του Βαγγέλη Αξιώτη*
Στο προηγούμενο άρθρο αναφέρθηκα στις ορχιδέες που φύονται στην Χίο και στις νήσους Οινούσσες και Ψαρά. Έχει ενδιαφέρον να παραμείνουμε στην Χίο και πιο συγκεκριμένα στο βόρειο τμήμα του νησιού και να αναφέρουμε κάποια χαρακτηριστικά της φυτικής βιοποικιλότητας της περιοχής.
Στην βόρεια Χίο έχουν καταγραφεί 87 σημαντικά είδη χλωρίδας από τα οποία τα 23 παρουσιάζουν ενδημικό χαρακτήρα (ενδημικά του νησιού, ενδημικά της Ελλάδας ή ενδημικά της Ελλάδας και της Τουρκίας). Οκτώ από αυτά τα είδη είναι τρωτά στο «Κόκκινο Βιβλίο των απειλούμενων φυτών της Ελλάδας» και περίπου πενήντα είδη ορχιδεών.
Το κλίμα της Χίου, όπως αναφέραμε σε προηγούμενο άρθρο, χαρακτηρίζεται ως παραδοσιακό μεσογειακό, δηλαδή υποτροπικά ξηρό με ήπιους χειμώνες με λίγες βροχοπτώσεις και καλοκαίρια, όχι ιδιαίτερα θερμά. Το ετήσιο θερμοκρασιακό εύρος είναι της τάξης των 17⁰C. Επίσης από τα ομβροθερμικά διαγράμματα παρουσιάζεται ότι η ξηρά περίοδος έχει σχετικά μεγάλη διάρκεια, ξεκινώντας από τον Απρίλιο και ολοκληρώνεται τον Οκτώβριο. Η γεωμορφολογία της νήσου έχει αναφερθεί σε προηγούμενο άρθρο, αλλά αξίζει να σημειώσουμε ότι στην συγκεκριμένη ζώνη και πιο συγκεκριμένα στο βορειοδυτικό άκρο του νησιού βρίσκεται το Πελινναίο όρος με μέγιστο υψόμετρο τα 1.297μ. (κορυφή Αγία Τριάδα). Άλλες σημαντικές κορυφές είναι ο Μεσόβουνος (1.186μ.), ο Νευκόλακκος (1.155μ.) και το όρος (1.028μ.). Σχιστόλιθοι και ασβεστόλιθοι είναι τα βασικά πετρώματα που χαρακτηρίζουν τον ορεινό όγκο. Το συγκεκριμένο όρος, στα δάση και στις θαμνώδεις πλαγιές του, εμφανίζει έναν μεγάλο αριθμό από σπάνια είδη της συνολικής χλωρίδας τόσο του νησιού αλλά και των υπόλοιπων νησιών του βορείου Αιγαίου.
Παρατηρώντας το όρος μπορεί κάποιος εύκολα να το διαχωρίσει σε δύο διαφορετικές «ζώνες» βλάστησης. Κατάφυτο στο βόρειο και βορειοδυτικό άκρο και πιο ξερό στο κεντρικό και νότιο. Η εναλλαγή είναι εντυπωσιακή και παρόλο τις συνεχόμενες πυρκαγιές παραμένει ένας σημαντικός βιότοπος με έκταση περίπου 82τ. χλμ., ο οποίος πρέπει να προστατευτεί. Μπορούμε να διαχωρίσουμε κατακόρυφα τρεις βασικές ζώνες βλάστησης. Η χαμηλή ζώνη στην οποία αναπτύσσεται η μεσογειακή μακκία, η μεσαία και η υψηλή ζώνη.
Με τον όρο μακκία περιγράφουμε τις διαπλάσεις των αείφυλλων πλατύφυλλων θάμνων που δημιουργούν συστάδες με ύψος 1-2μ. Το υπόστρωμα στο οποίο αναπτύσσονται είναι κυρίως ασβεστολιθικό. Χαρακτηριστικά φυτά της μακκίας βλάστησης και που εμφανίζονται στο ορεινό συγκρότημα του Πελινναίου είναι η κουμαριά (Arbutus unedo), o σχοίνος (Pistacia lentiscus) και Pistacia terebinthus και άλλα, ενώ σε πιο υγρά μέρη εμφανίζονται είδη, όπως η μυρτιά (Myrtus communis). Βασικό είδος που χαρακτηρίζουν τις φρυγανικές κοινότητες είναι το Sarcopoterium spinosum, Coridothymus capitatus, Phagnalon graecum, Genista acanthoclada, Helichrysum conglobatum, Helichrysum italicum, Cistus creticus (κόκκινο άνθος) και Cistus salvifolius (λευκό άνθος), Anthyllis hermanniae. Επίσης εμφανίζονται διάφορα είδη υπερικού, όπως Hypericum triquetrifolium, Hypericum empetrifolium subsp. empetrifolium.
Στο Πελινναίο εμφανίζονται σπάνια ενδημικά φυτά τα οποία είναι στην λίστα απειλούμενων ειδών στο κόκκινο βιβλίο και αυτό οφείλεται είτε στην μείωση των πληθυσμών τους από υπερβόσκηση, πυρκαγιές και υποβάθμιση των οικοσυστημάτων ή ακόμα και από αλόγιστη κοπή. Ένα από αυτά είναι η φριτιλάρια Fritillaria carica subsp. carica. Μία πανέμορφη φριτιλάρια με κίτρινο άνθος το οποίο εμφανίζεται σε τρεις ομάδες πληθυσμών στην δυτική, βόρεια και βόρειο ανατολική πλευρά του όρους Πελινναίου. (Kamari 1996, Snogerup et al., 2001). Το συγκεκριμένο είδος εμφανίζεται και στην νήσο Σάμο (όρος Καρβούνη; Ύψος από 550-1150μ.). Επίσης έχει αναφερθεί και σε οροπέδια στις δυτικές ακτές της Μικράς Ασίας (Σμύρνη).
Άλλο σημαντικό ενδημικό είδος, το οποίο αναφέραμε εκτενώς σε προηγούμενο άρθρο, είναι ο σιδερίτης (Sideritis sipylea), του οποίου πληθυσμούς θα συναντήσουμε σε υψόμετρο από 700μ. και πάνω, σε ασβεστολιθικό πάντα υπόστρωμα. Αποτελεί και αυτό απειλούμενο είδος για τους ίδιους λόγους που αναφέραμε προηγουμένως. Παράλληλα θα βρούμε και το είδος ρίγανης Origanum sipyleum και θυμαριού Thymus sipyleus. Σε αντίθεση με τον σιδερίτη όπου εμφανίζεται και στην Λέσβο, τα συγκεκριμένα είδη ρίγανης και θυμαριού έχουν σαν βόρειο γεωγραφικό όριο την νήσο Χίο (χωρίς να αναφερόμαστε στα παράλια της Μικράς Ασίας όπου η γεωγραφική τους εξάπλωση είναι διαφορετική σε σχέση με την νησιωτική). To είδος της ρίγανης Origanum sipyleum ανθίζει από τον Ιούνιο μέχρι τον Αύγουστο και εμφανίζει ένα όμορφο μοβ άνθος με φύλλα σχεδόν άμισχα, λεία, ωοειδή ή καρδιόσχημα σε βιότοπους όπως πευκοδάση, φρύγανα και βραχώδεις ή θαμνώδεις τοποθεσίες. Το υψόμετρο το οποίο θα το βρούμε είναι από 500-1.000μ. Άλλο ένα είδος που εμφανίζεται στο Πελινναίο είναι το Stachys cretica subsp. smyrnaea, το οποίο είναι είδος της ανατολίας και εμφανίζεται σε έξι νησιά του Αιγαίου και σε αρκετές θέσεις στην Χίο.
Άλλα είδη που εμφανίζονται σε αυτή την γεωγραφική περιοχή είναι η λεβάντα Lavandula pedunculata subsp. cariensis, η Paronychia chionaea subsp. chionaea, το κολχικό Colchicum burtii, οι καμπανούλες Campanula cymbalaria, Campanula hagiela. Επίσης ο κρόκος Crocus fleischeri, o οποίος πήρε το όνομά του από τον Φραντς φον Φλέισερ που τον ανακάλυψε και τον ταξινόμησε για πρώτη φορά σε περιοχή κοντά στην Σμύρνη. Ανήκει στην οικογένεια Iridaceae. Δεν είναι απειλούμενος, αλλά είναι είδος το οποίο ευδοκιμεί στα νησιά του Αιγαίου με πιθανό νότιο άκρο εξάπλωσης την Ρόδο και βόρεια εμφανίζονται οι πληθυσμοί στην Σάμο και στην Χίο. Η ανθοφορία του είναι από τον Ιανουάριο-Απρίλιο και σε υψόμετρα από 200-1.300μ. με άνθη λευκά και τα τρία εξωτερικά τέπαλα να έχουν μία μοβ πινελιά. Επίσης ο γάλανθος Galanthus elwesii, ο οποίος ανήκει στην οικογένεια Amaryllidaceae και στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου εμφανίζεται στη Λέσβο, Σάμο και Χίο. Φύεται σε ξέφωτα δασών, υγρές γενικά τοποθεσίες και υγρά λιβάδια και ανθίζει τον Φεβρουάριο – Απρίλιο.
Από τον λεγόμενο ποώδη όροφο του όρους θα βρούμε είδη όπως το Leontodon tuberosus, Urginea maritima, Anagalis arvensis, Dactylis glomerata, Asphodelus ramosus, Tordylium apulum, Urospermum picroides και σε πιο μικρούς πληθυσμούς τα είδη Centaurea raphanina subsp. raphanina, Crepis cretica, Medicago coronata, Euphorbia exigua, Gagea graeca, Daucus involucratus, Plantago afra, Eryngium campestre, Scandix pecten–veneris κ.ά.
Κατεβαίνοντας λίγο πιο χαμηλά, αν και το μέγιστο υψόμετρο του οικότοπου φτάνει τα 20μ., το γεωλογικό υπόστρωμα παραμένει ασβεστολιθικό. Ο οικότοπος του Πελινναίου σε αυτό το ύψος παρουσιάζει κατά το μεγαλύτερο ποσοστό κλίσεις από 30 έως και πάνω από 100% και παρουσιάζεται ανεξάρτητος από εκθέσεις και δεν διατρέχει κίνδυνο υποβάθμισης. Σε αυτό το οικοσύστημα θα παρατηρήσουμε πολλά είδη Limonium (περίπου 12 διαφορετικά είδη με πιο συχνό το Limonium graecum). Σε μεγάλη συχνότητα εμφανίζονται τα είδη Silene sedoides, Frankenia hirsuta, Frankenia pulvurulenta, Crithmum maritimum, Lotus cytisoides που θεωρούνται χαρακτηριστικά των ανώτερων συνταξινομικών μονάδων. Οι κοινότητες των παράκτιων απότομων βράχων αποτελούν ένα οικολογικά πολύ εξειδικευμένο τύπο οικότοπου με μεγάλη ποικιλομορφία στο Αιγαίο. Αν και η χλωριδική τους σύνθεση είναι «φτωχή» όσον αφορά τον αριθμό των ειδών, θα βρούμε σπάνια ή ενδημικά είδη προσαρμοσμένα στις ιδιαίτερες συνθήκες της περιοχής. Στις νησίδες που εμφανίζονται στην περιοχή αυτή είναι η Silene holzmannii και η Anthemis glaberrina (περιορισμός στους παράκτιους βράχους). Γι’ αυτά τα είδη απαιτείται η λήψη μέτρων και είναι απαραίτητη η λήψη μέτρων.
Για τις ορχιδέες που εμφανίζονται στην οροσειρά του Πελινναίου έγινε αναφορά στο προηγούμενο άρθρο, αλλά τα είδη αναφέρονται από τον Παντελή Σαλιάρη στο βιβλίο του «Natura Chia».
Πρέπει να αναφερθεί ότι πολλά από τα είδη που αναφέρω έχουν ιδιαίτερο φαρμακευτικό ή παραφαρμακευτικό ενδιαφέρον, το οποίο μελετάται πλέον εκτενώς από την ερευνητική ομάδα του Αλέξιου-Λέανδρου Σκαλτσούνη στην φαρμακευτική ΕΚΠΑ σε συνεργασία με την Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου, με αποκορύφωμα την ένταξη στην αναπτυξιακή πολιτική της Περιφέρειας της δημιουργίας «Κέντρου Αριστείας Φυσικών Προϊόντων» με έδρα την Λέσβο.
*Φαρμακοποιός / Χημικός Φαρμάκων, διδάκτορας Ιατρικής σχολής “La Sapienza” της Ρώμης
Μεταδιδακτορικός ερευνητής της Φαρμακευτικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Email: [email protected]