Του Αριστείδη Καλάργαλη*
Πριν τριάντα πέντε χρόνια, περίπου, πήγαμε για μπάνιο με κάποιον φίλο, στον Άγιο Ισίδωρο. Φτάνοντας στην παραλία βλέπουμε πολλές ομπρέλες. Παραξενευτήκαμε, αλλά καθίσαμε κάτω από μία. Σε λίγη ώρα έρχεται κάποιος ζητώντας κάποιο ποσό, για τη χρήση της. Ήταν η πρώτη φορά που ακούσαμε για χρήση ομπρέλας με πληρωμή. Αντιδράσαμε, ως μεταέφηβοι, λέγοντας να την πάρει, ώστε να βάλουμε τη δική μας σ’ αυτή τη θέση. Σήμερα σχεδόν σε όλες τις παραλίες, μικρές ή μεγάλες, γνωστές ή όχι τοποθετήθηκαν ομπρέλες και ξαπλώστρες. Τόσες που μένει λίγος ελεύθερος χώρος. Δεν γνωρίζουμε αν οι δήμοι εισπράττουν τα αναλογούντα έσοδα από τους ιδιώτες που διαχειρίζονται τον δημόσιο χώρο της παραλίας· νομίζω πως όχι ή ελάχιστα. Αλλά το σημαντικό είναι η ιδιωτική χρήση ενός δημόσιου χώρου, ειδικά η υπερχρήση έως κατάχρησης.
Τα χρόνια που οι πρόγονοί μου λειτουργούσαν καφενείο πλήρωναν φόρο πεζοδρομίου. Αυτό σήμαινε ότι το κάθε κατάστημα μπορούσε να βγάλει τραπέζια σε δημόσιο χώρο όσο ήταν το μήκος του οικήματος και για αυτό πλήρωνε, κάθε χρόνο τον αντίστοιχο φόρο. Κι όταν γινόταν έλεγχος ανάμεσα στα παραστατικά ήταν και η βεβαίωση πληρωμής αυτού του φόρου. Σήμερα πληρώνουν τα καταστήματα για τη χρήση του δημόσιου χώρου; Σίγουρα να βγάλουν ένα μεροκάματο, όπως λέει ο αντίλογος. Αλλά ως την άλλη άκρη που έξω από κάποια μαγαζιά υπάρχουν κιόσκια, ψυγεία, κατασκευές σταθερές ή εποχικές και άλλες παρεμφερείς καταστάσεις απέχει από την απλή χρήση.
«Τα δημόσια και τα ιδιωτικά» είναι ο τίτλος μιας μικρής σειράς δοκιμίων του Οδυσσέα Ελύτη. Αυτές τις δυο έννοιες πρέπει να ξεχωρίσουμε και να ενισχύσουμε τον δημόσιο χώρο. Πρώτα να ενδιαφερθούμε για αυτόν. Συχνά εντοπίζουμε σακούλες απορριμμάτων πεταμένες σε κάποια σημεία των δρόμων ή αλλού. Το έξω από την πόρτα και την αυλή μου επικρατεί. Πρέπει να σημειώσουμε ότι οι δημόσιοι χώροι δεν έχουν την αντιμετώπιση και φροντίδα από αυτούς που ως φορείς είναι υπεύθυνοι για αυτό. Περπατούσα πριν λίγες μέρες στο λιμάνι του Περάματος. Πριν μερικά χρόνια επισκευάστηκε αρκετά. Η προκυμαία διαμορφώθηκε για να πλακοστρωθεί. Για κάποιο χρόνο είχε βαθούλωμα, εκεί που θα τοποθετούνταν οι πέτρες. Μετά έπεσε, έριξαν τσιμέντο. Στην έξοδο του χωριού, δίπλα στο εργοστάσιο Σουρλάγκα, υπάρχει μια πινακίδα που απαγορεύει να ρίχνονται μπάζα και σκουπίδια. Όμως πριν πολλά χρόνια στον ίδιο χρόνο άλλη πινακίδα προέτρεπε τη ρίψη μπαζών (με τη διευκρίνιση «όχι σκουπίδια»). Κατά διαστήματα, όπως πρόσφατα, μετά την Ευρειακή ρίχνονται μπάζα στον υγρότοπο. Είναι η μεγάλη αυλή, ως προέκταση του ιδιωτικού.
Αν δούμε τους χειμάρρους που περνάνε από τα χωριά θα διαπιστώσουμε ότι έχουν περιοριστεί αρκετά λόγω μπαζώματος. Τσιμεντώθηκαν οι κοίτες και οι όχθες, σε κάποιους χτίστηκαν οι όχθες, έγιναν δρόμος, γενικά περιορίστηκε το πλάτος τους. Οπότε σε κάποια μελλοντική βροχή το νερό δεν θα έχει την απαραίτητη διέξοδο. Μετά θα ψάχνουν τι έφταιξε. Ένας δημόσιος χώρος καταπατείται για ίδιον συμφέρον.
Διαισθάνομαι ότι το θέμα δημόσιος χώρος και ενδιαφέρον για αυτόν είναι δύσκολο. Γιατί από μικρή ηλικία κι από το σπίτι μας δεν δείχνουμε το απαραίτητο ενδιαφέρον για ό,τι το κοινό. Τελευταία παρατήρηση. Αν σε μια σχολική τάξη ή αυλή δείτε χαρτιά ή άλλο σκουπίδι και ρωτήστε ποιος το πέταξε θα πάρετε την απάντηση από όλους «κύριε δεν το πέταξε εγώ». Οπότε μένει ο κανένας.
*Ο Αριστείδης Καλάργαλης είναι εκπαιδευτικός και πρώην Διευθυντής Εκπαίδευσης Βορείου Αιγαίου