Διαμόρφωση της Φυτικής Βιοποικιλότητας στα νησιά της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου – Μέρος Α’

Spread the love

του Βαγγέλη Αξιώτη*

 

Μετά από μία αδιάκοπη, δυναμική πορεία ριζικών αλλαγών στο γεωλογικό τοπίο του αιγαιακού χώρου, που ξεκινάει πριν από περίπου 20 εκατ. χρόνια (αρχές Μειοκαίνου) με την λεγόμενη «Αιγηίδα», σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή και την παρουσία του ανθρώπινου είδους κατά το Ολόκαινο και την οριστική επίδρασή του στην χλωρίδα και στην βλάστηση του αιγαιακού χώρου, ερχόμαστε μοναχικοί συνοδοιπόροι σε αυτόν τον πλανήτη, να ερμηνεύσουμε στο παρόν, το μοναδικό φαινόμενο της βιοποικιλότητας που απλόχερα μας χάρισε η φύση.

Για να μπορέσουμε όμως να ερμηνεύσουμε την βιοποικιλότητα που χαρακτηρίζει τα νησιά της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, είναι απαραίτητο να αναφέρουμε κάποια βασικά στοιχεία φυτογεωγραφίας με βάση τα οποία γίνεται αντιληπτή τόσο η εξάπλωση συγκεκριμένων ειδών όσο και το μοναδικό φαινόμενο του ενδημισμού.

Αρχικά πρέπει να αναφέρουμε ότι μοναδικές κλιματικές και τοπογραφικές συγκυρίες δημιούργησαν την μεσογειακή βλάστηση και τον μοναδικό χαρακτήρα της ίδιας της μεσογειακής χλωρίδας. Μίας χλωρίδας απίστευτης ποικιλίας κυρίως λόγω του ακανόνιστου ανάγλυφου και της θέσης της μεσογειακής λεκάνης, σαν μετάβαση από την τροπική στην εύκρατη ζώνη. Έτσι, λοιπόν, τόσο τα αδρά γεωλογικά χαρακτηριστικά και τα παλαιογεωγραφικά γεγονότα μίας περιοχής οδήγησαν σε μία συγκεκριμένη εξάπλωση φυτών με βάση την οποία καθορίστηκαν οι λεγόμενες «χλωριδικές περιοχές».

Ο ελληνικός χώρος χωρίζεται από 13 διαφορετικές χλωριδικές περιοχές: 1. Κρήτη-Κάρπαθος (ΚΚ). 2.Κυκλάδες νήσοι ik). 3. Ανατολικές νήσοι Αιγαίου (EAe). 4. Δυτικές νήσοι του Αιγαίου (WAe). 5. Βόρειες νήσοι του Αιγαίου Ae). 6. Πελοπόννησος (P). 7. Στερεά Ελλάδα (StE).8. Ιόνιοι νήσοι (ΙοΙ). 9. Νότια Πίνδος (SPi). 10. Βόρεια Πίνδος (NPi). 11. Ανατολική κεντρική περιοχή C). 12. Βόρεια κεντρική περιοχή C) και 13. Βορειοανατολική περιοχή e). Το Αιγαίο με την σειρά του διαιρείται σε πέντε φυτογεωγραφικές περιοχές σύμφωνα με τους Strid & Tan (1997), στο Βόρειο (NAe), Ανατολικό (EAe), Νότιο (ΚΚ), Κεντρικό (Kik) και Δυτικό (WAe) Αιγαίο (Εικόνα).

Ας δούμε τώρα δύο άλλους όρους, βασικούς για να μπορέσουμε να αντιληφθούμε τόσο το μέγεθος της βιοποικιλότητας, όσο και την σημασία της εξέλιξης συγκεκριμένων ειδών με βάση τα ιδιαίτερα γεωμορφολογικά χαρακτηριστικά των νησιών του Βόρειο-Ανατολικού Αιγαίου. Τους όρους «taxa» και «ενδημικό» είδος. Στο φυτικό βασίλειο με τον όρο “taxa” συμπεριλαμβάνονται όλες οι συστηματικές μονάδες ανεξάρτητα της διαβαθμίσεώς τους (υποείδος, είδος, γένος, οικογένεια κ.ά.) και παρουσιάζονται με λατινικό όνομα. Χλωρίδα μιας συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής ονομάζεται το σύνολο των φυτικών taxa που φύονται σε αυτή την περιοχή. Από την άλλη με το όρο «ενδημικό» είδος αναφερόμαστε στο είδος του φυτικού βασιλείου (στην συγκεκριμένη περίπτωση) που εμφανίστηκε και εξελίχθηκε σε έναν οριοθετημένο ή και απομονωμένο γεωγραφικό χώρο.

Έτσι λοιπόν, το Νότιο Αιγαίο φιλοξενεί συνολικά 2.240 taxa και εμφανίζει τον υψηλότερο βαθμό ενδημισμού (17,6%) μεταξύ των νησιωτικών βιογεωγραφικών περιοχών. Επίσης, το Δυτικό Αιγαίο φιλοξενεί ένα σημαντικό αριθμό ενδημικών taxa, όπου αποτελούν το 9,4% της συνολικής χλωρίδας (2.136 taxa) της περιοχής αυτής. Ενώ, το Ανατολικό και το Κεντρικό Αιγαίο φιλοξενούν τον ίδιο αριθμό ενδημικών taxa, ωστόσο το Κεντρικό Αιγαίο εμφανίζει υψηλότερο ποσοστό ενδημισμού (9,1%) σε σύγκριση με το Ανατολικό Αιγαίο (6,3%) καθώς ο συνολικός αριθμός taxa που φιλοξενεί είναι μικρότερος (1.768 taxa) σε σχέση με το Ανατολικό Αιγαίο που έχει την πιο πλούσια σε αριθμό taxa χλωρίδα (2.541 taxa) από όλες τις νησιωτικές βιογεωγραφικές περιοχές της Ελλάδας. Αντίθετα, το Βόρειο Αιγαίο φιλοξενεί μόλις 57 ενδημικά taxa, τα οποία αποτελούν μόλις το 2,8% της συνολικής χλωρίδας (2.004 taxa) του χώρου αυτού (Dimopoulos et al., 2013).

Σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης με παρόμοια έκταση, η Ελλάδα κατέχει το μεγαλύτερο βαθμό ενδημισμού Strid & Tan, 1997; Φοίτος κ.α., 2009. Από το σύνολο των περίπου 5.700 αυτόχθονων, αγγειωδών ειδών της ελληνικής χλωρίδας περί τα 750 είναι ενδημικά αποκλειστικώς του ελληνικού χώρου, ένας αριθμός πολύ ψηλότερος από κάθε άλλη συγκρίσιμη σε μέγεθος ευρωπαϊκή ή μεσογειακή περιοχή. Δηλαδή το ποσοστό των ελληνικών ενδημικών ειδών ανέρχεται στο 13,2% και θεωρείται το υψηλότερο – συγκριτικώς προς την έκταση της χώρας μας – από όλες τις χώρες της Ευρώπης. Ο ενδημισμός αυξάνει προς τα νότια και κορυφώνεται στην Κρήτη με ποσοστά ενδημισμού να ξεπερνούν το 10% στην οποία εμφανίζονται, όπως αναφέραμε παραπάνω έντονα φαινόμενα στενοενδημισμού με ποσοστό να ανέρχεται στο 36% σε αντίθεση με 0,5-4% στην βόρειο Ελλάδα.

Η  εξάπλωση τόσο των ενδημικών όσο και των κοινών φυτικών ειδών έχει συνδεθεί με διάφορα παλαιογεωγραφικά πρότυπα αναμφισβήτητα. Ο πλούτος της ελληνικής χλωρίδας οφείλεται στο συνδυασμό παραγόντων, όπως η γεωϊστορία, η γεωγραφική θέση και η γεωγραφία της χώρας (Panitsa, 1995). Η δράση αυτών των παραγόντων σύμφωνα με τον Φοίτος κ.ά. (2009b) έχει ως αποτέλεσμα: α) Την επιβίωση ειδών του Τριτογενούς, β) τον εμπλουτισμό της ελληνικής χλωρίδας με χωρολογικά στοιχεία της Κεντρικής Ευρώπης, της Ανατολίας και της Ποντιακής χλωριδικής περιοχής, γ) επίσης, τον εμπλουτισμό της ελληνικής χλωρίδας (σχετίζονται με τον ανθρωπογενή παράγοντα) και τέλος δ) την προσαρμογή των ειδών σε διαφορετικούς βιοτόπους, εξαιτίας της τοπογραφικής ετερογένειας του ελλαδικού χώρου. Ο πολυσχιδής διαμελισμός της ηπειρωτικής χώρας σε υψηλές οροσειρές, πολυάριθμες χαραδρώσεις, ποταμούς κτλ., αλλά και από αναρίθμητες νήσους, νησίδες, βραχονησίδες και χερσονήσους, κυρίως του αιγιακού χώρου. Στις νήσους του Αιγαίου εμφανίζονται τοπικά, αλλά και στενότοπα ενδημικά είδη, εξειδικευμένα κυρίως σε βραχώδεις, ασβεστολιθικές θέσεις ή οφιολιθικά πετρώματα. Τα ασβεστολιθικά πετρώματα είναι ιδανικά καθώς η σταθερότητα και η σχετικώς μεγάλη αντοχή τους, οι απότομες και κατακερματισμένες κλιτύες τους, τα καρσικά φαινόμενα, καθώς και η παρουσία θρεπτικών συστατικών είναι βασικοί παράμετροι ακραίων οικολογικών συνθηκών σε αυτά τα περιβάλλοντα για την εμφάνιση αξιοσημείωτης χλωριδικής ποικιλότητας και σημαντικού αριθμού ενδημικών και σπάνιων ειδών.

Όσον αφορά τώρα τα νησιά μας, η περιφέρεια Βόρειο-Ανατολικού Αιγαίου εντάσσεται σε δύο διαφορετικές φυτογεωγραφικές περιοχές. H νήσος Λήμνος και ο Άγιος Ευστράτιος εντάσσονται στην φυτογεωγραφική περιοχή NAe, ενώ όλες οι υπόλοιπες νήσοι, όπως Λέσβος, Χίος, Ψαρά, Οινούσσες, Σάμος, Ικαρία και Φούρνοι, ανήκουν στην φυτογεωγραφική περιοχή ΕAe (Εικόνα).

Καταρχήν η έννοια του «νησιωτισμού» δηλώνει από μόνη της μια μικρογραφία ενός οικοσυστήματος με πεπερασμένους πόρους, απομονωμένο από χερσαίες περιοχές με τα λεγόμενα «βιολογικά φράγματα». Για τα νησιά του Βόρειο-Ανατολικού Αιγαίου πρέπει να γίνει γνωστή η σχέση των νησιών, όπως Λέσβος, Χίος, Σάμος και Ικαρία με την Μικρά Ασία, που τους έχει χαρίσει είδη από την ηπειρωτική στεριά. Αυτή η ιδιαιτερότητα της γεωγραφικής θέσης των νησιών μας, δίνει ένα διπλό χαρακτηριστικό, τόσο τον στενό ενδημισμό λόγω εξελικτικής προσαρμογής εξαιτίας νησιωτικού αποκλεισμού, όσο και την «εισβολή» φυτικών ειδών της Ανατολής.

Αρκετά είδη φυτών φέρουν το όνομα είδους anatolica (Genista anatolica, Dianthus anatolicus, Minuartia anatolica, Symphtum anatolicum) ή orientalis (Ajuga orientalis) ή και Astragalus trojanus (της Τροίας). Αυτή η ονομασία αφορά την πρώτη αναφορά χωρίς φυσικά να γνωρίζουμε πλέον την πορεία της διασποράς του (Αξιώτης, Μ., Αξιώτης, Β., Φυτά της Ελλάδας – Η Έρευνα στην Λέσβο, Εκδόσεις Εντελέχεια). Όσον αφορά τώρα τον παράγοντα των βιοκλιματικών συνθηκών στις νήσους της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, η νήσος Λήμνος, σύμφωνα με το κλιματικό διάγραμμα του Emberger (πηγή Μαυρομάτης 1980), ανήκει στην ημίξηρη βιοκλιματική ζώνη, ενώ η νήσος Λέσβος, Χίος, Σάμος, Ικαρία ανήκουν στην ύφυγρη ζώνη. Το κλίμα σε συνδυασμό με την γεωλογική ιδιομορφία του κάθε νησιού, αποτελούν σημαντικούς παράγοντες της φυτικής βιοποικιλότητας και του ποσοστού ενδημισμού στα νησιά της περιφέρειας. Την γεωλογική ιδιομορφία των νήσων θα την αναλύσουμε σε επόμενα άρθρα, καθώς με αυτό τον τρόπο θα μπορέσει να γίνει αντιληπτή η παρουσία συγκεκριμένων ειδών σε συγκεκριμένα νησιά και ο ενδημισμός  ειδών στην Λέσβο, Χίο, Σάμο και Ικαρία.

 

*Φαρμακοποιός / Χημικός Φαρμάκων, διδάκτορας Ιατρικής σχολής “La Sapienza” της Ρώμης

Μεταδιδακτορικός ερευνητής της Φαρμακευτικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Email: [email protected]

Μείνετε ενημερωμένοι με τα πιο σημαντικά νέα

Πατώντας το κουμπί Εγγραφή, επιβεβαιώνετε ότι έχετε διαβάσει και συμφωνείτε με τηνΠολιτική Απορρήτου και τουςΌρους Χρήσης
Διαφήμιση