του Βαγγέλη Αξιώτη*
Στο προηγούμενο άρθρο κάναμε αναφορά για τις νήσους Λήμνο και Άγιο Ευστράτιο οι οποίες ανήκουν στην φυτογεωγραφική περιοχή NAe. Προχωρώντας προς τα νότιο ανατολικά θα εισέλθουμε στην φυτογεωγραφική περιοχή EAe στην οποία εντάσσονται όλα τα υπόλοιπα νησιά της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου και με πρώτο από αυτά, την νήσο Λέσβο.
Το νησί έχει έκταση 1.630km2 και οι ακτές του έχουν μήκος 370.4km με τα βυθίσματα των δύο κόλπων του, της Γέρας και της Καλλονής. Τα 536.8km2 κατέχουν οι πεδιάδες με πρώτη της Καλλονής (22km2), του Ίππειους (13.5km2), της Ερεσού (6km2), του Πολιχνίτου (4km2) και του Σιγρίου (3km2). Μεγάλο μερίδιο κατέχουν οι λόφοι (775,8km2) και τα βουνά της (321.8km2) με κορυφώσεις τον ασβεστολιθικό όγκο του Ολύμπου (967μ.), του ηφαιστειογενή Λεπέτυμνου με την κορφή της Βίγλας (968μ.) στα ανατολικά και του Άη-Λια στα δυτικά (938μ.) και του επίσης ηφαιστειογενούς Ορδύμνου, στο δυτικό νησί, με το όρος Λίβανος (800μ.). Σ’ αυτό το γεωγραφικό ανάγλυφο ρέουν τα ποτάμια της Λέσβου, που δημιουργούν αξιόλογους βιότοπους και τοπία εξαιρετικής ομορφιάς. Είναι βέβαια χείμαρροι, αν και σε αρκετά από αυτά πηγές διατηρούν συλλογές υδάτων ή και μερική ροή, όλο τον χρόνο. Ο Ευεργέτουλας, της λεκάνης του Ίππειους, ο Τσικνιάς, ο Μυλοπόταμος, η Ποταμιά, o Βούβαρης, με απορροή στον κόλπο Καλλονής, ο Σεδούντας, ο Πριόνας, ο Βούρκος, ο Μαλλιόντας, ο Χαλάντρας, ο Τσιχλιώντας, ο Βούλγαρης, ο Τσιχράντας, ο Τενέγιας. Οι περιοχές Νatura 2000 εμφανίζονται στην Εικόνα.
Όλα αυτά που προαναφέρθηκαν αποτελούν το «πεδίο» μέσα στο οποίο αναπτύσσεται η άγρια χλωρίδα του νησιού, καθώς επίσης και των καλλιεργούμενων φυτών. Όμως όπως έχουμε αναφέρει σε προηγούμενα άρθρα, η ποικιλομορφία της χλωρίδας, για αρκετά είδη έχει σχέση με το υπόστρωμα, δηλαδή την γεωλογική υφή του υπεδάφους. Έτσι λοιπόν στο νησί διακρίνονται: α) Τα παλαιότερα πετρώματα βάσης, το υπόβαθρο της Λέσβου από Νεοπαλαιοζωικούς και Τριαδικούς σχηματισμούς. Είναι σχιστόλιθοι, κρυσταλλικοί ασβεστόλιθοι και δολομίτες στο ΝΑ τμήμα του νησιού (Αγιάσος, Γέρα, Θερμή) και σε μικρότερη έκταση στο ΒΔ τμήμα (Σίγρι, Γαβαθάς, Ερεσός). Β) Το κάλυμμα της ηφαιστειοιζηματογενούς σειράς σχηματισμών, το οποίο σε μεγάλη έκταση στο ΝΑ τμήμα του νησιού (Πηγή, Αγιάσος, Πλωμάρι) και σε μικρότερη έκταση στο Σίγρι (κρυσταλλικοί ασβεστόλιθοι και σχιστόλιθοι). Γ) Το κάλυμμα των υπερβασικών εκρηξιγενών πετρωμάτων, επάνω στους Τριαδικούς σχηματισμούς της βάσης, στις περιοχές Λάμπου Μύλοι (δάσος), Αγιάσου και όρος Αμαλή. Έχουμε στην ανώτερη ομάδα περιδοτίτες, δουνίτες μεγάλου πάχους και στην κατώτερη ομάδα παρουσιάζονται μεταμορφωμένα εκρηξιγενή πετρώματα (αμφιβολίτες και αμφιβολιτικοί σχιστόλιθοι). Τα νεότερα πετρώματα στις περιοχές Πολιχνίτου, Μυτιλήνης, Γαβαθά, Σιγρίου και Ερεσού, καλύπτουν το μεγαλύτερο μέρος του νησιού και σχηματίστηκαν από την έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα κατά το νεογενές. Υπήρξαν διαδοχικές εκχύσεις πυροκλαστικών υλικών στο διάστημα από 21.5 έως 16 εκατομμύρια χρόνια (Ακίνδυνος Κελεπερτζής (2008), Ηφαιστειότητα, Θερμές Πηγές και ο σχηματισμός του Απολιθωμένου δάσους Λέσβου). Στην περιοχή του Πολιχνίτου, του αεροδρομίου και την Μυτιλήνης παρατηρούνται ιζηματογενή πετρώματα (μάργες και μαργαϊκοί σχηματισμοί) που σχηματίστηκαν από αποθέσεις λίμνης της ευρύτερης περιοχής, πριν από περίπου 2 εκατομμύρια χρόνια. Εδώ παρατηρούνται οστά ζώων και φυτά της ίδιας περιόδου.
Σ’ αυτό το περιβάλλον και υπόστρωμα αναπτύσσεται τώρα μια «πλούσια και ενδιαφέρουσα» χλωρίδα, η οποία οφείλεται σε παραμέτρους όπως το κλίμα της, το ορεινό της ανάγλυφο (πολλά βουνά αλλά όχι υψηλά), τον πλούσιο οριζόντιο διαμελισμό της (οι 2 κόλποι της με τα στενά στόμια, ακρωτήρια και χερσόνησοι), την ιδιαιτερότητα και την ποικιλία των υποστρωμάτων της, όπου σε αντίθεση με άλλες ελληνικές περιοχές, τα ηφαιστειακά πετρώματα (παρουσία σερπεντινιτών) υπερτερούν, την παρουσία πολλών μόνιμων και προσωρινών υγροβιότοπων, στην μικρή απόσταση που χωρίζει το νησί από τις ακτές της Μικράς Ασίας, στον πρόσφατο γεωλογικό διαχωρισμό από αυτές τις ακτές και στην μακρά και έντονη παρουσία του ανθρώπου. Οι ιδιαιτερότητες αυτές δημιουργούν οικοσυστήματα, μέσα στα οποία αναπτύσσονται σε μεγάλες ομάδες ή σε μικρούς πληθυσμούς τα φυτά. Στον ελαιώνα του νησιού (Olea europea), o οποίος βρίσκεται πάνω σε ασβεστολιθικό και σχιστολιθικό υπόστρωμα του ΝΑ νησιού (Γέρα, Πλωμάρι, Αγιάσος) και σε πολλές άλλες διάσπαρτες περιοχές. Εδώ φυτρώνει μία μεγάλη ποικιλία φυτών, ενώ οι ενδιάμεσοι λόφοι και οι ακαλλιέργητες εκτάσεις καταλαμβάνονται από την μακία βλάστηση, με θαμνώδη φυτά (ρείκια: Erica manipuliflora, Erica arborea, αξίσταροι: Cistus creticus, Cistus salvifolius, πρίνοι: Quercus coccifera, κουμαριές: Arbutus unedo, ασπάλαθροι: Calycotome villosa). Επίσης χαρακτηριστικά είναι τα 2 είδη ανεμώνης (Anemone coronaria και Anemone pavonina) και τα δύο είδη μαργαρίτας, με διαδοχή στον χρόνο (Anthemis chia και Anthemis arvensis). Πρέπει να αναφερθεί η ιδιαιτερότητα της ερυθράς ποικιλίας των δύο ειδών ανεμώνης. Η Anemone pavonina δεν φύεται στον ελαιώνα, όπου υπάρχει η ερυθρά Anemone coronaria.
Στα υπερβασικά πετρώματα (σερπεντίνες) αναπτύσσεται το κύριο είδος πεύκης του νησιού (Pinus brutia), η οποία θεωρείται σαν επέκταση από την Μικρά Ασία. Στο υπόβαθρο πέρα από την πεύκη φύονται αρκετά είδη, μερικά από τα οποία παρουσιάζουν μορφολογικές ιδαιτερότητες λόγω της σύστασης των πετρωμάτων. Εδώ βρίσκεται και το ενδημικό είδος Alyssum lesbiacum, μεταλλοφόρο φυτό, η Genista anatolica, η Urinea consanguinea, το Teucrium polium, η Micromeria nervosa, η Ziziphora taurica, η οποία εμφανίζει μορφολογική διαφοροποίηση σε σχέση με την αντίστοιχη του ελαιώνα (ερυθρό χρώμα βλαστού και στενότερα φύλλα). Θα πρέπει να αναφέρουμε ότι οι πληθυσμοί της μειώνονται ανησυχητικά και θα πρέπει να λάβουμε μέτρα για την προστασία της. Την ίδια διαφοροποίηση εμφανίζει και ο Acinos rotundifolius, στο πευκοδάσος της Αμαλής. Συγκεντρώσεις της μελανής πεύκης (Pinus nigra), εμφανίζονται στον ορεινό όγκο του όρους Λίβανος, ανάμεσα στα Παράκοιλα και την Φτερούντα. Εκεί βρίσκεται και το ροδόδεντρο (Rhododendron luteum), που αποτελεί μοναδική ευρωπαϊκή εντόπιση, αφού η Λέσβος είναι το δυτικότερο όριο εξάπλωσής του.
Το δυτικό νησί καλύπτεται σε μεγάλη έκταση από το δάσος της «βελανιδιάς» με όρια πέρα από την Άντισσα. Σε αυτή την περιοχή εμφανίζονται είδη όπως Sedum rubrum, είδη Myosotis, Moencia mantica, Ornithogallum montanum, Ornithogallum narbonense, Ornithogallum nutans, πολλά είδη Trifolium, μεγάλες συγκεντρώσεις της ροζ Crepis rubra και του μπλε Centaurea cyanus, της ανεμώνης και διαφόρων ειδών μαργαρίτας. Βασικό είδος που καλύπτει τεράστιες εκτάσεις είναι η αστιβή (Sarcopoterium spinosum) και η Centaurea spinosa.
Το βασικό είδος δρυός (βελανιδιάς) σ’ αυτή την έκταση, είναι και το καλλιεργούμενο παλιά Quercus ithaburensis subsp. macrolepis. Επίσης το «ρουπάκι», η Quercus pubescens, που απαντά στο υπόλοιπο νησί, με κύρια εξάπλωση στον Λεπέτυμνο, το Quercus ilex, ενώ απαντώνται και τα είδη Quercus cerris και Quercus infectoria, διάσπαρτα σε πολλές περιοχές. Στα βουνά Λεπέτυμνος, Σκοτεινό, Κουρατσώνας και Όλυμπος, εκτός από την πεύκη και την δρυ, εμφανίζονται μεγάλες συγκεντρώσεις πρίνου (Q. Coccifera, με δενδροειδείς στον Λεπέτυμνο), μελιού (Fraxinus angustifolia και Fraxinus excelsior), φιλύρας, κέδρου (Juniperus oxycedrus), αρκομηλιάς (Prunus coccomilia) και κράταιγου (κυρίως Crataegus monogyna). Τα δύο τελευταία είδη απαντώνται σε δενδρώδη μορφή (έως και 10μ.) σε μεγάλους πληθυσμούς, κάτω από την κορυφή του Ολύμπου.
Ιδιαίτερη περιοχή αποτελεί και η περιοχή γύρω από την Αγιάσο κάτω από τον Όλυμπο που καλύπτεται κυρίως από τον Καστανιώνα. Η καλλιεργούμενη Castanea sativa, κατέχει μεγάλο τμήμα και δημιουργεί ένα ιδιαίτερο οικοσύστημα. Εμφανίζονται αρκετά είδη ορχιδέας, μανιταριών, ο κρόκος (Crocus biflorus), η σκύλλα (Scilla bifolia), o Γάλανθος (Galanthus elwesii), η Τουλίπα (Τulipa orphanidea), η παιώνια (Paeonia mascula). Είναι ενδιαφέρον να αναφερθεί ότι οι κάτοικοι της Αγιάσου, από τον 19ο αιώνα, εμβολίασαν επάνω στον κράταιγο την κρανιά (Cornus mas) και την Μεσπηλιά (Mespilus germanica) ώστε να την εκμεταλλεύονται.
Στο επόμενο άρθρο θα παρουσιαστεί η σχέση της νήσου Λέσβου με την Μικρά Ασία και τα είδη που προφανώς προέρχονται από τα απέναντι παράλια. Ο διαχωρισμός των νησιών από την ηπειρωτική στεριά είναι ένα φαινόμενο ουσιαστικό, στην διαμόρφωση της φυτικής βιοποικιλότητας των νησιών της συγκεκριμένης φυτογεωγραφικής ζώνης (Λέσβος, Χίος, Σάμος και Ικαρία).
*Ο Βαγγέλης Αξιώτης είναι Φαρμακοποιός / Χημικός Φαρμάκων, διδάκτορας Ιατρικής σχολής “La Sapienza” της Ρώμης
Μεταδιδακτορικός ερευνητής της Φαρμακευτικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Email: [email protected]