ΥΠΕΡΤΑΜΕΙΟ: Μεταρρυθμιστικός θεσμός ή εργαλείο ιδιωτικοποιήσεων;

Spread the love

του Παράσχου Μανιάτη*

Το Υπερταμείο (Ελληνική Εταιρεία Συμμετοχών και Περιουσίας – ΕΕΣΥΠ) θεσμοθετήθηκε το 2016 ως δέσμευση του Τρίτου Μνημονίου. Οι δανειστές επέβαλαν τη δημιουργία ανεξάρτητου ταμείου διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας, για να εξασφαλιστεί η «αποτελεσματική αξιοποίηση» των κρατικών περιουσιακών στοιχείων. Με τον νόμο 4389/2016 ορίστηκε διάρκεια ζωής 99 έτη – ουσιαστικά δεσμεύοντας την εθνική κυριαρχία για έναν αιώνα.

Δεκάδες ΔΕΚΟ πέρασαν υπό την εποπτεία του Υπερταμείου, ανάμεσά τους και τα Ελληνικά Ταχυδρομεία (ΕΛΤΑ). Κριτικοί επισημαίνουν ότι ο θεσμός αυτός συνιστά «δομική μετατόπιση της οικονομικής κυριαρχίας», αφού οι αποφάσεις για τη δημόσια περιουσία λαμβάνονται πλέον εκτός των εθνικών οργάνων. Στον δημόσιο διάλογο χαρακτηρίστηκε ευρέως ως πράξη «εθνικής μειοδοσίας». Παρά τις κολοσσιαίες συνέπειες για τη δημόσια περιουσία και την εθνική κυριαρχία, όμως, κανείς πολιτικός δεν λογοδοτεί ή έχει τιμωρηθεί για τη δημιουργία και λειτουργία του. 

Ιστορικό και νομική βάση

Η θεσμοθέτηση του Υπερταμείου με τον νόμο 4389/2016 ήρθε ύστερα από χρόνια αστοχιών στην υλοποίηση του προγράμματος ιδιωτικοποιήσεων. Την περίοδο 2010-2015 είχε τεθεί φιλόδοξος στόχος εσόδων πενήντα δισεκατομμυρίων ευρώ από αξιοποίηση περιουσίας, που δεν επετεύχθη λόγω γραφειοκρατίας, πολιτικών συγκρούσεων και δικαστικών εμπλοκών. Πολλά περιουσιακά στοιχεία απαξιώθηκαν και η χώρα χρειαζόταν έναν σταθερό, ανεξάρτητο μηχανισμό που θα έβαζε τάξη στο χαρτοφυλάκιο, θα μείωνε την αποσπασματική λήψη αποφάσεων και θα προσέδιδε διαφάνεια. Η διάρκεια ζωής του φορέα ορίστηκε σε σχεδόν έναν αιώνα, ώστε να διασφαλιστεί συνέχεια. Παράλληλα, εισήχθησαν αυστηροί κανόνες εταιρικής διακυβέρνησης, διαδικασίες επιλογής διοικήσεων με αυξημένα φίλτρα και μηχανισμοί εποπτείας που περιορίζουν την άμεση πολιτική παρέμβαση. Με αυτά τα εργαλεία επιδιώχθηκε να μετατραπεί η διαχείριση της δημόσιας περιουσίας από πηγή διαχρονικών στρεβλώσεων σε πεδίο μετρήσιμης απόδοσης και κοινωνικής αξίας.

Δομή και χαρτοφυλάκιο

Το Υπερταμείο λειτουργεί ως εταιρεία συμμετοχών με τέσσερις πυρηνικές θυγατρικές και σειρά συμμετοχών. Στον πυρήνα βρίσκονται το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, το Ταμείο Αξιοποίησης Ιδιωτικής Περιουσίας του Δημοσίου, η Εταιρεία Ακινήτων του Δημοσίου και οι Συμμετοχές 5G μέσω του Φαιστός Fund. Το χαρτοφυλάκιο επεκτείνεται σε στρατηγικές υποδομές και επιχειρήσεις: Παραγωγή και διανομή ενέργειας, αερομεταφορές, αστικές συγκοινωνίες, ταχυδρομεία, συνδυασμένες μεταφορές και διαχείριση ακινήτων. Περιλαμβάνει, ενδεικτικά, συμμετοχές στη ΔΕΗ, στον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών, στον όμιλο ΟΑΣΑ, στα Ελληνικά Ταχυδρομεία, στη ΓΑΙΑΟΣΕ, σε κεντρικές αγορές και σε δίκτυα λιμένων και μαρίνων. Η διοίκηση ασκείται από Διοικητικό Συμβούλιο, ενώ την τήρηση των κανόνων διακυβέρνησης επιβλέπει Συμβούλιο Εταιρικής Διακυβέρνησης. Η αξία του χαρτοφυλακίου αποτυπώνεται περιοδικά, αν και η έλλειψη έγκαιρης ανεξάρτητης αποτίμησης στο παρελθόν στάθηκε αφορμή για έντονη κριτική και εύλογα ερωτήματα σχετικά με την πραγματική πρόοδο.

Κριτική και αδυναμίες

Παρά την πρόθεση εξορθολογισμού, ο φορέας δεν απέφυγε τις παθογένειες. Ορισμένες θυγατρικές παραμένουν οικονομικά εύθραυστες, με ιστορικά ελλείμματα, υψηλές ανάγκες κεφαλαίου και αργές προσαρμογές στο νέο μοντέλο λειτουργίας. Σε ορισμένα σχήματα, δικαστικές εκκρεμότητες και αποζημιώσεις πίεσαν ισολογισμούς και καθυστέρησαν επενδυτικές πρωτοβουλίες. Σημείο αιχμής υπήρξε και το κόστος συμβούλων: Οι αυξήσεις αμοιβών προσέλκυσαν έντονο δημόσιο ενδιαφέρον και ερωτήματα για την αποδοτικότητα της δαπάνης. 

Ταυτόχρονα, εκφράστηκαν αμφιβολίες για το αν υφίστανται επαρκείς μηχανισμοί διαχείρισης κινδύνων και ικανότητα ενιαίου στρατηγικού σχεδιασμού ώστε το Υπερταμείο να λειτουργήσει ως γνήσιο εθνικό επενδυτικό ταμείο και όχι μόνο ως φορέας παραχωρήσεων. Η μη ολοκληρωμένη, μέχρι πρόσφατα, αποτίμηση του συνόλου της περιουσίας τροφοδότησε επικρίσεις, καθώς οι φορολογούμενοι δεν διέθεταν σαφή εικόνα για την πορεία της αξίας. Παράλληλα, η κοινωνική αντίδραση στις παραχωρήσεις λιμένων, αεροδρομίων και μαρίνων παραμένει έντονη, με επιχείρημα ότι περιορίζεται ο δημόσιος έλεγχος σε υποδομές στρατηγικού χαρακτήρα και ότι οι τοπικές κοινωνίες δεν απολαμβάνουν πάντοτε αντισταθμιστικά οφέλη.

Μεταρρυθμίσεις και νέα εποχή

Η νομοθετική μεταρρύθμιση του 2024 επιχείρησε να απαντήσει σε αδυναμίες και να επιταχύνει τον μετασχηματισμό. Προβλέφθηκε απορρόφηση του ΤΑΪΠΕΔ, αναβάθμιση εταιρικής διακυβέρνησης με σαφέστερους ρόλους, ενίσχυση λογοδοσίας, και εισαγωγή πιο ευέλικτων συμβολαίων διοίκησης σε επιλεγμένες επιχειρήσεις, κατά τα πρότυπα της μεταμόρφωσης της ΔΕΗ. Αλλαγές έγιναν και στο χρηματοδοτικό μοντέλο παραχωρήσεων λιμένων, με μέρος των εσόδων να ανακατευθύνεται σε έργα αναβάθμισης υποδομών προς όφελος των τοπικών οικονομιών. Επιπλέον, δρομολογήθηκε η σύσταση Εθνικού Επενδυτικού Ταμείου, με στόχευση στην πράσινη ενέργεια, στις ψηφιακές υποδομές, στην κυκλική και μπλε οικονομία και σε ώριμες συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτών. Το ταμείο σχεδιάζεται ως συνεπενδυτής μειοψηφίας ώστε να μοιράζεται τον κίνδυνο, να κινητοποιεί ιδιωτικά κεφάλαια και να περιορίζει την εξάρτηση από δημοσιονομικούς πόρους. 

Σε ορίζοντα διετίας προγραμματίστηκε και λειτουργική ενοποίηση με το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, ώστε να διαμορφωθεί ένας ενιαίος επενδυτικός βραχίονας με κρίσιμη μάζα και εξειδικευμένες δεξιότητες διαχείρισης κινδύνων. Στο ίδιο πλέγμα αλλαγών εντάσσεται η ίδρυση του Ελληνικού Ταμείου Καινοτομίας και Υποδομών, με αρχικό κεφάλαιο άνω των τριακοσίων εκατομμυρίων ευρώ και τεχνική υποστήριξη διεθνούς συμβούλου. Ο σκοπός του είναι να επιταχύνει ώριμα επενδυτικά σχέδια στους άξονες ψηφιακών υποδομών, καθαρής ενέργειας, αποθήκευσης και διαχείρισης αποβλήτων, καθώς και στην μπλε οικονομία. 

Η συμμετοχή μειοψηφίας λειτουργεί ως σήμα εμπιστοσύνης και μοχλεύει ιδιωτικά κεφάλαια, ενώ η διοικητική δομή του προβλέπει σαφείς γραμμές ευθύνης και ανεξάρτητες επιτροπές επενδύσεων. Περαιτέρω, δρομολογείται η οργανική συνένωση του ΤΑΪΠΕΔ και του ΤΧΣ κάτω από κοινή ομπρέλα, ώστε να αποφευχθούν επικαλύψεις, να μειωθεί το λειτουργικό κόστος και να αποκτήσει το οικοσύστημα μια ενιαία γλώσσα κινδύνων, αποδόσεων και δεικτών επίπτωσης.

Έργα υποδομών και αξιοποίηση περιουσίας

Κεντρικό εργαλείο υλοποίησης αποτελεί η Μονάδα Στρατηγικών Συμβάσεων, η οποία ωριμάζει και προκηρύσσει έργα μεγάλης κλίμακας σε μεταφορές, ενέργεια, τουρισμό και αστική ανάπλαση. Στην πράξη δρομολογήθηκαν προγράμματα ψηφιοποίησης και χαρτογράφησης της ακίνητης περιουσίας, αξιοποιήθηκαν ιστορικά ακίνητα με νέες χρήσεις, επιταχύνθηκαν διαδικασίες για περιφερειακά αεροδρόμια και προχώρησαν συμπράξεις για εμπορευματικά κέντρα και logistics. Παράλληλα, αναπτύχθηκαν επενδυτικά εργαλεία για τηλεπικοινωνιακές υποδομές πέμπτης γενιάς και για έργα αποθήκευσης ενέργειας, με στόχο την αναβάθμιση της ανταγωνιστικότητας και την ενίσχυση της περιφερειακής συνοχής. 

Σε κάθε περίπτωση, η κριτική επιμένει ότι απαιτείται καλύτερη μέτρηση κοινωνικών αποδόσεων, ισχυρότερη ενσωμάτωση κριτηρίων περιβάλλοντος και διαβούλευση με τις τοπικές κοινότητες ώστε να ελαχιστοποιούνται οι τριβές κατά την υλοποίηση. Στο μέτωπο των έργων, ενδεικτικά παραδείγματα περιλαμβάνουν παραχωρήσεις επιλεγμένων μαρίνων με ρήτρες επενδύσεων, αναπλάσεις εκθεσιακών κέντρων με στόχο την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου και υποδομές ευφυών μεταφορών σε μητροπολιτικά κέντρα. Σε ό,τι αφορά την ακίνητη περιουσία, υιοθετούνται εργαλεία γεωχωρικής αποτύπωσης και πλατφόρμες συγχρονισμένες με το Κτηματολόγιο, με στόχο τον εντοπισμό τίτλων, βαρών και δυνατοτήτων ανάπτυξης ανά χρήση γης. Η ενοποίηση βάσεων δεδομένων θεωρείται κρίσιμη για τη μείωση του ρίσκου και την επιτάχυνση επενδύσεων, ιδίως σε περιοχές με μεγάλα χρονικά κενά τεκμηρίωσης.

Απολογισμός και οικονομικές επιδόσεις

Οι πρόσφατοι ισολογισμοί εμφανίζουν βελτίωση: Αύξηση εσόδων, αποδόσεις μερισμάτων και ισχυρότερη ρευστότητα. Σε ορίζοντα τριετίας καταγράφεται δημιουργία οργανικής αξίας, ενώ ορισμένες θυγατρικές πέρασαν από ζημίες σε λειτουργική κερδοφορία. Η Εταιρεία Ακινήτων του Δημοσίου επέκτεινε το χαρτοφυλάκιο μισθώσεων, η ΓΑΙΑΟΣΕ προχώρησε στην ωρίμανση εμπορευματικών κόμβων, τα Ελληνικά Ταχυδρομεία περιόρισαν δαπάνες και εξορθολόγισαν δίκτυο, ενώ ο όμιλος αστικών συγκοινωνιών βελτίωσε τις υπηρεσίες μέσω ψηφιακών εφαρμογών και έξυπνων συστημάτων κομίστρου. Παράλληλα, ενσωματώθηκαν δείκτες περιβάλλοντος, κοινωνίας και διακυβέρνησης, με μετρήσιμη μείωση ανθρακικού αποτυπώματος και ενίσχυση της ικανοποίησης πολιτών. 

Εξακολουθούν, ωστόσο, ανοιχτά μέτωπα: Για παράδειγμα, το βάθος της αναδιάρθρωσης στα ταχυδρομεία, το σχέδιο για τη μακροχρόνια αξιοποίηση αδρανών ακινήτων και η ανάγκη δημιουργίας ανεξάρτητου κύκλου αποτίμησης που θα δημοσιεύεται συστηματικά, ώστε να γνωρίζει ο φορολογούμενος πού ακριβώς βρίσκεται η αξία της δημόσιας περιουσίας χρόνο με τον χρόνο. Σε επίπεδο διακυβέρνησης, καταγράφεται σταδιακή υιοθέτηση διεθνών προτύπων αναφοράς, με δημοσιοποίηση στόχων και δεικτών απόδοσης ανά θυγατρική, καθιέρωση πολιτικών σύγκρουσης συμφερόντων και ενίσχυση των εσωτερικών ελέγχων. Η προσήλωση σε πλαίσια ESG δεν είναι διακοσμητική: Συνδέεται με μειωμένο κόστος κεφαλαίου, καλύτερη πρόσβαση σε διεθνείς χρηματοδοτήσεις και πιο αξιόπιστη αξιολόγηση κινδύνων. Την ίδια στιγμή, η δημόσια λογοδοσία παραμένει απαιτητική. Αναγκαία θεωρείται η τακτική, ανεξάρτητη αποτίμηση του συνόλου του χαρτοφυλακίου με διαφανή μεθοδολογία, ώστε να τεκμηριώνεται η μεταβολή της αξίας και να ιεραρχούνται προτεραιότητες.

Συμπεράσματα

Το Υπερταμείο αποτελεί θεσμική απάντηση σε ένα πραγματικό πρόβλημα: Τον κατακερματισμό της διαχείρισης της δημόσιας περιουσίας και την αναποτελεσματικότητα που χαρακτήρισε παλαιότερες δεκαετίες. Η προτυποποίηση διαδικασιών, η ενιαία στρατηγική και η ενσωμάτωση κριτηρίων διακυβέρνησης συνιστούν πρόοδο. Όμως, ο θεσμός θα κριθεί τελικά από την ποιότητα των επενδύσεων, την ικανότητα προσέλκυσης ιδιωτικών κεφαλαίων χωρίς έκπτωση στη διαφάνεια, την κοινωνική αποδοχή και την πειστική απόδειξη ότι η αυξημένη ευελιξία δεν οδηγεί σε απώλεια δημόσιου ελέγχου. Αν επιτευχθεί ο στόχος να λειτουργήσει ως σύγχρονο εθνικό επενδυτικό ταμείο, το Υπερταμείο μπορεί να γίνει πυλώνας ανάπτυξης, καινοτομίας και ανθεκτικότητας. Αν όχι, θα παραμείνει ένα αμφιλεγόμενο αποτύπωμα της μνημονιακής περιόδου, συνδεδεμένο περισσότερο με ιδιωτικοποιήσεις παρά με βιώσιμη δημιουργία αξίας.  

*Ο Παράσχος Μανιάτης είναι  καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, κάτοχος 5 διδακτορικών διπλωμάτων από Σουηδικά και Αμερικανικά Πανεπιστήμια στους κλάδους: Logistics για Μηχανικούς, Μάνατζμεντ για Μηχανικούς, Οικονομικά & Χρηματοοικονομικά, Πολιτικές Επιστήμες & Δημόσιες Σχέσεις και Μαέστρος Μουσικής. Δίδαξε 41 χρόνια σε 9 δημόσια Πανεπιστήμια και 3 ιδιωτικά Πανεπιστήμια σε έξι χώρες

Μείνετε ενημερωμένοι με τα πιο σημαντικά νέα

Πατώντας το κουμπί Εγγραφή, επιβεβαιώνετε ότι έχετε διαβάσει και συμφωνείτε με τηνΠολιτική Απορρήτου και τουςΌρους Χρήσης
Διαφήμιση