Γρηγόρης Καραγιάννης: Η αντίσταση στα χρόνια της Κατοχής

Ο 93χρονος Γρηγόρης Καραγιάννης, από την Κάπη, αγωνιστής του ΕΑΜ, είναι από τους ελάχιστους εν ζωή Λέσβιους, που πολέμησαν στην Εθνική Αντίσταση.  Έχει παρασημοφορηθεί για τη δράση του με το αναμνηστικό μετάλλιο Εθνικής Αντίστασης 1941-1945, που του απονεμήθηκε το 1989 επί υπουργίας Ορέστη Παπαστρατή, στο Υπουργείο Άμυνας «για τη συμμετοχή του στην Εθνική αντίσταση του Ελληνικού λαού εναντίον των στρατευμάτων Κατοχής σαν μέλος του ΕΑΜ».

Ο κυρ-Γρηγόρης δεν έχει πάει ποτέ σε παρελάσεις. «Τι νόημα έχουν όλα αυτά;», μας λέει, ενώ παρότι έχει αναγνωριστεί επίσημα η αντιστασιακή του δράση δεν έχει πάρει σύνταξη σαν αγωνιστής της Εθνικής Αντίστασης, γιατί όπως λέει: «Έπρεπε να απαρνηθώ τις ιδέες μου. Και αυτό δεν υπήρχε ποτέ περίπτωση να το κάνω. Ήμουν με τον Εθνικό Λαϊκό Απελευθερωτικό Στρατό (ΕΛΑΣ). Αν ήμουν με τον ΕΔΕΣ τότε, θα μου έδιναν σύνταξη. Προτιμώ να μείνω με τα 300 ευρώ και ας μην μου φθάνουν για να ζήσω».

 

Στα χνάρια του πατέρα του

Ακολουθώντας τα χνάρια του πατέρα του Στρατή Καραγιάννη, ο Γρηγόρης, παιδί εκείνα τα χρόνια, μόλις 16 ετών, μπήκε και εκείνος στην αντίσταση. «Ο πατέρας μου ήταν στον εφεδρικό ΕΛΑΣ μέσα στο χωριό, και από εκεί μπήκα και εγώ στην αντίσταση. Γράφθηκα στην ΕΠΟΝ (Εθνική Πολιτική Αντίσταση). Έρχονταν και έκαναν συγκεντρώσεις και από την Κλειού, στο σπίτι μας».

Τα παιδικά του χρόνια σταμάτησαν όταν ήρθε η Κατοχή: «Δεν πηγαίναμε σχολείο τότε, μέχρι Τετάρτη δημοτικού είχα πάει και από εκεί και πέρα έπεσε η πείνα. Κοιτούσαμε να συντηρήσουμε τον εαυτό μας, δεν μπορούσες να πας να μάθεις γράμματα. Κλείσαν τα σχολεία όλα, δεν υπήρχε τίποτα. Ο πατέρας μου έκρυβε κόσμο μέσα στα ντάμια μας για να μην τους πιάσουν οι Γερμανοί. Τον είχαν φωνάξει και του είπαν ότι αν σε πιάσουν οι Γερμανοί που κρύβεις κόσμο θα σε στείλουν στο Άουσβιτς και εσένα και την οικογένειά σου. Δεν σταμάτησε ποτέ να το κάνει και το ίδιο και εγώ».

Και συνεχίζει: «Τραβήξαμε τα ελέη του Θεού με τους Γερμανούς. Φυλάγαμε μην τυχόν και έρθουν οι Γερμανοί στο χωριό μας και πάρουν ανθρώπους, γυναίκες, μωρά. Φυλάγαμε όλη τη νύχτα. Μόλις παίρναμε χαμπάρι ότι έρχονται, το σύνθημά μας ήταν ν’ ανάψουμε φωτιά στο βενζινάδικο της Κάπης. Εκεί είχαμε μια ομάδα και μέσα στην πλατεία δεύτερη ομάδα. Μόλις παίρναμε χαμπάρι ότι έρχονται οι Γερμανοί  ανάβαμε φωτιά και χτυπούσαμε την καμπάνα να φύγουν αυτοί από τον ένοπλο αγώνα, που έψαχναν. Αυτό γινόταν συνέχεια μέσα στο χειμώνα, μέσα στα κρύα. Ήμουν 16 χρονών τότε», θυμάται.

Αν κάποιος πιανόταν από τους Γερμανούς, τότε ολόκληρο το χωριό θα έμπαινε σε περιπέτειες. «Θυμάμαι  έναν νέο στο χωριό μας που έπεσε σε ένα Γερμανό σκοπό. Αρπάχθηκαν στα χέρια και του πήρε το όπλο και το πήγε στο ΕΑΜ. Το ΕΑΜ πήρε το όπλο και το γύρισε στην Αστυνομία, για να μην τον σκοτώσουν οι Γερμανοί. Παρόλα αυτά μάθανε ποιος ήταν και τον εκτέλεσαν. Από εκεί και πέρα φυλαγόμασταν μην έρθουν στα χωριά μας  και πιάσουν γυναίκες και μωρά. Αυτό που κάναμε ήταν να προστατεύουμε τον κόσμο. Είχαμε φτιάξει και μια οργάνωση και συγκεντρώναμε τρόφιμα, γάλα,  και ό,τι είχε ο καθένας τα μοιράζαμε στους ανθρώπους που πεινούσαν», αναφέρει χαρακτηριστικά.

 

Η πείνα

Τα μάτια του κυρ-Γρηγόρη που σήμερα πια δεν τον βοηθούν, κρατούν ζωντανές τις εικόνες που έζησε  εκείνη την εποχή. «Έχεις δει άνθρωπο να πρηστεί από την πείνα; Άνοιγαν τα χέρια τους και έτρεχαν ζουμιά από μέσα. Πρήζονταν και πέθαιναν και μικρά μωρά. Από την Αθήνα έφευγαν και επειδή είχαν συγγενείς στο χωριό μας, έρχονταν να σωθούν από την πείνα. Καλά να είχες να τους συντηρήσεις. Άμα δεν είχες; Αφού εσύ πέθαινες, πέθαιναν και αυτοί. Τέτοια έχουν δει τα μάτια μου πολλά», μας λέει.

Και προσθέτει: «Θυμάμαι ένας είχε έρθει από την Αθήνα για να γλιτώσει από την πείνα και έξω από το χωριό μας είχε μια συκιά και πήγε να φάει κάμποσα σύκα. Πήγε και τον «μάγκωσε» ο αγροφύλακας και άρχισε να τον χτυπά. Εγώ με τον μακαρίτη τον πατέρα μου ερχόμασταν εκείνη τη στιγμή, ακούμε που φώναζε «κερατά, ρουφιάνε», και τον χτυπούσε. Λέει ο πατέρας μου γιατί τον χτυπάς τον άνθρωπο; Γιατί κλέβει τα σύκα, απάντησε ο αγροφύλακας. Εδώ ο κόσμος πεθαίνει και επειδή έκοψε πέντε σύκα θα τον χτυπήσεις; Άσ’ τον. Τον πήρε από τα χέρια του και από το σημείο που τον πήραμε μέχρι να τον πάμε στο χωριό έλεγε συνέχεια “ευχαριστώ Στρατή”, στον πατέρα μου. Μετά από λίγο καιρό, πέθανε ο άνθρωπος αυτός, δεν άντεξε στην πείνα, ήδη ήταν εξασθενημένος».

Όποιος είχε πρόβατα, γάλα, κτήματα, ψωμιά, μπορούσε να επιβιώσει την εποχή εκείνη. Η οικογένειά του είχε περιουσία ακίνητη, είχε πρόβατα, είχε περιβόλι, όμως την περίοδο της πείνας τα διέθεσε όλα ο πατέρας του για να βοηθήσει τους συνανθρώπους του. «Θα μπορούσε να γίνει μαυραγορίτης και να πλουτίσει», μας λέει ο εγγονός του που φέρει το όνομα του παππού του, Στρατής Καραγιάννης. «Όμως ο παππούς μου και ο πατέρας μου τα μοίραζαν για να βοηθήσουν τον κόσμο που πεινούσε».

«Εμείς είχαμε τα ζώα και το περιβόλι και γλιτώσαμε. Άλλοι που δεν είχαν; Ό,τι μπορούσαμε κάναμε. Συγκεντρώναμε γάλα, φτιάχναμε γιαούρτι και τυρί και τα μοιράζαμε. Από το γιαούρτι συντηρούσαμε ανθρώπους να τους σώσουμε από την πείνα. Μέχρι χελώνες μάζευαν και έτρωγαν τότε, βελανίδια. Ό,τι έβρισκε έτρωγε ο κόσμος. Για να κρατηθούν ζωντανοί», λέει ο Γρηγόρης Καραγιάννης.

 

Οι φυγαδεύσεις με το υποβρύχιο

Τα πρόβατα που είχε ο πατέρας του κυρ-Γρηγόρη πέρα από το ότι «τάιζαν» όσους πεινούσαν και έδιναν γάλα, χρησίμευαν και για τις φυγαδεύσεις νέων που έφευγαν από το νησί για να πολεμήσουν στη Μέση Ανατολή. «Είχαμε τα πρόβατα τότε, τα κατεβάζαμε για τις φυγαδεύσεις. Ερχόταν το υποβρύχιο και έδενε στο Γενί Λιμάνι ανοιχτά. Όσοι ήταν φυγάδες που κυνηγούσαν οι Γερμανοί, έρχονταν και κάθονταν κρυμμένοι με εμάς και τους πηγαίναμε να φύγουν. Τους είχαμε στην μάντρα, τους κρύβαμε, τους ταΐζαμε, τους κοιμίζαμε και όταν ερχόταν το υποβρύχιο, τους κατεβάζαμε στο λιμάνι στη Λαγκάδα και με βάρκες τους πηγαίναμε στο υποβρύχιο. Ο εφεδρικός ΕΛΑΣ με το Σύνδεσμο της Μέσης Ανατολής οργάνωναν  τις φυγαδεύσεις αυτές. Τα πρόβατα ήταν το προκάλυμμα για να τους κατεβάσουμε στο λιμάνι. Ήταν νέοι της ένοπλης αντίστασης και πήγαιναν να πολεμήσουν στην Μέση Ανατολή με τον ελληνικό στρατό».

Έζησε πολλά και στον εμφύλιο μετά την Κατοχή: «Είχαν επιστρατεύσει Έλληνες και επειδή ήμασταν στο ΕΑΜ και στον ΕΛΑΣ μας χτυπούσαν. Μελάνιαζε η πλάτη μας από τα χτυπήματα και η μακαρίτισσα η μάνα μου έβαζε λάδι στην πλάτη μας και τους καταριόταν».

Τόσα χρόνια μετά, όλες οι εικόνες, όσα έζησε εκείνα τα χρόνια παραμένουν ζωντανά στα μάτια του Γρηγόρη Καραγιάννη. Δεν θέλησε ποτέ να πάει στις παρελάσεις και να πάρει μια θέση δίπλα στους επισήμους. Δεν διεκδίκησε ούτε τη σύνταξη που δικαιούται σαν αντιστασιακός. Περιουσία του είναι η οικογένειά του, η αγάπη των δικών του ανθρώπων, ενώ όπως λέει ο ίδιος, οι συνθήκες που σήμερα ζούμε, του θυμίζουν έναν πόλεμο, χωρίς όπλα.

«Έχω περάσει κατοχή, έχω περάσει εμφύλιο πόλεμο και σήμερα ζω οικονομικό πόλεμο. Μας έχουν φθάσει τη σύνταξη στα 330 ευρώ και με αυτά πρέπει να αγοράσουμε τα φάρμακά μας, να πληρώσουμε τους γιατρούς, να πληρώσουμε το ρεύμα και το νερό, να ζήσουμε. Δεν φθάνουν. Οδηγούν τον κόσμο στην εξαθλίωση, πάλι οι Γερμανοί, όπως και τότε, και το κεφάλαιο που τους σιγοντάρει», αναφέρει.

Την Παρασκευή ο κυρ-Γρηγόρης Καραγιάννης πήγε στο 14ο Νηπιαγωγείο για να διηγηθεί, όλα όσα έχει ζήσει, στους μικρούς μαθητές στο πλαίσιο της επετειακής γιορτής. «Δεν μπορούν τα παιδιά να καταλάβουν πολλά, αλλά κατάλαβαν οι δασκάλες τους και θα τους μεταδώσουν τις μνήμες εκείνης της εποχής που πρέπει να τις θυμόμαστε, να μην ξεχνάμε», μας λέει.