Νέα έρευνα δείχνει ότι οι νεαρές γυναίκες με προεκλαμψία στην πρώτη τους εγκυμοσύνη είχαν διπλάσια πιθανότητα να αναπτύξουν χρόνια υπέρταση αρκετές δεκαετίες αργότερα.
Επίσης, είχαν 70% μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης διαβήτη τύπου 2 και 33% μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης υπερχοληστερολαιμίας, ακόμη και μετά από εκτεταμένη προσαρμογή για συγχυτικούς παράγοντες, όπως ο δείκτης μάζας σώματος, το κάπνισμα και το οικογενειακό ιστορικό.
Οι γυναίκες που παρουσιάζουν προεκλαμψία ή υπέρταση κύησης πρέπει να ενημερώνουν τον γιατρό τους και να υιοθετούν μια υγιεινή διατροφή και να αλλάξουν τρόπο ζωής -όπως θα έκαναν αν είχαν οικογενειακό ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου – για να μειώσουν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο και να καθυστερήσουν την εμφάνιση της νόσου, δηλώνουν οι ερευνητές.
Οι τρέχουσες κατευθυντήριες οδηγίες των ΗΠΑ και της Ευρώπης αναγνωρίζουν ήδη ότι οι γυναίκες με υπέρταση στην κύηση έχουν αυξημένο κίνδυνο να εμφανίσουν καρδιαγγειακά νοσήματα και ότι το μαιευτικό ιστορικό μιας γυναίκας σχετίζεται με τον τρόπο παρακολούθησης των γυναικών τα έτη μετά την εγκυμοσύνη.
Αν και δεν είναι η πρώτη μελέτη που υποδηλώνει μια σχέση μεταξύ υπέρτασης της κύησης και της επακόλουθης καρδιαγγειακής νόσου, η παρούσα μελέτη περιλαμβάνει την πιο εμπεριστατωμένη προσαρμογή για τους συγχυτικούς παράγοντες αυτής της σχέσης και είναι μία από τις μεγαλύτερες μελέτες με αυτό το αντικείμενο.
Περίπου το 15% των εγκύων γυναικών αναπτύσσει υπέρταση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, η παρακολούθηση των οποίων δείχνει ότι διπλασιάζεται ο κίνδυνος εμφάνισης στεφανιαίας νόσου στο μέλλον.
Στην πραγματικότητα, σύμφωνα με τις κατευθυντήριες γραμμές της American Heart Association το 2011, οι κλινικοί γιατροί πρέπει να εκτιμούν τον κίνδυνο στεφανιαίας νόσου εξετάζοντας το ιστορικό υπερτασικών διαταραχών της εγκυμοσύνης, αλλά υπάρχουν λίγα δεδομένα σχετικά με τους παράγοντες κινδύνου που θα πρέπει να εξετάζονται καθώς και τη συχνότητα και το χρονοδιάγραμμα της παρακολούθησης.
Για τη μελέτη αυτή οι ερευνητές συμπεριέλαβαν 58.671 έγκυες γυναίκες που δεν είχαν υπέρταση, διαβήτη τύπου 2 ή υπερχοληστερολαιμία κατά την έναρξη.
Από αυτές τις γυναίκες, το 2,9% εμφάνισε υπέρταση (νεοεμφανιζόμενη αρτηριακή πίεση τουλάχιστον 140/90 mm Hg), το 6,3% εμφάνιζε προεκλαμψία (διαβήτη κύησης συν πρωτεϊνουρία) και οι υπόλοιπες δεν παρουσίασαν προβλήματα κατά τη διάρκεια της πρώτης κύησης. Οι γεννήσεις σημειώθηκαν μεταξύ 1964 και 2008.
Έως το τέλος του 2013 (έως και 50 χρόνια παρακολούθησης), το ένα τρίτο των γυναικών είχαν αναπτύξει χρόνια υπέρταση, το 6,4% είχε αναπτύξει διαβήτη τύπου 2 και το 55,6% είχε αναπτύξει υπερχοληστερολαιμία.
Σε σύγκριση με μια κανονική εγκυμοσύνη, η υπερτασική διαταραχή κατά την εγκυμοσύνη, προέβλεπε αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης παραγόντων κινδύνου στεφανιαίας νόσου μετά από προσαρμογή για δείκτη σωματικής μάζας, σωματική δραστηριότητα, οικογενειακό ιστορικό υπέρτασης ή διαβήτη τύπου 2, ηλικία πρώτης γέννησης, φυλή/εθνικότητα, χρήση από του στόματος αντισυλληπτικών, κάπνισμα, κατανάλωση οινοπνεύματος, βαθμολογία δείκτη υγιεινής διατροφής και εκπαίδευση γονέων.
Οι γυναίκες που εμφάνισαν χρόνια υπέρταση είχαν διαγνωσθεί σε μια μέση ηλικία, περίπου 45 (εύρος, 40-50) ετών εάν είχαν διαβήτη κύησης ή προεκλαμψία έναντι μέσης ηλικίας 50 ετών (45-54 ετών), εάν είχαν φυσιολογική αρτηριακή πίεση κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης τους.
Ο αυξημένος κίνδυνος ανάπτυξης χρόνιας υπέρτασης ήταν ισχυρότερος τα 5 χρόνια μετά τη γέννηση, αλλά συνέχισε κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης.
Παρομοίως, γυναίκες με υπερτασικές διαταραχές κατά την εγκυμοσύνη εμφάνισαν διαβήτη τύπου 2 ή υπερχοληστερολαιμία σε νεαρότερη ηλικία.
Χρειαζόμαστε βέβαια περισσότερες προοπτικές μελέτες με επαναλαμβανόμενες μετρήσεις των παραγόντων κινδύνου στεφανιαίας νόσου στις γυναίκες μετά τον τοκετό για να καθορίσουμε τις βέλτιστες στρατηγικές παρακολούθησης και πρόληψης, σύμφωνα με τους ερευνητές.