Γράφει ο Δημήτριος Χατζηλίας
Εκπαιδευτικός – Πολιτικός Επιστήμων – Νομικός
Στις 13 Οκτωβρίου του 1942 σκότωσαν στην αγροτική περιοχή του Σκαλοχωρίου «Ποταμάτσια» το δάσκαλο Στρατή Τικέλλη.
Ο Στρατής Τικέλλης γεννήθηκε στο Σκαλοχώρι το 1915. Αριστούχος μαθητής, τελείωσε το Δημοτικό Σχολείο του Σκαλοχωρίου, με την προτροπή και βοήθεια του δασκάλου του Χριστόδουλου Παυλιόγλου το Ελληνικό Σχολείο και μετά το Πεντατάξιο Διδασκαλείο Αλεξανδρούπολης (1936).
Το 1937 διορίστηκε στην Ερεσό και το 1940 μετατέθηκε στο Σκαλοχώρι.
Ήταν μυημένος, όπως και άλλοι εκπαιδευτικοί της Λέσβου, σε απελευθερωτική οργάνωση, είχε φιλία με το δάσκαλο Θεόφραστο Γέρου και το φιλόλογο Βασίλη Αρχοντίδη και ήταν στο χωριό μέλος της επιτροπής (1942) που συγκέντρωνε σιτηρά. Διαπίστωσε ότι τις νύχτες έκλεβαν από τις αποθήκες τα σιτάρια, τα πήγαιναν στα σπίτια ορισμένων, όχι πτωχών, και στη θέση τους έβαζαν σακιά με σκύβαλα. Ζήτησε να σταματήσει η κλοπή, πράγμα που δεν έγινε.
Ήταν Κατοχή και υπήρχε φόβος μήπως το μάθουν οι Γερμανοί. Σκέφθηκαν να τον παγιδέψουν. Με «έμπιστό» του πρόσωπο τον ειδοποίησαν ότι στα «Κουτλογούνια» ή στα «Ποταμάτσια» θα έρχονταν μέλη της οργάνωσης στην οποία ήταν μυημένος. Πήγε στα Ποταμάτσια αφού πέρασε από κούλες παραπλήσιων περιοχών, όπου και η οικογένειά του είχε ακίνητο.
Στα «Ποταμάτσια» τον περίμεναν οι εκτελεστές. Τον έπιασαν, τους ξέφυγε και ζήτησε βοήθεια από παρακείμενες καθισιές. Όλες όμως ήταν κλειστές. Τον ξαναέπιασαν, τον σκότωσαν και τον πέταξαν σε ένα γκιόλι. Ήταν τέτοια η αγριότητα που του έκοψαν ακόμη και τη φύση. Οι λεπτομέρειες των διάφορων περιγραφών και διαδόσεων, πριν και μετά τη δολοφονία, δεν είχαν τέλος.
Την άλλη μέρα πήγε βάρκα, με ψαρά από άλλο χωριό, του έδεσαν πέτρα στο λαιμό και τον έριξαν βαθιά στη θάλασσα. Μερικοί είδαν, αλλά σιώπησαν.
Η «φήμη» για την τύχη του διαδόθηκε στο χωριό και άρχισαν να ψάχνουν από στεριά και θάλασσα. Την μεθεπόμενη μέρα ο Σκαλοχωρίτης ψαράς Μιχάλης Λημναίος τον βρήκε, τον ανέσυρε και με τη βάρκα του τον μετέφερε από τα Ποταμάτσια στο Τσαμούρ Λιμάνι.
Όταν περνούσε από την Μπαλίνη ο ψαράς φώναζε: «Τον βρήκαμε, τον βρήκαμε το δάσκαλο». Ο πατέρας μου είπε: «Το φάγανε, το φάγανε το δασκαλέλ».
Από το Τσαμούρ Λιμάνι, που τον είδαν πολλοί, τον μετέφεραν στο Α’ Νεκροταφείο του χωριού.
Οι αρμόδιες υπηρεσίες και οι ειδικοί αποφάνθηκαν: «Αυτοκτονία». Το ότι ο Τικέλλης ήταν ορφανός και η εποχή δύσκολη διευκόλυναν την κατάσταση.
Το τραγικό τέλος του Στρατή Τικέλλη πέρασε στο χωριό, και σε όλους τους «παλιούς», από τα γεγονότα και την ιστορία στο μύθο. Η αποτρόπαιη πράξη, οι γνωστοί ή άγνωστοι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί, εκείνοι που είδαν και σιώπησαν, οι αστυνομικές αρχές που τυφλώθηκαν, οι ειδικοί που δεν κατάλαβαν, η κοινωνία που ανέχθηκε και, χωρίς να ξεχάσει, αρκέστηκε στο «έστι δίκης οφθαλμός ος τα πανθ’ ορά» (δηλαδή όλοι οι υπαίτιοι τιμωρήθηκαν από το Θεό), συνθέτουν την ηρωϊκή διάσταση του μύθου, ο οποίος συνεχίζεται.
Ο φόνος του νεαρού δάσκαλου δεν έχει καμιά σχέση ή ομοιότητα με τους φόνους των: Α. Βατέλλη, Ι. Χατζηγιαννέλλη, Χ. Καταξινού και Λ. Καρανικόλα, που έγιναν στο χωριό πριν πολλά χρόνια.