Καρσί είναι το σπίτι σου. Το βρήκα λιόλουστο τούτο το Σεπτέμβρη. Σαν και τότες που ‘φυγες πορεία ανάστροφη, πιστός στις ρίζες. Ανατολικά…
Το βρήκα… έτσι μου είπαν ποιητή, πως ετούτο ήτανε το δικό σου σπίτι. Με μια επιγραφή που ‘λεγε SATILIK. Πουλιέται το σπίτι σου Ηλία. Και τα τριάκοντα αργύρια της προδοσίας δεν φτάνουν σε κάποιους να σπεύσουν να το αγοράσουν. Έτσι για την ιστορία και μόνο.
Στο δρόμο της επιστροφής θυμήθηκα το λόγο, τις σαρμουσακόπετρες για σκαλοπάτια και τα στρογγυλά σκαλοπάτια της Αγιατριάδας. Και κατάλαβα.
Μα να στο ξομολογηθώ Ηλία, σαν πόνεσα για το πώς κατάντησε η εκκλησιά έκατσα και ξαπόστασα στα σκαλοπάτια του σπιτιού σου κι ας μην ήξερα. Έγλυψα τον ιδρώτα που έσταζε στο πανωχείλι μου από το κούτελο, και θέλησα τόσο πολύ να ανάψω ένα τσιγάρο. Πρώτη φορά τόσο πολύ από τη μέρα που το πέταξα… Έτσι, για να κάτσει η ανατριχίλα από την εκκλησιά που ‘γινε σκουπιδοτενεκές, για τις εικόνες που ασβεστώθηκαν, για τον αγέρα που ‘χε βαρύνει την καρδιά και την έκανε να αλυχτά χτυπώντας στην πλάτη…
Το έζησα που λες το σπίτι σου. Μπεζ με καφετιά κανάτια, σαρμουσακόπετρες με χρώμα αναμεταξύ στο καφέ και στο κόκκινο, το σαχνισίνι και την πόρτα που ξύλινη απαντέχει ακόμα.
Τι να απαντέχουν άραγε τα σπίτια μας Ηλία; Τι άλλο από τη λαλιά που τα ανάθρεψε κι ένα γιασεμί στην πόρτα; Ένα γιασεμί γιατί σ’ όλη την Αιολίδα δεν βρίσκεις ούτε ένα…
Ποιητή, 95 χρόνια μετά, σε χαιρετώ. Με την εικόνα του Αϊβαλιώτικου σπιτιού σου καρσί στη ρημαγμένη Αγιατριάδα, πάνω από την κοντραμπατζίδικια Παναγιά των ορφανών… Μέρα που ‘ναι, μέρα που καταπώς φαίνεται εδώ στο νησί την ξεχάσαν όλοι, χαιρέτα μου τους πατριώτες εκεί που ‘σαι. Και σαν δεις καμία μέρα κανέναν απ’ τους Αγιούς μας, πες του πως από τάματα κατά πώς ξέρω πάνε καλά. Από τις υποσχέσεις τους όμως χορτάσαμε…