Ο Μιχάλης Μυρογιάννης στην προτομή του οποίου στην είσοδο του πάρκου της Αγίας Ειρήνης θα καταθέσουν σήμερα το μεσημέρι στεφάνια οι εκπρόσωποι των τοπικών φορέων και το βράδυ θα καταλήξει η καθιερωμένη πορεία των σωματείων, αποτελεί σημείο αναφοράς για όλη την Ελλάδα ως προς τον στυγνό τρόπο δράσης της χούντας στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Ιδιαίτερα για τους κατοίκους της ιδιαίτερης πατρίδας του της Λέσβου ο Μυρογιάννης εκφράζει την ψυχή των γεγονότων εκείνης της περιόδου, με το αυθόρμητο ανθρώπινο ποτάμι των φοιτητών που όρθωσαν το ανάστημά τους στο φασιστικό καθεστώς και πότισαν με το αίμα τους το σπόρο της Δημοκρατίας για μια ελεύθερη Ελλάδα.
Σήμερα ο Μιχάλης Μυρογιάννης θα ήταν 64 ετών. Ενδεχομένως οικογενειάρχης, ίσως επιτυχημένος επαγγελματίας, σίγουρα όμως δεν είχε την ευκαιρία να ζήσει τη ζωή του την οποία του στέρησαν οι συνταγματάρχες στα 20 του χρόνια.
Ας θυμηθούμε όμως για να μαθαίνουν οι νεότεροι μέσα από μαρτυρίες εκείνης της περιόδου τα γεγονότα πριν, κατά τη διάρκεια και μετά την εν ψυχρώ δολοφονία του Μιχάλη Μυρογιάννη.
Τα γεγονότα του Πολυτεχνείου συνεχίστηκαν και μετά τη 17η Νοεμβρίου του 1973 με οδομαχίες, επεισόδια και συλλήψεις τόσο στο Πολυτεχνείο όσο και στους γύρω δρόμους. Ένα από τα θύματα των γεγονότων αυτών ήταν και ο 20χρονος ηλεκτρολόγος από τη Μυτιλήνη, Μιχάλης Μυρογιάννης. To μεσημέρι της 18ης Νοέμβρη 1973, ο Ταγματάρχης Νίκος Ντερτιλής βρίσκεται με το υπηρεσιακό τζιπ έξω από την κατεστραμμένη πύλη του Πολυτεχνείου. Απέναντι, Πατησίων και Στουρνάρη, οι αστυφύλακες χτυπούν ένα νεαρό, που προς στιγμή τους ξεφεύγει. Ο Ντερτιλής μόλις είδε τον νεαρό να ξεφεύγει βγάζει από το μπουφάν το περίστροφο και πυροβολεί σε ευθεία βολή εν ψυχρώ στο κεφάλι. Αμέσως μετά σαν να μην έτρεξε τίποτα μπήκε στο αυτοκίνητο όπου τον περίμενε ο οδηγός του και του είπε χτυπώντας τον στην πλάτη: «Με παραδέχεσαι ρε; 45 χρονών άνθρωπος και με τη μία τον πέτυχα στο κεφάλι». Ο Μυρογιάννης μεταφέρθηκε στο Σταθμό Πρώτων Βοηθειών του Ερυθρού Σταυρού (Γ΄ Σεπτεμβρίου) σε κωματώδη κατάσταση και κατόπιν στο Ρυθμιστικό Κέντρο Αθηνών, όπου πέθανε αυθημερόν.
Ο Ντερτιλής μετά την πτώση της χούντας δικάστηκε για το έγκλημά του. Καταδικάστηκε για ανθρωποκτονία από πρόθεση σε ισόβια κάθειρξη. Ήταν ο μόνος χουντικός που δεν έκανε αίτηση αποφυλάκισης επειδή δεν ήθελε να αναγνωρίσει τη νομιμότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος.
Καταπέλτης υπήρξε η ένορκη κατάθεση του οδηγού Αντώνη Αγριτέλλη, οδηγού του Ντερτιλή, η οποία έχει ως εξής: «Στις 4 ή 4:30 ξημερώνοντας Σάββατο παρέλαβα τον Ντερτιλή και τον μετέφερα από την ΑΣΔΕΝ στο Πολυτεχνείο με το τζιπ. Σταμάτησα κοντά στην κατεστραμμένη πύλη, ο Ντερτιλής κατέβηκε και συζητούσε με κάποιον αξιωματικό της Αστυνομίας. Ξαφνικά αντελήφθην φασαρία και φωνές προς τη μεριά της διασταύρωσης Πατησίων και Στουρνάρα. Παρετήρησα ότι αστυφύλακες έδερναν έναν νεαρό. Ξαφνικά αυτός κατόρθωσε να αποσπασθεί από τους αστυφύλακες. Τότε ο Ντερτιλής, που μόλις είχε αντιληφθεί το επεισόδιο, έβγαλε από το μπουφάν του το περίστροφό του και πυροβόλησε χωρίς να πολυσκεφθεί. Ο νεαρός έπεσε σαν κοτόπουλο. Έμεινε επί τόπου ακριβώς στην διασταύρωση Πατησίων και Στουρνάρα, προς την πλευρά της Ομόνοιας. Εγώ φαντάστηκα ότι του έριξε στα πόδια και περίμενα να κινηθεί. Όταν όμως είδα να σχηματίζεται μια λίμνη από αίμα και μια μικρή άσπρη λιμνούλα από μυαλά, κατάλαβα ότι τον πυροβόλησε στο κεφάλι και ήταν ήδη νεκρός. Μετά, σαν να μην συνέβαινε τίποτα, μπήκε στο τζιπ και κτυπώντας με στην πλάτη, μου είπε “με παραδέχεσαι ρε; 45 χρονών άνθρωπος και με τη μια τον πέτυχα στο κεφάλι”. Εγώ τα είχα χάσει και ήμουνα φοβερά ταραγμένος και φοβισμένος. Συνεχίσαμε προς την Πατησίων και φθάσαμε στο Μουσείο. Εκεί κάποιος υπάλληλος των τρόλεϊ ήταν μπλοκαρισμένος και οι αστυφύλακες του φώναζαν και τον έσπρωχναν. Ο Ντερτιλής κατέβηκε απ’ το τζιπ, κόλλησε το περίστροφό του στο στομάχι του ανθρώπου και τον φοβέριζε ότι θα τον σκοτώσει αν δεν εξαφανιστεί. Μετά προχωρήσαμε προς τον ΟΤΕ όπου ευρίσκοντο αρκετοί πολίτες. Ο Ντερτιλής έβγαλε το περίστροφό του και άρχισε να πυροβολεί χωρίς να μπορώ να διαπιστώσω αν χτυπήθηκε κανείς. (…).
Ο ίδιος έδινε διαταγές με το περίστροφο στο χέρι λέγοντας: “Βαράτε στο ψαχνό, πέντε παλιόπαιδα θα μας κάνουν ό,τι θέλουν;”. Μετά από μέρες με ρώτησε ο Ντερτιλής: “Θυμάσαι ρε, αυτόν που πυροβόλησα στο Πολυτεχνείο; Ε, τη γλίτωσε τελικά.” Φυσικά ήταν προφανής ο σκοπός του, ήθελε να απαλύνει την τρομερή εντύπωση που μου είχε δημιουργήσει με τον φόνο που έκανε εν ψυχρώ και να τον λησμονήσω. Αλλά το φοβερό αυτό γεγονός θα το θυμάμαι σ’ όλη μου τη ζωή. Έκανα πως τον πίστεψα αλλά δεν είχα την παραμικρή αμφιβολία ότι ο νεαρός ήταν νεκρός. Πράγμα που το διάβασα αργότερα στις εφημερίδες. Μετά από αρκετές μέρες μ’ έδιωχναν με δυσμενή μετάθεση στο Πολύκαστρο. Με κάλεσε ο Ντερτιλής και μου είπε: “Παιδί μου, δεν πρέπει να ξεχνάς ένα πράγμα, ότι στην Υπηρεσία μας ό,τι ακούμε και ό,τι βλέπουμε μένει για την Υπηρεσία, δεν το λέμε αυτό ούτε στην μάνα μας”. Κατάλαβα τι εννοούσε. Η μετάθεσή μου στο Πολύκαστρο γινόταν επειδή ήμουν προσωπικός οδηγός του Ντερτιλή. Την δικαιολόγησαν όμως ότι είχα σπάσει τον καθρέπτη του αυτοκινήτου του και για τιμωρία έπαιρνα την μετάθεση αυτή. Επίσης, θέλω να προσθέσω ότι κατά την διάρκεια των γεγονότων του Πολυτεχνείου ο Ντερτιλής έλεγε συνεχώς σε όποιον συναντούσε, “βαράτε στο ψαχνό”. Έλεγε ακόμη σε μερικούς άλλους ότι: “Όταν δείτε τέσσερα άτομα τον έναν να τον σκοτώνετε και τους τρεις να τους βάζετε στο καμιόνι”».
Συγκλονιστική ήταν η κατάθεση του πατέρα του Μυρογιάννη στη δίκη για το Πολυτεχνείο, όπως δημοσιεύτηκε σε εφημερίδες της εποχής (2/11/1975).
-Ερώτηση υπεράσπισης: «Ήταν ψηλός ο γιος σας;».
-Απάντηση: «Ένα μέτρο κι ενενήντα. Τέτοιο παλικάρι σκότωσαν. Δεν χωρούσαν τα πόδια του μες στο φέρετρο. Είχα δώσει 3.000 δραχμές και το φέρετρο ήταν μικρό. Για να τον βάλουν σε άλλο, μεγαλύτερο, μου ζήταγαν άλλες 9.000. Δεν τις είχα. Και μάζεψαν τα πόδια του όπως-όπως…».
Χρόνια μετά, τον Νοέμβριο του 1983, η μητέρα του Μιχάλη Μυρογιάννη με αφορμή τα αποκαλυπτήρια της προτομής του στην είσοδο του πάρκου της Αγίας Ειρήνης στη Μυτιλήνη απέστειλε την παρακάτω επιστολή στην εφημερίδα «Ελευθεροτυπία»:
«ΜΑΝΑ ΔΕΝ ΠΕΘΑΝΑ»
Πριν 10 χρόνια, αυτή τη μέρα, είχα κι εγώ ένα παλικάρι, που έφυγε να πάει στο Πολυτεχνείο και από τότε δεν ξαναγύρισε. Θυμάμαι τα τελευταία του λόγια: «Μάνα, πόσο όμορφη είναι η ζωή. Μάνα, τι ωραία λόγια έχει ο Εθνικός μας Ύμνος«. Κι όταν του είπα, μη βγεις αγόρι μου σήμερα, μου απάντησε με το τραγούδι: «Κράτα μάνα, και θα γίνει το μεγάλο πήδημα, λευτεριά και ρωμιοσύνη είναι αδέρφια δίδυμα«.
Θυμάμαι και κάτι ακόμα: Εκείνο το πρωί όσες φορές έπαιρνα νερό κι έβγαινα στην αυλή να ποτίσω τις γλάστρες με τα λουλούδια, έτρεχε και με φιλούσε. Τότε δεν μπορούσα να εξηγήσω το γιατί. Τα δεχόμουν όλα αμίλητη και περήφανη. Τώρα ξέρω γιατί.
Τώρα έχω μείνει με ένα χαρτί στο χέρι που λέει: «Διαμπερές τραύμα στο κεφάλι, βληθείς δια πυροβόλου όπλου, έξοδος εγκεφαλικής ουσίας«.
Κι όταν πια η μοναξιά, η πίκρα, ο πόνος, γίνονται αγανάκτηση, είναι σαν να ακούω τη φωνή του να μου λέει: «Μάνα, δεν πέθανα. Το αίμα μου σας ελευθέρωσε«.
Και τότε σκέπτομαι και ευχαριστώ όλους εκείνους που τον τίμησαν και τον τιμούν με οποιονδήποτε τρόπο. Και βλέπω τη μορφή της προτομής του, που βρίσκεται στη Μυτιλήνη, να μου χαμογελά».