Του Βαγγέλη Αξιώτη*
Στο προηγούμενο άρθρο αναφερθήκαμε γενικά στην γεωμορφολογία της νήσου Λέσβου και στο κατά πόσο αυτή παίζει ουσιαστικό ρόλο στην διαμόρφωση της φυτικής βιοποικιλότητας μαζί με άλλους παράγοντες, όπως οι βιοκλιματικές συνθήκες. Αναφερθήκαμε στην σχέση της νήσου Λέσβου με την Μικρά Ασία (όσον αφορά την μικρή απόσταση και τον σχετικά πρόσφατο γεωλογικό διαχωρισμό). Πόσο σημαντικό ρόλο έπαιξαν τόσο η «γεωλογική» γέφυρα μεταξύ της Μικράς Ασίας και των νησιών του Βορειοανατολικού Αιγαίου, όσο και ο διαχωρισμός τους; Καθοριστικό για την φυτική βιοποικιλότητα των νησιών μας και σε τέτοιο βαθμό, που η εθνοφαρμακολογία στα παράλια της Μικράς Ασίας και στα νησιά του Αιγαίου να είναι σχεδόν πανομοιότυπη, αν φυσικά εξαιρέσουμε την επίδραση της δυτικής ιατρικής στα ελληνικά νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου σε σχέση με τις ακτές της Τουρκίας όπου η σύγχρονη εθνοφαρμακολογία είναι πιο έντονη. Θα μιλήσουμε όμως για την εθνοφαρμακολογία στα νησιά της περιφέρειας Βορείου Αιγαίου και τις ομοιότητες με την γειτονική Τουρκία σε επόμενο άρθρο.
Τα νησιά αποτελούν σαφώς καθορισμένες «περιοχές κατακερματισμού» που καθιστούν δυνατή και αξιόπιστη την απογραφή πληθυσμών συγκεκριμένων φυτικών ειδών και είναι δυνατή η οριοθέτηση της εξάπλωσής τους. Επίσης είναι γνωστό το φαινόμενο του ενδημισμού στα νησιά, που οφείλεται ακριβώς σε αυτή την απομόνωση ή οριοθέτηση του γεωγραφικού χώρου εξάπλωσής του. Οι παράγοντες που επηρεάζουν τον αριθμό των ειδών είναι η έκταση του γεωγραφικού χώρου εξάπλωσης, το στάδιο της απομόνωσης, το υψόμετρο και η ποικιλία των οικότοπων και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο η σχέση της νησιωτικής ποικιλομορφίας και ο αριθμός των ενδημικών φυτικών ειδών αποτέλεσε αντικείμενο ερευνητικών εργασιών (Morison, 2002; Willerslev et al., 2002; Panitsa et al., 2006; Duarte et al., 2008). Επιπλέον, τα ενδημικά και μη ενδημικά είδη σε διαφορετικές γεωγραφικές κλίμακες ενδέχεται να ανταποκρίνονται διαφορετικά στους περιβαλλοντικούς παράγοντες και γι’ αυτόν τον λόγο είναι πολύ σημαντικό να γίνει αναφορά στην μοναδική μελέτη για την διαμόρφωση των νησιωτικών κοινοτήτων ορχιδέων (βλ. Ackerman et al., 2007).
Το αρχιπέλαγος του Αιγαίου προσφέρει πολλά παραδείγματα νησιών τύπου «γης-γέφυρας» (Sfentourakis, 1996a), αλλά η ενδημικότητα, η παρουσία του ανθρώπου και ο ρόλος οίκο-γεωγραφικών μεταβλητών στην διαμόρφωση της χλωρίδας έχει μεταβάλει σε σημαντικό βαθμό την απλή θεωρία της παρουσίας ειδών από την ηπειρωτική Ασία (Μικρά Ασία). Ειδικά η περιοχή των νησιών του ανατολικού Αιγαίου και στην δικιά μας περίπτωση τα νησιά της Περιφέρειας Βορείου Αιγαίου της φυτογεωγραφικής περιοχής ΕAe (Λέσβος, Χίος, Σάμος, Ικαρία), παρουσιάζει μία αξιοσημείωτη χλωριδική ποικιλομορφία καθώς υπάρχει η παρουσία «φυτικών χαρακτηριστικών», τα οποία έχουν συγχωνευθεί στην διασταύρωση δύο ηπείρων (Ευρώπης και Ασίας). Η σύνθετη παλαιογεωγραφία και η γεωλογική ιστορία της περιοχής του Αιγαίου έχουν αναλυθεί εκτεταμένα (Parmakelis et al., 2006; Poulakakis et al., 2008) και κατά το πόσο αυτά έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην εξέλιξη του φυτικού πλούτoυ στα νησιά (Panitsa et al., 2010).
Η πλειοψηφία των νησιών του ανατολικού Αιγαίου ήταν μέρος της γειτονικής Μικράς Ασίας μέχρι το τέλος της τελευταίας εποχής των παγετώνων (Parmakelis et al., 2006), κάτι το οποίο αποδεικνύει ότι στην συγκεκριμένη γεωγραφική περιοχή παρουσιάζεται ομοιόμορφη χλωρίδα μέχρι περίπου 9.000 χρόνια πριν. Σύμφωνα με την μελέτη του Κατσικάτσου το 1992, κατά το Μέσο Μειόκαινο ο ελλαδικός χώρος με την Μικρά Ασία αποτελούσαν μία ενιαία ξηρά, ενώ η θάλασσα είχε αποσυρθεί νότια της Κρήτης και των Δωδεκανήσων και δυτικά της Πελοποννήσου και της Δυτικής Ελλάδας. Κατά το Ανώτερο Μειόκαινο η θάλασσα εισέβαλε σε ολόκληρο τον χώρο του Αιγαίου σε αντίθεση με το ανατολικό Αιγαίο, το οποίο συνέχισε να είναι ενωμένο με την Μικρά Ασία.
Αργότερα η χέρσος, που αποτελούσε τμήμα του Αιγαίου άρχισε να μετατρέπεται σε αρχιπέλαγος με τις λεγόμενες «χερσαίες γέφυρες» μεταξύ των ελληνικών νησιών του Αιγαίου και της Μικράς Ασίας. Αυτό επέτρεψε την μετανάστευση μεγάλου αριθμού στεππικών ασιατικών και αφρικανικών ζωικών ειδών. Θεωρείται ότι και κατά την διάρκεια του Πλειόκαινο-Πλειστόκαινου συνεχίστηκαν τα νησιά να αποτελούν τμήμα της μικρασιατικής χερσονήσου. Η δομή των ιζημάτων υποδεικνύει ότι τα νησιά ήταν ενωμένα με την χέρσο κατά το Ανώτερο Πλειστόκαινο και έγιναν νησιά κατά το Ολόκαινο. Αυτή η δυναμική παρουσιάζεται αναλυτικά στις μελέτες Dermitzakis & Sondaar (1979); Drinia et al.,2002. Κατεβαίνοντας όμως πιο νότια πρέπει να αναφέρουμε ότι η Ρόδος, η Σύμη, η Τήλος και η Χάλκη διατήρησαν το νησιωτικό τους χαρακτήρα από την αρχή (Panitsa et al., 2010).
Για όλα τα νησιά του ανατολικού Αιγαίου πρέπει να αναφέρουμε ότι πρόκειται για ηπειρωτικά νησιά με εξαίρεση την Νίσυρο, η οποία σχηματίστηκε τα τελευταία 160.000 χρόνια μετά από έντονη ηφαιστειακή δραστηριότητα (Smith et al., 1996). Mέσα σε αυτή την γεωλογική πορεία έντονων μεταβολών παρουσιάζονται έντονα φαινόμενα αλλοπατρικής επίδρασης στην εξέλιξη συγκεκριμένων φυτικών ειδών (Comes et al., 2008) αλλά και απώλεια φυτικών ειδών λόγω της απομόνωσης των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου από την ηπειρωτική χώρα της Μικράς Ασίας. Το φαινόμενο της ειδογένεσης είναι ένα ιδιαίτερα πολύπλοκο βιολογικό φαινόμενο και η γεωγραφική απομόνωση (νησιωτικά συμπλέγματα), όπου έχουμε το φαινόμενο της διακοπής της γονιδιακής ροής, αποτελεί τον ευρύτερο αποδεκτό μηχανισμό της αλλοπάτριας ειδογένεσης (βικαριανισμός, διασπορά, γεωγραφική απόσταση).
Έτσι λοιπόν με βάση την προηγούμενη ανάλυση είναι φανερή η σχέση μεταξύ των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου και της Μικράς Ασίας. Επίσης με βάση πλέον φυλογενετικές αναλύσεις φυτικών ειδών από την ηπειρωτική Μικρά Ασία και των νησιών του Αιγαίου αποδεικνύουν την κοινή προέλευση. Στην εικόνα παρουσιάζεται η μεταναστευτική ροή των φυτικών ειδών με την βόρεια και κεντρική αιγαιϊκή σαν τις βασικές ροές.
Αναφορικά με την Λέσβο, πρέπει να αναφέρουμε τα είδη φυτών που φέρουν το όνομα “anatolica” όπως Genista anatolica, Dianthus anatolicus, Minuartia anatolica, Symphytum anatolicum ή orientalis όπως για παράδειγμα (Ajuga orientalis). Επίσης ο αριθμός των ενδημικών φυτών λόγω νησιωτικότητας φτάνει στο 1,6% από τα 681 συνολικά είδη στην Λέσβο, στο 1,4% στην Χίο και ανεβαίνει στο 3,7% στην Σάμο και στο 4,9% στην Ικαρία. Σε επόμενα άρθρα που θα κάνουμε αναφορά στην φυτική βιοποικιλότητα της Σάμου και της Ικαρίας, θα αναφερθούμε στην ιδιαιτερότητα της γεωμορφολογίας των νησιών και του πιο υψηλού ποσοστού ενδημικών ειδών από την Λέσβο, την Χίο και φυσικά την Λήμνο.
*Φαρμακοποιός / Χημικός Φαρμάκων, διδάκτορας Ιατρικής σχολής “La Sapienza” της Ρώμης
Μεταδιδακτορικός ερευνητής της Φαρμακευτικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
Email: [email protected]