Έχοντας αναδείξει τη δεκαετία του 2000 την κολύμβηση της Λέσβου εντός και εκτός ελληνικών συνόρων, οι αδελφές Καβαρνού μέσα από την προσπάθεια και τον πρωταθλητισμό τους πέρασαν στο πάνθεον του λεσβιακού αθλητισμού κάνοντάς μας περήφανους με τις επιτυχίες τους. Από τότε πέρασαν πολλά χρόνια ώστε να ολοκληρώσουν τον κύκλο τους στις πισίνες και στους χώρους άθλησης και να ακολουθήσουν η καθεμιά τους “το ποτάμι της ζωής”. Η Βάσια Καβαρνού στα 42 της χρόνια σήμερα, μητέρα δύο παιδιών και σύζυγος, έκανε μια συνειδητή επιλογή να αφήσει τη Μυτιλήνη ακολουθώντας τον άνθρωπο που αγάπησε στο χωριό Λάμπου Μύλους, όπου κατοικούν οικογενειακώς.

Και όπως η σεμνότητα χαρακτήριζε και εκείνη και την αδελφή της τις εποχές των μεγάλων επιτυχιών, έτσι και στη μετέπειτα ζωή της δεν το σκέφτηκε ούτε στιγμή για το αν θα έπρεπε να ασχοληθεί με τα κτηνοτροφικά. Ίσα-ίσα μάλιστα θέλοντας να βοηθήσει το σύζυγό της και να προωθήσει τη δουλειά τους, έβαλε στην επιχείρηση το γυναικείο μυαλό ώστε η κτηνοτροφική μονάδα του άντρα της να καθετοποιήσει κατά ένα μέρος την παραγωγή μέσα από την οικοτεχνία και τη διάθεση προϊόντων που φτιάχνονται από την ίδια με ποιότητα και μεράκι. Σήμερα τα «Νέα της Λέσβου» ενόψει της αυριανής Ημέρας της Γυναίκας έχουν τιμώμενο πρόσωπο τη Βάσια Καβαρνού, με την οποία μιλάμε για τη ζωή στον αθλητισμό και τη συνέχεια ως σύζυγος και μητέρα.
-Πώς ξεκινήσατε τον Πρωταθλητισμό στην κολύμβηση και τι σας πρόσφερε αυτό το ταξίδι;
«Ξεκίνησα στο άθλημα της κολύμβησης εδώ στο κολυμβητήριο της Μυτιλήνης που πλέον δεν υπάρχει δυστυχώς. Ήμουν έξι χρονών όταν ξεκίνησα. Στα 15 μου πήρα μεταγραφή στον Ολυμπιακό, κολυμπούσα μαζί με την αδερφή μου, Ειρήνη, που είναι δύο χρόνια μεγαλύτερη και μετά μέχρι τα 30 μου που ήθελα να επιστρέψω πίσω στη Μυτιλήνη και να κάνω προπονήσεις, τότε πια έκλεισε το κολυμβητήριο. Οι γονείς μου με πήγαν στην κολύμβηση. Είχα περάσει και από την ενόργανη, τη ρυθμική, αλλά πιο πολύ μας τράβηξε το νερό. Με την προπόνηση σιγά-σιγά ήρθε και ο πρωταθλητισμός. Μας είδαν και από την Αθήνα κάποιοι προπονητές. Το ταλέντο, η προσπάθεια, η αυτοσυγκέντρωση ίσως έπαιξαν ρόλο. Εγώ δεν θυμάμαι να πηγαίνω εκδρομές με το σχολείο με τους συμμαθητές μου γιατί είχα πάντα προπονήσεις διπλές. Πήγαινα πάντα με βρεγμένα τα μαλλιά μου στο σχολείο. Στις 5:00 πήγαινα προπόνηση και στις 8:00 στο σχολείο, γυρνούσα το μεσημέρι, έτρωγα, διάβαζα και πήγαινα ξανά στις 17:00 στην προπόνηση μέχρι 18 ετών. Μετά όταν τελείωσα το σχολείο πήγα στην Αθήνα. Τότε είχαμε πολλά παιδιά. Πρώτα από όλα είχαμε τρεις συλλόγους. Εγώ κολυμπούσα στο ΓΑΣ Λέσβου συγκεκριμένα τότε.
Αυτό το ταξίδι μου πρόσφερε εμπειρίες ζωής, πειθαρχία, ταξίδια. Όταν έκανα το πρώτο μου ταξίδι στα 13 μου στο Εδιμβούργο και στα 15 πήγα στη Σαγκάη στην Κίνα, δεν το κάνει αυτό ένα παιδί που δεν ασχολείται με τον αθλητισμό. Έχουμε γυρίσει όλο τον κόσμο.

Η διάκρισή μου η σημαντικότερη είναι το μεσογειακό μετάλλιο στην Αλμερία της Ισπανίας το 2005. Στα πενήντα μέτρα πρόσθια 3η θέση. Με όλες τις μεσογειακές χώρες. Πολύ ωραία εμπειρία. Επίσης, απέκτησα το 8ο παγκόσμιο σχολικό μετάλλιο, όπου πήρα την άνευ εξετάσεων για να μπω στη γυμναστική ακαδημία χωρίς πανελλήνιες εξετάσεις, την οποία δεν ήθελα ποτέ. Δεν ήθελα να γίνω προπονήτρια ή γυμνάστρια, οπότε δεν ασχολήθηκα με αυτόν τον τομέα. Δεν είχα σκεφθεί ποτέ ότι θα ζήσω στην Αθήνα. Το έλεγα, γιατί από το 2000 όταν 18 χρονών πρωτοπήγα στην Αθήνα, αν και μου άρεσε ο τρόπος ζωής στην Αθήνα, πάντα έλεγα από τότε ότι όταν θα κάνω οικογένεια θα γυρίσω στο νησί. Ήθελα να έχω ηρεμία και να βρίσκομαι κοντά στην οικογένειά μου. Γιατί ήταν έντονη ζωή αυτή που κάναμε εκεί πέρα. Όταν έχεις πρωί, απόγευμα προπονήσεις, γυμναστήρια, αγώνες, δεν ξεκουραζόμασταν ποτέ».
-Τι σας έκανε να πάρετε την απόφαση να αφήσετε τη ζωή στην πρωτεύουσα και να ζήσετε στο χωριό και να ασχοληθείτε με την παραγωγή και πώληση τραχανά;

«Έτυχε ο σύζυγός μου να είναι κτηνοτρόφος, οπότε έβλεπα τη διαδικασία αυτή με τα ζώα και τα γάλατα και ήταν μια ιδέα επειδή ήξερε και εκείνος να κάνει τραχανά και είπαμε να φτιάξουμε μια οικοτεχνία, η οποία έχει την επωνυμία Βασιλική Καβαρνού. Ασχολούμαστε συγκεκριμένους μήνες με τον τραχανά, από τον Απρίλιο μέχρι τον Οκτώβριο για να μπορεί να στεγνώνει. Παράγουμε και πουλάμε τραχανά σε Λέσβο και εκτός Λέσβου».
-Ποιες αξίες που αποκτήσατε στον αθλητισμό κρατάτε μέχρι σήμερα που εργάζεστε σε ένα τελείως διαφορετικό χώρο;
«Τον προγραμματισμό της ημέρας, τη διαχείριση του άγχους, τη συγκέντρωση. Δεν βγαίνω από το πρόγραμμά μου εύκολα, το οποίο έχω βάλει και στα παιδιά μου. Είναι τρόπος ζωής πια. Όταν το κάνεις 15 – 20 χρόνια δεν αλλάζει μετά όταν παντρευτείς. Μένεις ο ίδιος.
Δεν είναι απλό γιατί μια οικοτεχνία δεν παράγει μόνο, δηλαδή δεν βράζουμε μόνο το γάλα ή κάνουμε τις χάχλες, αλλά συσκευάζουμε με το σακουλάκι μας, βάζουμε το αυτοκόλλητο, δηλαδή όλη τη διαδικασία την κάνεις στο σπίτι. Είναι χρονοβόρα διαδικασία. Αν δεν ήταν ο σύζυγος δεν θα το έκανα ποτέ. Αφού υπήρχε η πρώτη ύλη την αξιοποίησα. Δεν χρειάζεται να αγοράσω εγώ γάλα από κάπου. Πολύς νέος κόσμος ψάχνει παραπάνω για να βρει το καλό προϊόν είτε στο γάλα, είτε στο κρέας».
-Τι σας γεμίζει περισσότερο από τη ζωή στο χωριό και την ενασχόληση με τα τοπικά προϊόντα;
«Στον προσωπικό τομέα με γεμίζουν τα παιδιά μου και ο σύζυγός μου, δηλαδή η οικογένειά μου και στον επαγγελματικό τομέα η ηρεμία ενός μικρού χωριού. Όταν πια θα γυρίσω σπίτι μου μετά από το τρέξιμο της Μυτιλήνης με τα μαθήματα, τα σχολεία θα κάτσω να ηρεμήσω. Τα Σαββατοκύριακά μου προσπαθώ να τα περνάω στο σπίτι. Να μην φεύγω καθόλου από το χωριό. Να βγούμε τη βόλτα μας στη φύση, στο χωράφι. Έχουμε αυτό το πλεονέκτημα. Δεν χρειάζεται να πάρουμε το αυτοκίνητο και να πάμε κάπου βόλτα».
-Υπάρχουν δομές για να ασχοληθούν τα παιδιά με τον αθλητισμό;
«Δυστυχώς δεν έχουμε τίποτα. Μόνο τις αλάνες. Πάρα πολύς κόσμος λέει ότι πάω σε κάποιο άθλημα γιατί δεν υπάρχει κολυμβητήριο. Αναγκαστικά και εγώ τα παιδιά μου θα ήθελα να τα πήγαινα στο κολυμβητήριο. Δεν θα τους έκανα πρωταθλητές. Δεν χρειάζεται να γίνουν όλοι πρωταθλητές, αλλά τουλάχιστον να ξέρουν να κολυμπάνε. Να είμαστε σε νησί και να μην έχουμε κολυμβητήριο τόσα χρόνια, από το 2011 που έκλεισε; Ένα κολυμβητήριο δεν καλύπτει μόνο την κλασική κολύμβηση που έκανα εγώ. Μέσα στο κολυμβητήριο υπάρχει δυνατότητα για καταδύσεις, συγχρονισμένη κολύμβηση, πόλο, είναι ένας χώρος για όλους, όπως και για άτομα με προβλήματα υγείας».
-Τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μια στροφή των νέων προς την επιστροφή στο χωριό και την εργασία στον γεωργικό τομέα. Ποια είναι, κατά τη γνώμη σας, τα οφέλη;
«Υπάρχουν πολλά οφέλη, και στον τρόπο ζωής. Το βλέπω και από τον σύζυγο, είναι πιο χαλαρός παρότι έχει τόσα ζώα να φροντίσει, ολόκληρη κτηνοτροφική μονάδα έχει, αλλά είναι πιο χαλαρός και πιο άνετος από τη ζωή που κάνουμε εμείς στην πόλη όταν κατεβαίνουμε. Αλλά παρόλα αυτά είναι μια δύσκολη δουλειά, δεν είναι απλή δουλειά όταν θες να είσαι πραγματικός αγρότης και κτηνοτρόφος. Δεν έχεις ωράρια, δεν έχεις γιορτές, ταξίδια. Δεν μπορείς να αφήσεις τα ζώα χωρίς φαγητό, θα πεθάνουν. Δεν υπάρχει μέρα που θα πεις θα το κλείσω το μαγαζί και θα φύγω».
-Νιώθετε πιο πολύ αγρότισσα;
«Μαμά, πιο πολύ! Γιατί εργάζομαι κάποιους συγκεκριμένους μήνες».
-Στις μέρες μας καταγράφεται αυξημένη η νεανική παραβατικότητα. Πώς πιστεύετε ότι ο αθλητισμός βοηθά στην καλή ανάπτυξη των παιδιών;
«Βοηθάει πάρα πολύ και θα μιλήσω για μένα προσωπικά. Δεν ξέρω τι φταίει στη σημερινή γενιά. Μάλλον φταίει το κινητό, το ίντερνετ. Όταν όλη μέρα ασχολείσαι με τον αθλητισμό και το διάβασμα δεν σου μένει χρόνος να χαζέψεις στα video game. Είτε είναι ομαδικό, είτε ατομικό το άθλημα, φτιάχνει χαρακτήρα το παιδί. Σπάνια θα δεις παιδί που ασχολείται με τον αθλητισμό να δημιουργεί πρόβλημα στο σχολείο ή γενικότερα. Υπάρχει πειθαρχία. Αν και πιστεύω ότι η βία μπορεί να διαμορφωθεί και από το σπίτι».