του Βαγγέλη Αξιώτη*
Στην οικογένεια Caprifoliaceae ανήκει ο σαμπούκος ή κοινός κουφοξυλιά (Sambucus nigra εικόνα 1). Είναι θάμνος ή μικρό δέντρο με ύψος έως και 10μ. με γκριζωπά – καφέ τοξοειδή κλαδιά, που φέρουν λευκή ψίχα. Τα άνθη είναι λευκά με περίοδο ανθοφορίας από Ιούνιο – Ιούλιο. Οι καρποί είναι ρόγες σφαιρικές, 6-8χιλ., μαύρες, λευκές ή ροζ. Στο βόρειο Αιγαίο θα το βρούμε σε όλα τα νησιά από την Λήμνο έως και την Ικαρία τόσο σαν άγριο αλλά και καλλιεργούμενο. Εθνοφαρμακολογικά υπάρχουν αναφορές για την χρήση των ανθέων και των ώριμων καρπών στις παθήσεις του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, όπως σε βρογχίτιδα και στον βήχα. Πειραματικά έχει επίσης αποδειχθεί ότι σιρόπι από καρπούς ελαττώνει την διάρκεια της δράσης και των συμπτωμάτων του ιού της γρίπης τύπου Β, αναστέλλοντας την δράση του ενζύμου νευραμινιδάση.
Παράλληλα, τα φλαβονοειδή τα οποία εμπεριέχονται στους καρπούς ενισχύουν το ανοσοποιητικό σύστημα του πάσχοντος, ενώ οι ανθοκυανίνες έχουν αντιφλεγμονώδη δράση (πυρετός). Τα άνθη χορηγούνται σαν αποχρεμπτικά, ιδιαίτερα σε ξηρό βήχα. Τα ξηρά άνθη σιγοβράζουν για 15 λεπτά και μετά από φιλτράρισμα το διάλυμα πίνεται σαν ζεστό τσάι. Επίσης το έγχυμα από τα φύλλα μπορεί να χρησιμοποιηθεί για γαργαρισμούς για την φαρυγγίτιδα και την στοματίτιδα. Πρέπει να γίνει γνωστό ότι όλα τα μέρη του φυτού καθώς επίσης και οι σπόροι, εκτός από τα άνθη, είναι τοξικά επειδή περιέχουν τον γλυκοζίτη sambunigrin. Γι’ αυτό χρειάζεται μεγάλη προσοχή στην δοσολογία και στα τμήματα του φυτού που χρησιμοποιούνται στην λαϊκή θεραπευτική. Επίσης δεν πρέπει να χρησιμοποιείται το φυτό από θηλάζουσες και έγκυες γυναίκες. Στην Λέσβο και στην Σάμο εμφανίζεται επίσης και το υποείδος Sambucus ebulus. Τα φύλλα του χρησιμοποιούνται εξωτερικά, διότι έχουν αντιφλεγμονώδη δράση. Επίσης χρησιμοποιείται στις παθήσεις των αρθρώσεων, σε εγκαύματα, εκζέματα, επιμολυσμένα τραύματα και στην κνίδωση. Οι καρποί του δεν θα πρέπει να χρησιμοποιούνται καθώς είναι ιδιαίτερα τοξικοί.
Στην ίδια οικογένεια ανήκει επίσης και το γνωστό «αγιόκλημα» (Lonicera etrusca, εικόνα 2). Είναι αναρριχώμενο ή έρπον έως 5 μέτρα ύψος, φυλλοβόλο με ελισσόμενους βλαστούς, συνήθως άτριχους. Τα άνθη είναι κίτρινα – λευκά με ερυθρωπά χείλη, 35-45 χιλ., αρωματικά σε σχηματισμούς με μίσχο και η ανθοφορία του είναι την περίοδο Απρίλιο – Ιούλιο. Οι καρποί του είναι ρόγες 8-10χιλ., με κόκκινο χρώμα όταν ωριμάσουν. Υπάρχουν αναφορές για την χρήση του εκχυλίσματος από τα άνθη εξωτερικά σε τραύματα, εκδορές και εγκαύματα και αποστήματα. Εσωτερικά το εκχύλισμα του φυτού μπορεί να χρησιμοποιηθεί σαν αποχρεμπτικό και διουρητικό. Φυτοχημικά έχουν αναφερθεί γλυκοζίτες, σαλικυλικό οξύ και ινβερτίνη. Επίσης είναι μελισσοκομικό φυτό.
Στην οικογένεια Valerianaceae έχουμε την πασίγνωστη βαλεριάνα (Valeriana dioscoridis / πλεον Valeriana italica σύμφωνα με τον άτλαντα του Strid, εικόνα 3). Εμφανίζεται στα νησιά του Βορείου Αιγαίου εκτός από την Λήμνο. Είναι κοινό φυτό με μονήρη βλαστό, 25-75εκ.. Τα φύλλα του είναι χαρακτηριστικά ελλειπτικά, αδιαίρετα ή πτερωτά με λοβούς. Τα άνθη είναι ροζ ή λευκά, με κορώνα χοανοειδή με διογκωμένη βάση και 5 λοβούς, με 3 στήμονες, σε μία σύνθετη ταξιανθία με πυκνούς, δευτερεύοντες σχηματισμούς (τούφες). Η βαλεριάνα είναι πασίγνωστη από την αρχαιότητα και φυσικά μιλάμε για τις εθνοφαρμακολογικές αναφορές της Valeriana officinalis, αλλά και τα άλλα είδη έχουν την ίδια δράση. Το συγκεκριμένο είδος έχει καταγραφεί στο ερμπάριο του εργαστηρίου μας στο ΕΚΠΑ και έχει πραγματοποιηθεί τόσο η φυτοχημική του ανάλυση, όσο και το αιθέριο έλαιό της από τις ρίζες και το υπέργειο τμήμα της. Βασικά η ρίζα έχει δράση κατευναστική και αγχολυτική.
Τα δραστικά συστατικά περιλαμβάνουν κυρίως αλκαλοειδή, όπως τα αλκαλοειδή ακτινιδίνη, κατινίνη, βαλεριανίνη και βαλερίνη ή ισοβαλεριμίδη. Επίσης εμπεριέχεται το GABA, το βαλερικό οξύ, η acevaltrate, isovaltrate και valtrate και φλαβανόνες, όπως η εσπεριδίνη και η λιναρίνη. Από την ρίζα παράγεται ένα κιτρινοπράσινο έλαιο (περιέχεται στην ξηρή ρίζα από 0,5-2%). Γενικά χρησιμοποιείται στην αυπνία, ανησυχία και άγχος και σαν μυοχαλαρωτικό μετά από συστηματική χρήση αρκετών εβδομάδων. Χορηγείται επίσης και στην σπαστική κολίτιδα. Υπάρχουν περιπτώσεις όπου εμφανίζει υπερδιέγερση σε μερικά άτομα, πονοκέφαλο και νυκτερινές φοβικές κρίσεις. Είναι σωστό να χρησιμοποιούνται σκευάσματα παραφαρμακευτικά με βαλεριάνα και να αποφεύγονται εκχυλίσεις της ρίζας καθώς εμπεριέχει ουσίες που μπορεί να προκαλέσουν αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Η δοσολογία της ρίζας είναι 2-4γρ. ημερησίως.
Στην ίδια οικογένεια ανήκουν επίσης και οι Centranthus calcitrapae και Centranthus ruber (εικόνα 4). Και τα δύο είδη εμφανίζονται στα νησιά του Βορείου Αιγαίου εκτός από την Λήμνο. Για το εικονιζόμενο φυτό τα άνθη είναι έντονα ερυθρά, ροζ ή σπάνια λευκά και σχηματίζουν μια πυκνή ωοειδή ή κάπως πυραμοειδή, διακλαδιζόμενη ταξιανθία. Η ανθοφορία του είναι την περίοδο από Μάιο – Σεπτέμβριο. Οι ρίζες του φυτού περιέχουν Valeportiates (valtrate, acevaltrate, didrovaltrate – τριεστέρες μονοτερπενικής αλκοόλης), και έχει ηρεμιστική δράση και αγχολυτική, αλλά έχουν πραγματοποιηθεί λίγες μελέτες καθώς οι εθνοφαρμακολογικές δράσεις καλύπτονται από την Βαλεριάνα στην συγκεκριμένη οικογένεια.
(Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο «Φυτά της Ελλάδας. Η έρευνα στην Λέσβο», Μάκης Αξιώτης, Βαγγέλης Αξιώτης, εκδόσεις Ενδελέχεια).
*Φαρμακοποιός / Χημικός Φαρμάκων, διδάκτορας Ιατρικής σχολής “La Sapienza” της Ρώμης
Μεταδιδακτορικός ερευνητής της Φαρμακευτικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.