιουργία καλύτερα αμειβόμενων θέσεων εργασίας αλλά και θα έδιναν μια ευκαιρία απασχόλησης στο εξειδικευμένο προσωπικό που μετανάστευσε στο εξωτερικό.
Επιπλέον, η παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας στην Ελλάδα παραμένει η χαμηλότερη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, ενώ το επίπεδο ευημερίας εξακολουθεί να βρίσκεται περίπου 5% χαμηλότερα από εκείνο του 2007, δηλαδή τα σημερινά υπερπλεονάσματα δεν φαίνεται να βελτιώνουν την καθημερινότητα του απλού πολίτη, σε σχέση με τα προ κρίσης δεδομένα.
Συνοψίζοντας, η χώρα αλλά και η νησιωτική περιφέρεια – παρά τη μακροοικονομική σταθερότητα – δεν έχει καταφέρει ακόμη να μεταβεί σε ένα παραγωγικό, εξωστρεφές και δίκαιο μοντέλο ανάπτυξης, που θα φέρει πίσω τους Έλληνες επιστήμονες που μετανάστευσαν στο εξωτερικό, τα χρόνια της κρίσης. Χωρίς στρατηγικές επενδύσεις στην καινοτομία, την τεχνολογία, τη βιομηχανία, τον πρωτογενή τομέα, τη θαλάσσια οικονομία, αλλά και τον ενεργειακό τομέα, η χώρα αλλά και η ελληνική περιφέρεια, κινδυνεύουν να παραμείνουν, όπως εύστοχα ειπώθηκε, “η χώρα των καφετεριών και των σερβιτόρων” – με χαμηλές αποδοχές και περιορισμένες προοπτικές για το μέλλον, κάτι το οποίο θα οδηγήσει στην “έξοδο” και αυτούς που επέμειναν και έμειναν τα χρόνια της κρίσης.





