του Βαγγέλη Αξιώτη*
Συνεχίζουμε τις εθνοφαρμακολογικές αναφορές στα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου με τις οικογένειες Salicaceae, Moraceae και Urticaceae.
Στην πρώτη οικογένεια ανήκει η πασίγνωστη σε όλους Ιτιά, Salixalba (εικόνα 1). Δένδρο που φτάνει έως και τα 30μ. σε ύψος και το βρίσκουμε σε όλα τα νησιά, σε κάμπους, ποτάμια ή ρυάκια των βουνών. Ο κορμός είναι γκρίζος με βαθιές σχισμές, κλαδίσκοι κιτρινωποί, καστανωποί ή ερυθρωποί. Τα φύλλα είναι λογχοειδή, στενά με μήκος 6-7 φορές το πλάτος, πριονωτά. Τα άνθη είναι πυκνά, κυλινδρικοί ίουλοι που βγαίνουν μαζί με τα φύλλα. Η ανθοφορία είναι από τους μήνες Απρίλιο-Μάιο. Οι εθνοφαρμακολογικές αναφορές για την Ιτιά είναι πασίγνωστες. Το δέντρο είναι γνωστό από την αρχαιότητα, περιέχει κυρίως στον φλοιό του κορμού σαλικυλικούς γλυκοζίτες, το σαλικυλικό οξύ, από το οποίο προήλθε το ακετυλοσαλικυλικό οξύ, η γνωστή σε όλους μας ασπιρίνη. Χρησιμοποιείται κυρίως κατά του πόνου, της φλεγμονής και του πυρετού. Στην ρευματοειδή και ουρική αρθρίτιδα, στην οσφυαλγία, στον πονοκέφαλο και στην ημικρανία. Χάπια από φλοιό 60mgx3ημ. έχουν καλό αποτέλεσμα με λιγότερες παρενέργειες. Είναι γνωστό ότι είναι ερεθιστική στο στομάχι (γαστρίτιδα και αιμορραγίες) και έχει ελαφρά αντιπηκτική δράση (αντιαιμοπεταλιακή). Θεωρείται ότι έχει επίσης αντισηπτική, υπνωτική και διουρητική δράση.
Στην ίδια οικογένεια ανήκει και άλλο ένα πασίγνωστο δέντρο. Η λεύκη (Populusalba, εικόνα 2). Είναι καλλιεργούμενη σε πάρκα και δενδροστοιχίες. Φτάνει σε ύψος μέχρι τα 30μ. με λευκό φλοιό και ανοικτή κώμη. Τα φύλλα είναι σκουροπράσινα από την πάνω πλευρά και λευκά με χνούδι στην κάτω επιφάνεια, ωοειδή με 3-5 οδοντωτούς λοβούς. Οι σπόροι είναι με λευκές, μεταξοειδείς τρίχες. Στις εθνοφαρμακολογικές αναφορές ο φλοιός χρησιμοποιείται σαν αναλγητικό, αντιφλεγμονώδες, αντισηπτικό, στυπτικό και διουρητικό. Περιέχει σαλικυλικά και έτσι εσωτερικά χορηγείται στις ρευματικές παθήσεις και αρθρίτιδες-ουροπάθειες για τον πυρετό και τους πόνους των εμμήνων. Εξωτερικά χρησιμοποιείται στις αιμορροΐδες και στα επιμολυσμένα τραύματα. Ο φλοιός των παράπλευρων κλάδων συλλέγεται και αποξηραίνεται.
Στην οικογένεια Moraceae θα βρούμε την μουριά (Morusalba με τα λευκά μούρα και Morusnigra με τα κόκκινα μούρα). Και τα δύο είδη χρησιμοποιούνται για αιώνες σαν φαρμακευτικά. Πρόσφατες μελέτες έχουν αποδείξει βελτίωση σε ελεφαντίαση από ενέσεις εκχυλίσματος των φύλλων και στην αντιμετώπιση του τέτανου με χυμό και ζάχαρη. Είναι αναλγητικό και ηρεμιστικό. Τα φύλλα χρησιμοποιούνται εσωτερικά για κρυολογήματα, στην γρίπη, στις λοιμώξεις των ματιών και στις ρινορραγίες. Οι βλαστοί είναι αντιρρευματικοί, διουρητικοί και αντιυπερτασικοί. Ένα βάμμα από τον φλοιό χρησιμοποιείται για τον πονόδοντο. Τα μούρα τονώνουν την λειτουργία των νεφρών. Επίσης για την ακράτεια των ούρων, την δυσκοιλιότητα και το γκριζάρισμα των μαλλιών. Η φλούδα της ρίζας χρησιμοποιείται εσωτερικά για το άσθμα, τον βήχα, την βρογχίτιδα, την υπέρταση και τον διαβήτη. Ο φλοιός έχει ανθελμινθική και καθαρτική δράση για την ταινία. Το φυτό γενικά έχει αντιβακτηριακή και αντιμυκητιακή δράση. Τα φύλλα χρησιμοποιούνται για την σηροτροφία και τα μούρα σαν φρούτα για την παραγωγή ερυθράς-ιώδους χρωστικής.
Στην ίδια οικογένεια ανήκει η συκιά (Ficuscarica). Τα φύλλα σε βραστό νερό σαν ατμόλουτρο σε φλεγμαίνουσες αιμορροΐδες. Ο λευκός χυμός χρησιμοποιείται κατά των κάλων, των κρεατοελιών, των αιμορροΐδων και κατά των δηγμάτων των εντόμων. Τα σύκα είναι ελαφρά υπακτικά και ευστόμαχα. Τα βρασμένα σύκα σαν κατάπλασμα χρησιμοποιούνται για τα οδοντικά αποστήματα και τις φλεγμονές των ούλων. Ο λευκός χυμός είναι δηλητηριώδης. Φοβερά ερεθιστικός για τα μάτια και μπορεί να προκαλέσει σοβαρή δερματίτιδα με φλύκταινες.
Τέλος, στην οικογένεια Urticaceae θα βρούμε την τσουκνίδα (Urticadioica, εικόνα 3). Είναι κοινή στα νησιά του Αιγαίου με ύψος μέχρι 1,5μ. κατά συστάδες. Τα φύλλα είναι αντίθετα, οδοντωτά με 4 βράκτια και τετραμερή άνθη χωρίς πέταλα, με μίσχο σε μακρόστενους (10εκ.) θυσάνους, με τα αρσενικά και τα θηλυκά σε διαφορετικά φυτά. Όλο το φυτό χρησιμοποιείται σαν αντιασθματικό, στυπτικό, διουρητικό, γαλακταγωγό, υπογλυκαιμικό και κατά της πιτυρίδας. Ένα έγχυμα του φυτού, εσωτερικά βοηθά στην εσωτερική αιμορραγία, στην αναιμία, στην βαριά εμμηνόρροια, στις αιμορροΐδες, στην αρθρίτιδα και στο έκζεμα. Εξωτερικά χρησιμοποιείται στην ουρική αρθρίτιδα, στην ισχιαλγία, στις αιμορροΐδες, και στα προβλήματα των μαλλιών. Το φυτό μαζεύεται Μάιο-Ιούνιο και αποξηραίνεται. Ο ίδιος ο χυμός είναι αντίδοτο στα κεντρίσματα του φυτού. Σαν λοσιόν ο χυμός των φρέσκων φύλλων επουλώνει τα εγκαύματα (περιέχουν τανίνη, γαλλικό οξύ).
Σε ομοιοπαθητικά σκευάσματα χρησιμοποιείται για τσιμπήματα εντόμων και εγκαύματα. Με τα φύλλα γίνεται λούσιμο των μαλλιών και για την αντιμετώπιση της πιτυρίδας. Η ίδια η τσουκνίδα με την ερεθιστική της δράση λέγεται ότι ωφελεί σε παραλύσεις άκρων. Έχει άριστα αποτελέσματα στις διάρροιες και στην δυσεντερία (στυπτικό). Οι σπίλοι όταν έρχονται σε επαφή με τον φρέσκο χυμό, 3-4 φορές ημερησίως για 10-12 ημέρες εξαφανίζονται. Τα νεαρά φύλλα και οι βλαστοί, πλούσιοι σε βιταμίνες και ιχνοστοιχεία, βραστά είναι άριστα σαν προσθετικά στις σούπες. Οι τρίχες του φυτού περιέχουν μυρμηκικό οξύ που προκαλεί ερεθισμό στο δέρμα. Εξουδετερώνεται με τον βρασμό. Τα παλαιά φύλλα περιέχουν κυστόλιθους που μπορεί να ερεθίσουν το ουροποιητικό σύστημα.
(Οι φωτογραφίες είναι από το βιβλίο «Φυτά της Ελλάδας. Η έρευνα στην Λέσβο», Μάκης Αξιώτης, Βαγγέλης Αξιώτης, εκδόσεις Ενδελέχεια).
*Φαρμακοποιός / Χημικός Φαρμάκων, διδάκτορας Ιατρικής σχολής “LaSapienza” της Ρώμης
Μεταδιδακτορικός ερευνητής της Φαρμακευτικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.