Στην συγκεκριμένη οικογένεια ανήκουν τα είδη Galium sp. 23 διαφορετικά είδη εμφανίζονται στην χλωρίδα των νησιών του Βορείου Αιγαίου. Το πιο κοινό από αυτά είναι to Galium aparine (Εικόνα 1). Θα το βρούμε στις άκρες των δρόμων, στους κήπους κ.α. Όρθιο ή απλωμένο, ετήσιο, με μαλακό, αδρό και ακανθωτό βλαστό, τετράγωνο, έως 1μ. που εύκολα αποσπάται και κολλά στα ρούχα. Φύλλα 1-5εκ., γραμμοειδή – λογχοειδή, 6-8 μαζί σε δακτύλιο, με αγκιστροειδής άκανθες στα χείλη. Άνθη λευκά, 2-4 χιλ., σε μισχωτούς σχηματισμούς, 2-5 μαζί, με ένα φυλλοειδές βράκτιο στην βάση, με ανθοφορία από Μάϊος-Οκτώβριο. Παρουσιάζει καρπούς από 4-6χιλ., με αγκιστρωτές άκανθες διογκωμένες στην βάση. Οι εθνοφαρμακολογικές αναφορές για το συγκεκριμένο είδος είναι αρκετές και βασική αυτή ως διουρητικό. Επίσης χρησιμοποιείται για την θεραπεία της σμηγματορροϊκής δερματίτιδας, του εκζέματος και της ψωρίασης. Φυτοχημική ανάλυση των εκχυλισμάτων του ανέδειξε την παρουσία φαινολών, ταννινών, αλκαλοειδών, ανθρακινόνες, κουμαρίνες, ιριδοειδή, asperuliside, φλαβονοειδή και σαπωνίνες. Σαν κατάπλασμα χρησιμοποιείται εξωτερικά σε έλκη, τραύματα και δερματικές παθήσεις. Χρησιμοποιείται στην θεραπεία της αμυγδαλίτιδας, της κυστίτιδας και της ηπατίτιδας. Το φυτό συλλέγεται την περίοδο Μάϊο-Ιούνιο στην ανθοφορία του και αποξηραίνεται. Η δόση είναι 2-4γρ. ξηρού φυτού σε ένα φλιτζάνι νερού που βράζει., 3 φορές την ημέρα. Παράλληλα από την ρίζα του φυτού παράγεται μία κόκκινη χρωστική. Η asperuloside που περιέχει είναι ένα ιριδοειδές με ιδιαίτερη σημασία καθώς έχει αποδειχθεί ότι παίζει σημαντικό ρόλο στα μονοπάτια της φλεγμονής. Σε κυτταρικές καλλιέργειες έχει βρεθεί ότι μειώνει σημαντικά την παραγωγή νιτρικού οξέος, προσταγλανδίνης Ε2 (PGE2), TNF-s καθώς επίσης και της IL-6. Αυτό σε συνέργεια με τις ανθρακινόνες μπορεί να εξηγούν από ανοσολογική μεριά τον ρόλο των εκχυλισμάτων του συγκεκριμένου φυτού στις δερματολογικές παθήσεις όπως εκζέματα και ψωρίαση. Η asperuliside δίνει την οσμή της κουμαρίνης όταν το φυτό ξηραίνεται. Δραστική ουσία του φυτού είναι επίσης ο γλυκοζίτης της ανθρακινόνης, galiosin (ερυθρά χρωστική) με ειδική σπασμολυτική και αντιφλεγμονώδη δράση στο ουροποιητικό σύστημα. Πρέπει να γίνει γνωστό ότι η επαφή του χυμού του φυτού μπορεί να προκαλέσει δερματίτιδα σε ορισμένους ανθρώπους.
Στην ίδια οικογένεια ανήκει επίσης και το είδος Galium verum (Εικόνα 2). Κοινό φυτό σε παραθαλάσσιες ή παραποτάμιες περιοχές. Όρθιο ή απλωμένο πολυετές., άτριχο, 15-100εκ. με βλαστούς αδρά τετράπλευρους. Φύλλα βαθυπράσινα γυαλιστερά 0,5-2,5εκ., γραμμοειδή οξύληκτα, με γυρισμένα χείλη, τριχωτά από κάτω, ανά 8-12 σε δακτύλιο. Άνθη κίτρινα, 2-4 χιλ., με 4 οξύληκτους λοβούς, σε μακρούς, τελικούς, φυλλοειδείς σχηματισμούς. Η ανθοφορία του είναι από τον Μάιο-Σεπτέμβριο και παρουσιάζει καρπούς 2 χιλ., λείους, άτριχους και μελανούς. Φυτοχημικά περιέχει τις ίδιες ουσίες με το προηγούμενο είδος και έχει περίπου την ίδια φαρμακευτική χρήση. Το υπέργειο τμήμα (βλαστοί, άνθη, φύλλα), εσωτερικά μετά από βρασμό χρησιμοποιούνται σαν διουρητικά, κατά της νεφρολιθίασης, κατά της κυστίτιδας, σαν αντισπασμωδικά και στυπτικά. Σκόνη από το φυτό χρησιμοποιείται για τους ερεθισμούς του δέρματος, τα τραύματα, τα έλκη και τις φλεγμονές. Από τις ρίζες του επίσης εξάγεται κόκκινη χρωστική ενώ από τα άνθη κίτρινη.
Στην ίδια οικογένεια ανήκουν επίσης τα είδη Rubia peregrina και Rubia tinctoria. (Εικόνες 3 και 4). Το πρώτο που λέγεται «Ριζάρι» είναι φυτό που εμφανίζεται στα μεγαλύτερα νησιά της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου (Λέσβος, Χίος, Σάμος και Ικαρία). Είναι εξαιρετικά τραχύ, ακανθωτό, έρπον ή αναρριχώμενο πολυετές., 30-120εκ., με τετράγωνους βλαστούς και κυρτές άκανθες στις ακμές. Τα φύλλα είναι ωοειδή-ελλειπτικά σε κύκλο, 1,5-6εκ., άκαμπτα και με κυρτές άκανθες στα χείλη και στο κάτω μεσαίο νεύρο. Τα άνθη είναι πρασινωπά-κίτρινα, 5 χιλ., με 5 οξύληκτους λοβούς, σε μισχωτές συγκεντρώσεις από τον βλαστό. Η ανθοφορία του είναι από τον Μάϊο – Ιούλιο. Οι καρποί του είναι μάυρες, σφαιρικές ράγες, 4-6 χιλ. Το φυτό θεωρείται αφροδισιακό, εμμηναγωγό και διουρητικό. Κυρίως όμως χρησιμοποιείται για την κόκκινη χρωστική που εξάγεται από τις ρίζες του.
Αυτή η χρωστική εξάγεται κυρίως όμως από την Rubia tinctoria. Λαμπρή, ερυθρή χρωστική με την οποία έβαφαν τα νήματα για βιομηχανική χρήση. Ρίζες ηλικίας 2-3 ετών συλλέγονται την περίοδο του Φθινοπώρου και της Άνοιξης, ξηραίνονται και επεξεργάζονται. Τις βράζουν και η κόκκινη χρωστική φιλτράρεται και χρησιμοποιείται για την βαφή μάλλινων υφασμάτων. Σαν στερεωτικό χρησιμοποιούνταν παράλληλα και στυπτηρία. Την ίδια χρωστική βγάζουν επίσης και τα φύλλα αλλά σε μικρότερες ποσότητες. Η χρωστική ανήκει στις ανθρακινόνες και κυρίως στην αλιζαρίνη η οποία και χρησιμοποιείται από το 2000 π.Χ. Η ρίζα έχει χρήση επίσης σαν στυπτική, διουρητική, χολαγωγή και εμμηναγωγή.
(Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο «Φυτά της Ελλάδας. Η έρευνα στην Λέσβο», Μάκης Αξιώτης, Βαγγέλης Αξιώτης, εκδόσεις Ενδελέχεια).
*Φαρμακοποιός / Χημικός Φαρμάκων, διδάκτορας Ιατρικής σχολής “La Sapienza” της Ρώμης
Μεταδιδακτορικός ερευνητής της Φαρμακευτικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.