Η ελαιοπαραγωγή διαδραματίζει πρωταγωνιστικό ρόλο στην οικονομία των νησιών της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου, όπως η Λέσβος, η Χίος και η Σάμος. Στην νήσο Λέσβο, περίπου το 70% της καλλιεργούμενης έκτασης του νησιού καλύπτεται από ελαιόδεντρα με μία αναλογία στον αριθμό ελαιόδεντρων ανά κάτοικο να είναι από τις υψηλότερες της χώρας (126 δέντρα ανά κάτοικο) και η συμβολή της στο Α.Ε.Π. της νήσου να ξεπερνάει το 15% σε ελαιοκομική περίοδο υψηλής παραγωγής.
Τα υγρά απόβλητα ελαιοτριβείων (λιοζούμια ή κατσίγαρος) χαρακτηρίζονται από ένα πολύ υψηλό και αργά βιοδιασπώμενο φορτίο, το οποίο επιβαρύνει σημαντικά τους φυσικούς αποδέκτες εξαιτίας απευθείας απόρριψής τους σε αυτούς. Στην Λέσβο, όπου τα ελαιουργεία έχουν μέση δυναμικότητα επεξεργασίας περίπου 2,1 τόνων ελαιόκαρπου ανά ώρα, ο μέσος ετήσιος όγκος των παραγόμενων υγρών απόβλητων ελαιουργείων μπορεί να ξεπεράσει τα 2.000 κυβικά μέτρα.
Αυτά τα απόβλητα διαταράσσουν τα οικοσυστήματα (φαινόμενα ευτροφισμού) και υποβαθμίζουν την ποιότητα του περιβάλλοντος. Δεν περιέχουν πρόσθετες χημικές ή άλλου είδους ουσίες ή παθογόνους μικροοργανισμούς, καθώς η μοναδική επέμβαση στην διαδικασία είναι η προσθήκη ζεστού νερού, αλλά λόγω των οργανικών οξέων και των φαινολικών που περιέχουν, υπάρχει αυξημένος κίνδυνος φυτοτοξικότητας. Οι φαινόλες, έχουν αντιοξειδωτική δράση και εμποδίζουν την διάσπαση των λιπαρών οξέων (Tsimidou et al., 1992), είναι όμως ιδιαίτερα τοξικές για την πανίδα των υδάτινων οικοσυστημάτων, για συγκεκριμένες κατηγορίες μικροοργανισμών και για τα φυτά όταν αυτά βρίσκονται σε βλαστικό στάδιο.
Τα στερεά απόβλητα των ελαιοτριβείων είναι κατά κύριο λόγο η ελαιοπυρήνα, που αποτελεί το 50% του βάρους του ελαιόκαρπου και έχει 50% υγρασία, ενώ περιέχει λάδι περίπου 10% επί ξηρού βάρους. Τα στερεά απόβλητα περιέχουν και αυτά πολυφαινόλες και υψηλή συγκέντρωση λιπαρών οξέων.
Στην Ελλάδα, οι κανόνες όσον αφορά στη διάθεση των υγρών αποβλήτων ελαιουργίας είναι ανεφάρμοστοι. Θεωρητικά με την τροποποίηση της Κοινής Υπουργικής Απόφασης (ΚΥΑ) που αφορά μέτρα εναλλακτικής διαχείρισης αποβλήτων των ελαιοτριβείων (ΦΕΚ 3924/Β/7-12-2016), θα ξεκινήσει να αντιμετωπίζεται ένα χρόνιο νομοθετικό πρόβλημα στον συγκεκριμένο τομέα, ώστε να υπάρξει μία βιώσιμη λύση. Μέχρι και τώρα οι εκάστοτε Περιφέρειες είναι οι αρμόδιοι φορείς για την υιοθέτηση κατάλληλων μεθόδων διαχείρισης. Οι άδειες λειτουργίας των ελαιοτριβείων χορηγούνται υπό την προϋπόθεση εφαρμογής κατάλληλων μεθόδων διαχείρισης των υγρών αποβλήτων ελαιουργίας, μερικές απ’ τις οποίες, ήταν και είναι η διάθεση σε κατάλληλα διαμορφωμένες εξατμισοδεξαμενές, η προ-επεξεργασία με υδράσβεστο πριν τη διάθεση και ο κλασματικός διαχωρισμός, μέσω φυσικής καθίζησης, όπου λαμβάνει χώρα περαιτέρω διαχείριση του κάθε κλάσματος ξεχωριστά. Ωστόσο, δεν υπάρχει μια και μόνο μέθοδος η οποία μπορεί να εξασφαλίσει αποδοτική επεξεργασία των υγρών αποβλήτων ελαιουργίας και με χαμηλό κόστος εφαρμογής για μια ελαιοπαραγωγική μονάδα, δεδομένης της γεωγραφικής διασποράς των ελαιοτριβείων και του μικρού μεγέθους των εγκαταστάσεων.
Στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου τα περισσότερα ελαιοτριβεία είναι τριφασικά και αυτό σημαίνει ότι η τεχνική φυγοκεντρικού διαχωρισμού που χρησιμοποιείται για την εξαγωγή του ελαιόλαδου είναι η φυγοκέντρηση 3 φάσεων με προσθήκη νερού στα decanters. Στην νέα τεχνική φυγοκεντρικού διαχωρισμού, αυτής των 2 φάσεων, δεν γίνεται προσθήκη νερού και έτσι το εξερχόμενο είναι μόνο το λάδι και ελαιοπυρήνας με ποσοστό υγρασίας 62%-70% σε αντίθεση με τα τριφασικά (40%-55%). Το μειονέκτημα στα διφασικά είναι ο υψηλής υγρασίας ελαιοπυρήνας που προκύπτει, ο οποίος δεν μπορεί να επεξεργαστεί από τα συμβατικά πυρηνελαιουργεία.
Επίσης πρέπει να αναφερθεί ότι στο φυγοκεντρικό σύστημα τριών φάσεων μειώνεται η ποσότητα των φυσικών αντιοξειδωτικών στο ελαιόλαδο λόγω του νερού που προστίθεται για την αραίωση της ελαιοζύμης. Η μικρότερη συγκέντρωση σε φυσικά αντιοξειδωτικά (πολυφαινόλες) οδηγεί σε μειωμένη αντοχή του ελαιόλαδου σε φαινόμενα αυτοοξείδωσης. Τα απόβλητα αυτών των ελαιοτριβείων και κυρίως στις νήσους Λέσβο και Σάμο δεν υφίστανται σχεδόν καμία επεξεργασία και διατίθενται απευθείας στους αποδέκτες, οι οποίοι είναι κυρίως χείμαρροι και θάλασσα, προκαλώντας σταδιακή υποβάθμιση των ποιοτικών χαρακτηριστικών τους.
Οι τρόποι επεξεργασίας των αποβλήτων μπορούν να διαχωριστούν σε δύο κατηγορίες. Στον μηχανικό και στον χημικό τρόπο επεξεργασίας. Στον μηχανικό τρόπο επεξεργασίας ανήκουν οι μέθοδοι όπως: επίπλευση, καθίζηση, δεξαμενή καθιζήσεως IMHOFF, διήθηση, διαχωρισμός με μεμβράνες και απολίπωση. Στον χημικό τρόπο επεξεργασίας ανήκουν μεθοδολογίες, όπως: χημική κατακρήμνιση, χημική οξείδωση, όζον, υπεροξείδιο του υδρογόνου, προχωρημένες οξειδωτικές μέθοδοι, ηλεκτροχημική οξείδωση, προσρόφηση.
Σήμερα η κύρια ή «εύκολη» ή αλλιώς «βιώσιμη» λύση που ακολουθείται από τα ελαιοτριβεία όσον αφορά την διαχείριση του κατσίγαρου είναι η διοχέτευση και αποθήκευσή του σε εξατμισοδεξαμενές ή ελλείψει υποδομών διατίθεται απευθείας στους χείμαρρους και μετά στην θάλασσα. Για την τελευταία «λύση», είναι εμφανές το πρόβλημα στην Λέσβο και ιδιαίτερα στον κόλπο της Γέρας και της Καλλονής, κατά την περίοδο της ελαιοπαραγωγής με το χαρακτηριστικό καφέ σκούρο/μαύρο χρώμα κατά μήκος των ακτών. Όσον αφορά τώρα τις εξατμισοδεξαμενές, η αλλοίωση των ποιοτικών χαρακτηριστικών των υπόγειων υδάτων λόγω απορρόφησης του κατσίγαρου, η έκλυση έντονων και δυσάρεστων οσμών, η αισθητική υποβάθμιση της περιοχής όπου εγκαθίσταται η εξατμισοδεξαμενή, αποτελούν κάποια από τα σημαντικά προβλήματα της συγκεκριμένης «λύσης διαχείρισης των υγρών αποβλήτων».
Μεγάλος αριθμός ερευνητικών έργων έχουν χρηματοδοτηθεί και χρηματοδοτούνται από την Ευρωπαϊκή Ένωση και από εθνικούς φορείς χρηματοδότησης για την εύρεση λύσεων για την διαχείρισή τους. Ο κύριος στόχος αυτών των μελετών/έργων είναι η ανάπτυξη τεχνολογιών ανάκτησης συστατικών των αποβλήτων (πολυφαινολικές ενώσεις) και η επαναχρησιμοποίησή τους ως πρώτες ύλες για την παρασκευή προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Τα αποτελέσματα αυτών των έργων αν και ιδιαίτερα επιτυχή, βρίσκουν μέχρι σήμερα περιορισμένη εφαρμογή κυρίως λόγω του υψηλού κόστους τους, στο οποίο είναι δύσκολο να αντεπεξέλθει μία μεμονωμένη μονάδα.
Το πρόβλημα στα νησιά της περιφέρειας είναι ότι τα ελαιοτριβεία αποτελούν ως επί το πλείστον μικρές οικογενειακές ή συνεταιριστικές επιχειρήσεις και δεν έχουν την δυνατότητα να εγκαταστήσουν και να στηρίξουν τέτοια συστήματα επεξεργασίας των υγρών αποβλήτων. Λύσεις αποτελούν τόσο η τεχνολογική αναβάθμιση των πυρηνελαιουργείων ώστε να είναι σε θέση να διαχειρίζονται πυρήνα υψηλής υγρασίας, όσο και η αναβάθμιση των διφασικών decanters των ελαιοτριβείων (που παράγουν και το καλύτερο ποιοτικά ελαιόλαδο). Τότε το πρόβλημα του κατσίγαρου θα είχε λυθεί, και θα μπορούσαν να στραφούν και στην διαχείριση του ρυπογόνου απόβλητου, σαν υποπροϊόν από το οποίο θα μπορούσε να παραλάβει συστατικά που θα του επέφεραν επιπλέον κέρδος.
Η δημιουργία όμως μίας κεντρικής μονάδας επεξεργασίας αποβλήτων στην Περιφέρεια θα μπορούσε να λύσει το πρόβλημα του κόστους εγκατάστασης των συστημάτων επεξεργασίας από τα μεμονωμένα ελαιοτριβεία. Θα μπορούσε επίσης να αποτελεί ανεξάρτητη μονάδα μέσα σε ένα ενιαίο κέντρο αξιοποίησης των προϊόντων αγροδιατροφής στην Περιφέρεια Βορείου Αιγαίου. Δεν πρέπει ποτέ να απομακρυνθεί από τους παραγωγούς η ιδέα ότι τα υποπροϊόντα ελαιοποίησης δεν αποτελούν απόβλητα, αλλά εμπεριέχουν συστατικά τα οποία μπορούν να εκμεταλλευτούν οι ελαιοπαραγωγοί και γενικά η Περιφέρεια στα προϊόντα αγροδιατροφής της.
H λύση στην διαχείριση των ελαιουργικών «αποβλήτων» θα πρέπει να είναι τεχνικά εφικτή και ολοκληρωμένη, καθώς θα οδηγηθούμε για ακόμα μία φορά σε αστοχία σχεδιασμού.
*Ο Βαγγέλης Αξιώτης είναι Φαρμακοποιός / Χημικός Φαρμάκων, διδάκτορας Ιατρικής σχολής “La Sapienza” της Ρώμης
Μεταδιδακτορικός ερευνητής της Φαρμακευτικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Email: [email protected]