Σήμερα συμπληρώνεται ένας χρόνος από τον θάνατο του μπάρμπα Γιάννη Καραγεωργίου. Οι Φίλοι Ιστορικής Μνήμης και Πολιτιστικής Δημιουργίας θέλοντας να τιμήσουν τη μνήμη του, παρουσιάζουν ένα μικρό απόσπασμα από τις διηγήσεις του, που αφορά την επιστροφή του στο νησί και το χωριό του, το Σκαλοχώρι, τον δεκαπενταύγουστο του ’45, τρεις μήνες μετά την απελευθέρωσή του από τα συμμαχικά στρατεύματα από το στρατόπεδο της πόλεως Μπερνάου της Βαυαρίας στη Γερμανία. Εκεί είχε μεταφερθεί μαζί με εκατοντάδες άλλους κρατούμενους που σώθηκαν από την μεγάλη σφαγή των SS στη φυλακή Στάιν της πόλης Κρεμς της Αυστρίας.
«(…) Από το Μόναχο της Γερμανίας τέλη Ιουλίου του ’45, μπήκαμε σε τραίνο και φθάσαμε στην πόλη Μπάρι της Ιταλίας. Από εκεί με καράβι στην Πάτρα, έπειτα στον Πειραιά και την παραμονή της Παναγιάς με καράβι φθάσαμε στο νησί…
Εγώ, ο αδελφός μου ο Λάμπρος και μερικοί άλλοι που είχαμε κάνει συγκρατούμενοι. Κανείς δεν μας περίμενε στην αποβάθρα… κανείς δεν γνώριζε από πού γυρίζαμε. Άστα… Το ωραίο ήταν ότι άμα βγήκαμε στη Μυτιλήνη, μας βάλαν σ’ ένα παλιουφουρτηγό κι άμα φτάσαμι στα Νταμάρια, εκεί στ’ Παγανή, χάλασι του παλιουφουρτηγό και μας είπαν ότι θα πά’ πίσου του αυτουκίνητου στου γκαράζ να δούμι τι θα του κάνουμι…
Λέω στουν αδερφό μ’ του Λάμπρου: -Πάγινι κι συ μαζί, όχ’ τίπουτα άλλου, να μη χάσουμι τα πράγματα – είχαμι ένα σάκου ρούχα που μας είχαν δώσ’ οι σύμμαχ’ στ’ Γερμανία. Ιγώ, περνούσι ένα άλλο παλιουφουρτηγό, τότε ήταν χουματόδρουμους, δεν έτριχι, έκανα καμπόσα σάλτα, ανέβ’κα πάνω – δεν μπορούσα να τρέξω 25 χρουνώ παλικάρ’… Μου λέει ένας που ήταν πάνου στην κάσα: Πού πας; Στου Σκαλουχώρ’. Ιμείς πάμι στουν Πουλιχνίτου, είπι. Στ’ διακλάδουσ’, τ’ είπα, κόψι να κατέβου… Έκουψι, πήδ’ξα κάτου, τ’ είπα ώρα καλή… Πήγα μι τα πόδια στ’ς Λάμπις, κουντά ήνταν. Τσίμπ’σα κουμμάτ’… Να ένας αραμπάς μι δυο μαύρα άλουγα. Ήνταν Καλλουνιάτις, Κουκουρουβλής λέγουνταν. Αλλά τα μαύρα άλογα… Ήνταν σαν ιλιά, έτσ’ κάναν! Από πού είσι, από πού είμι… κάτσαν φάγαν κι αυτοί κουμμάτ’. Λέγου, μπουρείτι να μη πάριτι, πηγαίνου στου Σκαλουχώρ’. Έλα, λεν, να κάνουμι κι παρέα, να μας λες τσι ιστουρίις, αφού έκανες κι στ’ Γιρμανία… Αυτοί μι λίγα λόγια μι βάλαν αραμπατζή κι αυτοί τσ’μηθήκαν. Ιγώ τουν ίλιγα ιστουρίις κι αυτοί… Καλά, λέγ’, άιντι… Άμα φθάσαμι έξω απ’ τη Καλλουνή – πριν να πας στουν πουταμό – ικεί έχ’ ένα χουράφ’ μι σ’κιές. Τους έλεγα, ναι σ’κιές έχ’ στ’ Γιρμανία… Λέγ’ ένας απ’ αυτοί π’ ξυπνήσαν: Αυτό του χουράφ’ είνι θ’κό μ’, άμα θες κατέβα να φας σύκα. Π’δώ απού πάνου, η Καλλουνή ήνταν δεν ήνταν ένα τέταρτου. Ε, κατέβ’κα, έφαγα καμπόσα σύκα… Συνάμα μ’ είχι δώσ’ ένα γράμμα η Γούμενος (σ.σ. ο συγκρατούμενος του μπάρμπα Γιάννη, πρώην ηγούμενος της Μονής Λειμώνος, Κων/νος Γιαβατσάς) να του δώσου στου Δισπότ’(σ.σ. ο μητροπολίτης Μηθύμνης Διονύσιος Α΄). Να του δώσου, λέγ’, στουν ίδιου. Ε, άμα ξ’μέρουσι ήμουν σ’ Καλλουνή. Πάγ’, ρουτώ… Μ’ λεν, δεν είνι εδώ ι Δισπότ’ς, είνι σ’ Πέτρα – ήνταν τ’ς Παναγιάς η μέρα. Μ’ λεν, τι τουν θέλ’ς; Λέγ’, έτσ’ κι έτσ’. Άστου σι μας. Λέγ’, όχ’, θα ’ρθου άλλ’ μέρα να του δώσου. Ε, κάτσα κουμμάτ’, κι ύστιρα το ’δωσα μι τα πόδια. Άμα πήγα στου χωριό, ακόμα ι Λάμπρους ι αδερφός μ’… μι του παλιουφουρτηγό, ακόμα…πίσου!!! Μου λέγ’ η μάνα μ’: Πού είνι βρε ι Λάμπρους… Λέγ’, έτσ’ κι έτσ’, χάλασι του φουρτηγό… Δεν του πίστιβι, σ’ λέει… ψέματα μ’ λες! Βρε μάνα, βρε μάνα… Μπιζέρ’σι καμιά φουρά, τ’ απόγευμα … ήρθι κ’ ι Λάμπρους … Ε… Είχα κι έναν άλλου αδερφό – τουν πιο μιγάλου – Παναγιώτ’ του λέγαν… Είχαμι μπαχτσέδις, είχαμι αυτά… Είχι κι ένα θρεφτό, μπισλιμέ του λέγαμι. Είχι τσ’ έναν παραγιό, Γιάνν’ του λέγαν.
Πάνι ρε, να πάρ’ς του μπισλιμέ-κάπου 15 ουκάδις ήταν. Πά’ τουν φέρν’. Κόβ’ του τσιφάλ’ ιντ’, σι μια ιρικιά του κρέμασι… Αρχέψαμι, φάγαμι, ήπιαμι… Ε… Έτσ’ τιλειώσαν τα βάσανα απ’ τη Γιρμανία… Τρία χρονιά βαστάξαν. Τρία χρόνια κρατούμινους σι στρατόπιδα συγκέντρωσης, φυλακές. Άστα!!! Πείνα… κακουχία… σκουτουμός… Τα ξιχνάς; Δεν τα ξεχνάς!».