ΤΟΥ ΣΤΡΑΤΗ ΑΝΑΓΝΩΣΤΟΥ*
Η κήρυξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου (5 Οκτωβρίου 1912) έγινε με αφορμή την άρνηση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας να ικανοποιήσει σειρά αιτημάτων που έθεσαν οι κυβερνήσεις της Ελλάδας, της Σερβίας, του Μαυροβουνίου και της Βουλγαρίας, τα οποία αφορούσαν στην ισότιμη, εκ μέρους των οθωμανικών αρχών, μεταχείριση των χριστιανών και των μουσουλμάνων υπηκόων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η αιτία ασφαλώς της κήρυξης του πολέμου ήταν η απελευθέρωση των περιοχών εκείνων, στις οποίες κατοικούσαν ορθόδοξοι χριστιανοί με ελληνική, σερβική και βουλγαρική συνείδηση.
Ο ναύαρχος Παύλος Κουντουριώτης, στον οποίο ο πρωθυπουργός Ελευθέριος Βενιζέλος είχε αναθέσει τη διοίκηση του ελληνικού στόλου, σχεδίασε την άμεση κατάληψη των νησιών, που βρίσκονταν κοντά στην έξοδο των Δαρδανελλίων, απορρίπτοντας το σχέδιο για την εκπόρθησή τους. Το πρώτο νησί που απελευθερώθηκε ήταν η Λήμνος (8 Οκτωβρίου 1912), γιατί ο ναύαρχος αποσκοπούσε στη χρήση του κόλπου του Μούδρου ως φυσικού αγκυροβολίου του ελληνικού στόλου. Στόχος του ήταν η παρουσία του ελληνικού στόλου στην περιοχή να λειτουργήσει αποτρεπτικά σε μια ενδεχόμενη έξοδο του οθωμανικού στόλου από τα στενά των Δαρδανελλίων. Έτσι ο οθωμανικός στόλος εγκλωβίστηκε στα στενά και τις δύο φορές, που επιχείρησε να εξέλθει, υπέστη ισάριθμες ήττες (ναυμαχίες της Έλλης και της Λήμνου).
Μετά τη Λήμνο ακολούθησε η κατάληψη από τον ελληνικό στόλο των γειτονικών νησιών, Ίμβρου, Τενέδου, Θάσου και Σαμοθράκης.
Στις 7 Νοεμβρίου ο ελληνικός πολεμικός στόλος, με επικεφαλής το ναύαρχο Π. Κουντουριώτη, ξεκίνησε από τον κόλπο του Μούδρου, ενώ παράλληλα από τον Πειραιά είχαν ξεκινήσει επίτακτα εμπορικά πλοία, που μετέφεραν άνδρες του στρατού ξηράς υπό τη διοίκηση του ταγματάρχη Αλέξανδρου Μανουσάκη. Τα ξημερώματα της 8ης Νοεμβρίου 1912 όλα τα πλοία αγκυροβόλησαν έξω από το λιμάνι της Μυτιλήνης.
Ο Οθωμανός βαλής (νομάρχης) Αιγαίου Ali Ekrem Bolayir είχε πληροφορηθεί για την άφιξη του στόλου λίγες ώρες πριν. Εδώ και αρκετό καιρό είχε πάρει την απόφασή του: Δεν θα πρόβαλε καμιά αντίσταση και θα παρέδινε αμαχητί την πόλη. Είχε περάσει τα παιδικά του χρόνια στη Μυτιλήνη, όταν ο πατέρας του, ο Namik Kemal μπέης είχε διοριστεί μουτεσαρίφης (πολιτικός διοικητής) Λέσβου (1879-1884). Γι’ αυτό θεωρούσε τη Λέσβο δεύτερη πατρίδα του και δεν ήθελε να θεωρηθεί υπεύθυνος μιας ενδεχόμενης σφαγής του άμαχου πληθυσμού. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είχε κάνει το παν για να ενισχύσει τη στρατιωτική άμυνα του νησιού. Μάλιστα είχε κατορθώσει να εμποδίσει την αποχώρηση του τάγματος του Οθωμανικού στρατού που στρατοπέδευε στη Λέσβο, όχι όμως και την αναχώρηση για τη Μικρά Ασία της ορεινής πυροβολαρχίας και της διμοιρίας μυδραλιοβόλων (19/20 Οκτωβρίου).
Μετά την επίδοση του τελεσίγραφου του Κουντουριώτη προς τις οθωμανικές αρχές του νησιού, με το οποίο ζητούνταν η άμεση παράδοση της πόλης, πραγματοποιήθηκε σύσκεψη μεταξύ των οθωμανικών αρχών, των χριστιανών και των μουσουλμάνων προυχόντων της Μυτιλήνης, καθώς και των προξενικών αρχών του τόπου.
Στη σύσκεψη αυτή ο Ali Ekrem, ο μουτεσαρίφης Eram μπέης και οι λοιποί προύχοντες, μουσουλμάνοι και χριστιανοί πρότειναν την παράδοση της πόλης αμαχητί. Ο διοικητής των 700 περίπου Οθωμανών στρατιωτών ταγματάρχης Abdul Gani μπέης επέμενε να πολεμήσει, για να διαφυλάξει τη στρατιωτική τιμή του οθωμανικού στρατού. Τελικά ύστερα από πολλές συζητήσεις, προτάθηκε να αποχωρήσουν οι ολιγάριθμες οθωμανικές ένοπλες δυνάμεις στο εσωτερικό του νησιού και να γίνει αναίμακτα η κατάληψη της Μυτιλήνης. Η πρόταση αυτή έγινε τελικά δεκτή από τον ναύαρχο Κουντουριώτη και η αποβίβαση των 600 Ελλήνων ναυτών υπό τον υποπλοίαρχο Κωνσταντίνου Μελά και των 1.034 ανδρών του τάγματος Μανουσάκη άρχισε στις 12.30 μ.μ. κάτω από τα ξέφρενα πανηγύρια του κόσμου.
Αξίζει τον κόπο να παρατεθεί ο παρακάτω χαρακτηριστικός διάλογος, που έλαβε χώρα στη ναυαρχίδα του ελληνικού στόλου «Γ. Αβέρωφ» γύρω στις 11.00 π.μ.:
-Π. Κουντουριώτης: «Τα πλοία μου βρίσκονται στο λιμάνι. Αν προσπαθήσετε να υπερασπιστείτε το νησί, είμαι υποχρεωμένος να σας κάψω εντελώς».
-Ali Ekrem: «Δεν μπορώ να υπερασπιστώ το νησί. Προτιμώ να παραδοθούμε, αλλά σας ικετεύω μόνο να σεβαστείτε τις ζωές και την τιμή όλων των μουσουλμάνων κατοίκων της Μυτιλήνης».
-Π. Κουντουριώτης: «Θα τους δείξουμε σεβασμό».
-Ali Ekrem: «Θέλω επίσης να διαμαρτυρηθώ εναντίον αυτής της εισβολής σ’ ένα αβοήθητο και ανυπεράσπιστο νησί».
Ο Ali Ekrem διηγείται στη συνέχεια: «Τότε ο ναύαρχος γέλασε. Γέλασα κι εγώ μαζί του. Πόλεμος ήταν αυτός, ποιος νοιαζόταν για τους κώδικες και τους νόμους; Καθώς έφευγα από το πολεμικό πλοίο, είδα καραβιές στρατιωτών να αποβιβάζονται, οπλισμένους ως τα δόντια. Αποβίβαζαν κανόνια σέρνοντάς τα. Λίγη ώρα μετά, ο διοικητής των ελληνικών στρατευμάτων (Α. Μανουσάκης) ήρθε προς το μέρος μου και είπε:
-«Δεν έχετε κρατήσει τον λόγο σας. Παραδώσατε το νησί, αλλά οι στρατιώτες σας φεύγουν στους λόφους. Εμείς έχουμε δείξει τη μεγαλοψυχία μας. Θα μπορούσαμε να τους είχαμε χτυπήσει από τα πλοία».
-«Δεν θα μπορούσατε. Αν είχατε προσπαθήσει να σκοτώσετε έστω και έναν από τους Τούρκους στρατιώτες, ξέρετε καλά ότι αυτοί θα είχαν σκοτώσει κάθε Έλληνα κάτοικο, πριν φύγουν μακριά».
Μετά, ο κυβερνήτης της ναυαρχίδας (Σοφοκλής Δούσμανης) στράφηκε προς τον Μανουσάκη και είπε στα ελληνικά: «Τώρα είδες τι έκανες; Πήρες την απάντησή σου και να είσαι ικανοποιημένος».
Η μεγάλη συμβολή του Ali Ekrem στην αναίμακτη κατάληψη της Μυτιλήνης από τον ελληνικό στόλο και στρατό αποδεικνύεται και από το παρακάτω περιστατικό, όπως το διηγείται η Selma Ekrem, κόρη του Ali Ekrem: Ένας αστυνομικός έφτασε σπίτι μας τρέχοντας και ζήτησε τον πατέρα. Στάθηκε με κομμένη την ανάσα, χαιρέτησε και αναφώνησε:
-«Εξοχότατε, ο Νικολής πρόκειται να ανατινάξει τα πυρομαχικά στο παλιό φρούριο».
-«Αμάν, Αλλάχ, σώσε μας! Πες του να μην τα ανατινάξει!».
-«Δεν θέλει να μας ακούσει. Λέει ότι ο Τούρκος διοικητής τον διέταξε να βάλει φωτιά στα πυρομαχικά, μόλις αποβιβαστούν οι Έλληνες. Λέει ότι θα υπακούσει στον ανώτερό του, εκτός εάν εσείς του γράψετε και τον διατάξετε να μην το κάνει».
-«Γρήγορα, ένα κομμάτι χαρτί», ο πατέρας φώναξε. Του βρήκαμε ένα πρόχειρο χαρτί και πάνω του έγραψε τη διαταγή του. Ο αστυνομικός όρμησε έξω και ο Ali Ekrem συμπλήρωσε: «Όλοι μας θα είχαμε ανατιναχτεί. Το είδατε αυτό; Ένας Έλληνας του τουρκικού στρατού, κρατώντας ένα αναμμένο πυρσό στα χέρια του, ήταν έτοιμος να βάλει φωτιά και να ανατινάξει τον εαυτό του και όλο το νησί, επειδή ο Τούρκος διοικητής τον διέταξε».
Ο διορισμός του υποπλοίαρχου Κ. Μελά ως προσωρινού στρατιωτικού και πολιτικού διοικητή Μυτιλήνης, αν και ήταν ιεραρχικά κατώτερος του επικεφαλής των στρατιωτικών αγημάτων ταγματάρχη Α. Μανουσάκη, επέφερε τη σύγκρουση των δύο ανδρών, αφού ο Μανουσάκης αρνιόταν να υπακούσει στις διαταγές ενός κατωτέρου σε βαθμό αξιωματικού. Αποτέλεσμα της παραπάνω διένεξης ήταν η απόφαση του Μανουσάκη να μην σπεύσει αμέσως με τους άνδρες του να καταδιώξει τον οθωμανικό στρατό, που υποχωρούσε με χαμηλό ηθικό στον Κλαπάδο, αλλά να στρατοπεδεύσει για έναν περίπου μήνα στους λόφους της Αγίας Κυριακής. Έτσι δόθηκε ο απαραίτητος χρόνος στον οθωμανικό στρατό να οχυρωθεί στον Κλαπάδο και στις ανταρτικές ομάδες, τόσο των Ελλήνων όσο και των Τούρκων να βιαιοπραγήσουν κατά του άμαχου μουσουλμανικού και χριστιανικού πληθυσμού αντίστοιχα στις περιοχές που έλεγχαν.
Η απελευθέρωση όλου του νησιού πραγματοποιήθηκε στις 8 Δεκεμβρίου 1912, όταν ο ταγματάρχης Abdul Gani μπέης ζήτησε συνθηκολόγηση από τον επικεφαλής των ελληνικών στρατευμάτων αντισυνταγματάρχη Α. Συρμακέζη, μετά τη νικηφόρα για τα ελληνικά όπλα μάχη του Κλαπάδου. Ο Ali Ekrem με την οικογένειά του συνελήφθησαν και οδηγήθηκαν ως αιχμάλωτοι στον Πειραιά. Εκεί παρέμειναν για μικρό χρονικό διάστημα και στη συνέχεια απελευθερώθηκαν, με προσωπική παρέμβαση του Ε. Βενιζέλου και επέστρεψαν στην Κωνσταντινούπολη. Ο Ali Ekrem περιγράφει ως εξής τη συνάντησή του με το Βενιζέλο: «Ο Βενιζέλος με υποδέχτηκε πολύ καλά. Μιλήσαμε για την πολιτική. Μου είπε ότι γεννήθηκε στην Κρήτη και ότι είχε προσπαθήσει να συμφιλιώσει την Ελλάδα με την Τουρκία, αλλά οι Νεότουρκοι διέψευσαν τις ελπίδες του».
Υ.Γ. Τα στοιχεία του άρθρου αντλήθηκαν από σχετικές μελέτες που δημοσιεύονται στο Δελτίο της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών «Λεσβιακά» (τόμοι 24 και 25 και στον υπό έκδοση τόμο υπ’ αριθμ. 26).
*Ο κ. Στρατής Αναγνώστου είναι Ιστορικός με σημαντικό συγγραφικό έργο, είναι Προϊστάμενος Επιστημονικής και Παιδαγωγικής Καθοδήγησης Βορείου Αιγαίου και Πρόεδρος της Εταιρείας Λεσβιακών Μελετών