Σημαντικός ήταν ο ρόλος των αγωνιστών της Λέσβου στην αντίσταση κατά την Γερμανική Κατοχή σε όλη την Ελλάδα, καθώς ως γνωστόν η χώρα μας έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αποδυνάμωση των ναζιστικών στρατευμάτων και για αυτό η Ελλάδα αναγνωρίζεται ως προς την προσφορά της για την κατάρρευση των Γερμανών. Ενδιαφέροντα στοιχεία γύρω από την δράση των αγωνιστών του τόπου μας έχει δώσει μέσα από το συγγραφικό του έργο ο αείμνηστος δάσκαλος Απόστολος Αποστόλου, ο οποίος έμεινε στην ιστορία του τόπου μας ως δήμαρχος της Μυτιλήνης.
Ο Απόστολος Αποστόλου θεώρησε χρέος του να συγκεντρώσει σε βιβλία τις «Μνήμες» του από τα δραματικά γεγονότα της κατοχής και του εμφυλίου. Ο Αποστόλου φώτισε γνωστές και άγνωστες πτυχές των αγώνων του λεσβιακού λαϊκού κινήματος κατά των ξένων και ντόπιων εχθρών της πατρίδας μας, χωρίς να «θάψει» ή να προκαλέσει κανέναν. Το 1986 όταν οι «Μνήμες», το μεγάλο του έργο, κατέκτησαν το κοινό και απέκτησαν ιστορικό βάρος στη συνείδηση παλιών και νέων, προχώρησε στη «σκόρπια» καταγραφή περιστατικών, γεγονότων, καταστάσεων και σκιαγραφιών που έπρεπε να σημειωθούν καθώς έριχναν ακόμα περισσότερο «φως» στο σκοτάδι των δύσκολων χρόνων της κατοχής και του εμφυλίου.
Στο έργο του ο Αποστόλου περιγράφει με κάθε λεπτομέρεια τις συνθήκες διαβίωσης των κατοίκων της Λέσβου στα χρόνια της κατοχής. Οι άνθρωποι του νησιού είχαν στο αίμα τους την αντίσταση καθώς δεν ήθελαν «ξένος» να κυβερνάει στο νησί τους. Στα πρώτα χρόνια της κατοχής πολλοί άνθρωποι του νησιού πέθαιναν λόγω των κακουχιών αλλά και της πείνας. Η καθημερινότητα των κατοίκων είχε αλλάξει ριζικά. Όπως αναφέρει ο Αποστόλου στο έργο του: «Μαύρη και σκληρή ήταν η ζωή στα χρόνια της κατοχής. Προπαντός τα πρώτα χρόνια. Εκείνο το ‘41 υπήρξε φοβερό. Μας ξεδιάλεξε. Ο κόσμος ξαφνιάστηκε. Βρέθηκε ανέτοιμος. Και υποτάχτηκε στη μοίρα του. Κυριάρχησε το ένστικτο της αυτοσυντήρησης. Και ο καθένας πάλευε για τον εαυτό του. Να σταθεί στα πόδια του. Να εξοικονομήσει ό,τι μπορεί, να σώσει τα παιδιά του. Και μας έλειψαν τα πάντα. Δεν έβρισκες φαγώσιμα. Από αυτά που ξέραμε και είχαμε συνηθίσει. Και καταφεύγαμε στα πιο απίθανα. Τρέχαμε στα βουνά για να βγάλουμε βολβούς ασφόδελου, που τους κάναμε κεφτέδες». Σε άλλο σημείο του έργου επισημαίνει: «Μεγάλο ήταν το δράμα στα παιδιά. Και ήταν αβάσταχτος ο πόνος να τα βλέπεις να τριγυρνούν στους δρόμους, σκελετωμένα, με την απορία στα μάτια, εκλιπαρώντας λίγη βοήθεια».
Μετά τον πρώτο χρόνο, ο κόσμος της Λέσβου ξεκίνησε να συνειδητοποιεί ότι μόνο με την αντίσταση και τον αγώνα θα καταφέρουν να αντιμετωπίσουν τον «εχθρό» που είχε καταλάβει το νησί τους. Χαρακτηριστικά στοιχεία της περιόδου εκείνης ήταν η προσφορά και η αλληλεγγύη. Οι άνθρωποι μοιράζονταν το φαγητό τους, ενώ οι πιο εύποροι του νησιού που ήταν συγκεντρωμένοι στην Καλλονή εκείνο το διάστημα διέθεταν το «περίσσευμά» τους σε εκείνους οι οποίοι το είχαν πραγματικά ανάγκη. Όπως σημειώνεται στο έργο: «Η Καλλονή είχε αρκετούς πλούσιους εκείνη την εποχή. Τα χώματα του κάμπου της και της άλλης γύρω περιοχής ήταν πολύ γόνιμα. Και τα καλλιεργούσαν τότε, εντατικά. Δεν ήταν λίγοι οι μεγάλοι κτηματίες, που διάθεταν περισσέματα από σιτάρι και άλλα δημητριακά. Γι’ αυτό και στην περιφέρεια Καλλονής, κείνα τα χρόνια είχε αναπτυχθεί στη μαύρη αγορά. Πολλοί νοικοκυραίοι από διάφορα μέρη του νησιού, κατάφευγαν στην Καλλονή για να εξασφαλίσουν λίγα όσπρια. Και τα αντάλλασσαν με ό,τι πιο πολύτιμο είχαν».
Ο κόσμος οργάνωνε συσσίτια αλλά και συλλογές τροφίμων και ειδών πρώτης ανάγκης για να διατεθούν στους άπορους αλλά και σε εκείνους που λόγω των «κατακτητών» είχαν αποχωριστεί τα σπίτια τους και την περιουσία τους.
Αναφορά επίσης γίνεται και στην προσπάθεια των γυναικών οι οποίες έδιναν καθημερινό αγώνα και προσέφεραν βοήθεια παντού. «Έπρεπε να έρθει η Κατοχή, για να δώσει τη δυνατότητα η μαύρη αυτή εποχή στις γυναίκες της Λέσβου να αποκαλύψουν τον δυναμισμό, που έκρυβαν μέσα τους. Και στάθηκαν ανυποχώρητες στις επάλξεις του αγώνα. Αγωνίστηκαν θαρραλέα. Έδειξαν αντοχή θαυμαστή. Και πολλές φορές ξεπέρασαν τους άντρες. Ήταν χιλιάδες αυτές, που πάλεψαν με φανατισμό και αυταπάρνηση. Και μέσα από το σωρό των αστών στην πόλη. Μέσα από τις αναρίθμητες αγρότισσες, στην Ύπαιθρο. Πάρα πολλές ήταν εκείνες που ξεχώρισαν. Έγιναν οι διαλεχτές. Που όλες μιλούσαν για αυτές. Τις καμάρωναν. Και τις πρόσεχαν. Ήταν από όλες τις ηλικίες. Μεγάλες και μικρές. Ήταν απλές συντρόφισσες των αντρών με πολλές ευθύνες στο σπίτι, και ανήλικα παιδιά», υπογραμμίζει στο έργο του ο Αποστόλου.
Σε ένα από τα πιο χαρακτηριστικά σημεία του έργου του είναι και το Κεφάλαιο «Μια εκτέλεση», όπου εξιστορείται ένα περιστατικό που συνέβη στην Καλλονή με τον θάνατο πολλών αγροτών της περιοχής από χωροφύλακες και Έλληνες αξιωματικούς που προτίμησαν να υπακούσουν στις διαταγές των Γερμανών προχωρώντας ακόμα και σε εκτελέσεις αγροτών της Λέσβου. Πιο συγκεκριμένα αναφέρονται τα εξής: «Οι κατακτητές είχαν βγάλει διαταγή και ζητούσαν από τους παραγωγούς της περιοχής να παραδώσουν ένα μεγάλο μέρος της παραγωγής τους σε σιτάρι, δημητριακά και σταφύλια. Και οι χωριάτες σήκωσαν παντιέρα και δεν έστεργαν να συμμορφωθούν. Η διαγωγή του Γεωργόπουλου στην Καλλονή δεν ήταν αυτή που θα περίμενε κανείς από πατριώτη Έλληνα αξιωματικό. Τάχτηκε ενάντια στο λαό και θέλησε να υπηρετήσει τον κατακτητή. Στα διαβήματα και τις παρακλήσεις των Καλλονιατών να μην εκτελέσει τις εντολές που πήρε από τους Γερμανούς, δεν έδωσε σημασία. Οι άντρες του χτύπησαν και σκότωσαν τους αγρότες. Ο ίδιος μάλιστα κυνήγησε και πυροβόλησε τον γραμματέα του ΕΑΜ της περιοχής».
Μέσα στο έργο του ο Απόστολος Αποστόλου εξιστορεί μεμονωμένες περιπτώσεις ανθρώπων του νησιού που τάχθηκαν και αγωνίστηκαν με όλη τους την ψυχή ενάντια στον «κατακτητή». Ένας από αυτούς είναι και ο Ηλίας. Ο Ηλίας ήταν ένας από τους ανθρώπους που ζούσε στον Παλαιόκηπο Γέρας. Εκεί είχε αναπτυχθεί έντονα το κίνημα του ΕΑΜ. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν θετικοί στο να ενταχθούν και αυτοί. Η δράση του ΕΑΜ στην περιοχή ήταν έντονη και ο Ηλίας ήταν από τους κατοίκους της Γέρας που μπήκε απευθείας στο κίνημα. Επαναστάτης και υπέρμαχος του κατεστημένου. Έγινε το δεξί χέρι της Οργάνωσης φέρνοντας εις πέρας δύσκολες και επικίνδυνες αποστολές.
Κάθε βράδυ με τη βάρκα του έβγαινε στον κόλπο της Γέρας και βοηθούσε συναγωνιστές του περνώντας τους στην απέναντι όχθη. Μετά το πέρας της κατοχής μπήκε στη φυλακή. Παρόλο που άφησε πίσω του το σπίτι του και την οικογένειά του εκείνος δήλωνε χαρούμενος. «Πάνω από όλα ο αγώνας», συνήθιζε να λέει. Αφού βγήκε από τη φυλακή και πέρασαν πολλά χρόνια ξανασυναντήθηκε με τους παλιούς συναγωνιστές όταν ήρθε η δικτατορία το 1967. Μέχρι το τέλος της ζωής του δεν άφησε τη θάλασσα που τόσο αγαπούσε, αλλά και τον καθημερινό αγώνα απέναντι στο κατεστημένο.