Τέλος εποχής χθες και για το Ρολογάδικο στην Παλιά Αγορά της Μυτιλήνης. Άλλο ένα κατάστημα από τα λίγα που έχουν απομείνει σε αυτό το τμήμα της Ερμού έβαλε λουκέτο λόγω συνταξιοδότησης του επαγγελματία, ο οποίος μάλιστα ήταν και η ψυχή, ο ιδρυτής και πρόεδρος του Συλλόγου Καταστηματαρχών της Παλιάς Αγοράς. Πρόκειται για τον Γιάννη Μολυβιάτη, ο οποίος κατά κάποιο τρόπο είχε ιδρύσει έναν δεύτερο Εμπορικό Σύλλογο στη Μυτιλήνη, που όμως εκπροσωπούσε τους καταστηματάρχες της Παλιάς Αγοράς και αυτό έγινε με στόχο να έχει ιδιαίτερη εκπροσώπηση αυτό το “προβληματικό” τμήμα της οδού Ερμού, με την έννοια ότι περισσότερες είναι οι επιχειρήσεις που μένουν κλειστές παρά αυτές που λειτουργούν.
Ο κ. Μολυβιάτης χθες το μεσημέρι έβαλε το κλειδί στο κατάστημα φεύγοντας για το σπίτι του και αυτή τη φορά, όπως μας είπε, δεν θα επιστρέψει το επόμενο πρωί, δηλαδή σήμερα Τρίτη, καθώς όπως εξήγησε «είχα την πρόθεση να το κρατήσω ανοιχτό μέχρι τέλος Νοεμβρίου, να βγάλω το μήνα, αλλά κινδυνεύω να χρεωθώ και τον επόμενο μήνα από τον ΟΑΕΕ, οπότε τι δέκα μέρες πριν, τι δέκα μέρες μετά, πάτησα για τελευταία φορά το «Ζ» στην ταμειακή και αυτό ήταν».
Δραστηριοποιήθηκε από το 2007 στην περιοχή με το δικό του λιλιπούτειο κατάστημα, καθώς μέχρι το 2005 εργαζόταν ως τεχνίτης στις επισκευές ρολογιών σε μια από τις γνωστότερες επιχειρήσεις της Μυτιλήνης. «Έμεινα άνεργος ένα χρόνο και το 2007 άνοιξα το μαγαζί και στην πορεία κάναμε και την προσπάθεια με το Σύλλογο Καταστηματαρχών της Παλιάς Αγοράς, θέλοντας με αυτόν τον τρόπο να δηλώσουμε την παρουσία μας για να δείξουν οι αρμόδιοι κάποιο ενδιαφέρον, να βοηθήσουν την Παλιά Αγορά, γιατί είναι και αυτή ένα κομμάτι της Ερμού, που μένει όμως ξεχασμένο και αποκομμένο από τον υπόλοιπο κορμό της Ερμού μέχρι τη Μητρόπολη», εξήγησε στην εφημερίδα μας.
Στο ερώτημά μας αν επιτεύχθηκαν οι στόχοι του Συλλόγου ο κ. Μολυβιάτης έχει ανάμεικτα συναισθήματα, καθώς όπως μας λέει «βλέποντας τώρα την εικόνα της Παλιάς Αγοράς στεναχωριέμαι. Έχουν κλείσει τα μαγαζιά, κάποιοι άλλοι φίλοι μας έφυγαν πρόωρα από τη ζωή και δυστυχώς δεν βλέπουμε να υπάρχει κάποια συνέχεια σε αυτές τις επιχειρήσεις, καθώς ανοίγουν πολύ λιγότερες νέες σε σχέση με αυτές που κλείνουν, ο δρόμος έχει ερημώσει».
Από την άλλη πλευρά μας θύμισε την προσπάθεια που είχε γίνει στο παρελθόν όταν είχε προκηρυχθεί πρόγραμμα που επιδοτούσε νέες επιχειρήσεις να ανοίξουν στην Παλιά Αγορά και υπήρξε ανταπόκριση από νέους εμπόρους. «Άνοιξαν τότε αρκετά μαγαζιά στην περιοχή μας. Θυμάμαι γι’ αυτό το πρόγραμμα είχε κάνει προσπάθειες ο συγχωρεμένος ο Θράσος Καλογρίδης, δυστυχώς όμως τα περισσότερα από αυτά τα μαγαζιά έκλεισαν μετά από κάποια χρόνια γιατί δεν είχαν τζίρο. Είναι λογικό, εδώ χρειάζεται ένα πλέγμα προγραμμάτων και δράσεων που θα φέρουν κόσμο στην Παλιά Αγορά και οι προσπάθειες που κάναμε για να μεταφερθούν κάποιες δημόσιες υπηρεσίες στην Επάνω Σκάλα δεν καρποφόρησαν. Κάπως έτσι η αγορά της Μυτιλήνης είναι χωρισμένη στη μέση, καθώς οι καταναλωτές πηγαίνουν περίπου μέχρι το ύψος της Μητρόπολης και δεν συνεχίζουν πιο πάνω, ενώ και οι ξένοι που έρχονται και βλέπουν κλειστά τα μαγαζιά μας ρωτούσαν γιατί τόσα μαγαζιά είναι κλειστά και δεν ξέραμε τι να πούμε», είπε ο κ. Μολυβιάτης, που από χθες έσβησαν και τα φώτα της δικής του επιχείρησης λίγες εβδομάδες αφότου έκλεισε και το ζαχαροπλαστείο “Μέλισσα” του Γιώργου Ψωμαδέλη στην ίδια περιοχή, λόγω συνταξιοδότησης του επαγγελματία.
Ο Γιάννης Μολυβιάτης, πάντως, φεύγει με μία γλυκόπικρη γεύση από την Παλιά Αγορά, λέγοντάς μας: «Περάσαμε και καλές στιγμές στην Παλιά Αγορά. Πέρασα όμως και αγωνία καθώς δεν θα σας κρύψω ότι υπήρξαν στιγμές που δυσκολευόμουν να βγάλω και τα λειτουργικά έξοδα του μαγαζιού 500 ευρώ το μήνα».
«Το δικό μου μαγαζί απευθυνόταν στα χαμηλά λαϊκά εισοδήματα με φθηνά ρολόγια και περισσότερο επισκευές που έκανα. Από τέτοιες δουλειές δεν μπορεί να περιμένει κανείς κάθε μέρα μεροκάματο», μας είπε με πικρία.
Φεύγοντας από την επιχείρηση του κ. Μολυβιάτη λίγο πριν κλείσει και ο ίδιος για πάντα, μπήκαμε στον πειρασμό να τον ρωτήσουμε ποιους πελάτες θα θυμάται περισσότερο σε αυτή την πορεία των 16 ετών στην Παλιά Αγορά. «Θα θυμάμαι τους επίμονους που έρχονταν από πάνω μου και έλεγαν να τους επισκευάσω εκείνη την ώρα το ρολόι τους. Φανταστείτε ότι είχα βάλει ένα διαχωριστικό στον πάγκο εργασίας για να μην έρχονται κοντά, εκείνοι όμως το παραμέριζαν και με διάφορες δικαιολογίες ότι θα χάσουν το λεωφορείο ή ότι έχουν άλλες δουλειές ζητούσαν να φτιάξω το ρολόι αυτή την ώρα», είπε καταλήγοντας.