Του Γρηγόρη Δουμούζη
Θεολόγου, MSc Θεολογίας,
Φοιτητή Κοινωνιολογίας του Παν. Αιγαίου
Στο ευαγγέλιο της Κυριακής (Μτ. δ΄ 12-17) διαβάζουμε τον εξής λόγο: «Ο λαός που καθόταν σε μεγάλο σκότος, είδε φως μέγα». Αυτό το χωρίο εννοεί, σαφώς, τον Χριστό που έγινε το φως των σκοτισμένων. Δηλαδή, γι’ αυτούς που ζουν στην άγνοια, στην απουσία της αίσθησης και της γεύσης του Θεού και, γενικότερα, στο υπαρξιακό τους «σκότος».
Στη συνέχεια, το ευαγγέλιο αναφέρει πως ο Χριστός ξεκίνησε να κηρύττει με τον λόγο: «Μετανοείτε˙ Είναι κοντά η Βασιλεία των Ουρανών». Αυτό σημαίνει πως η προϋπόθεση και ο τρόπος για να μετέχουμε αυτού του φωτισμού, είναι η μετάνοια. Τι είναι «μετάνοια»; Η αλλαγή πορείας ζωής, η μετατόπιση του κέντρου της ζωής μας απ’ τον εαυτό μας στο Θεό. «Μετανοώ» σημαίνει «ανταποκρίνομαι στο ερωτικό κάλεσμα του Θεού». Λέει ο Ντοστογιέφσκι: «Μετάνοια είναι να πας να βρεις ένα σταυροδρόμι, να πέσεις στα γόνατα και να βάζεις συγχώρεση σε όλους τους ορίζοντες του σύμπαντος».
Είναι γεγονός πως η αρχή του φωτισμού είναι η αποδοχή του σκότους μας και η γνώση της δικής μας πραγματικότητας. Όπως λέει ο Άγιος Ισαάκ ο Σύρος: «Αυτός που βλέπει τις αμαρτίες του είναι ανώτερος απ’ αυτόν που βλέπει αγγέλους». Η αρχή του φωτισμού, επίσης, είναι η αναζήτηση του Θεού. Από μόνη της αυτή η αναζήτηση είναι εμπειρία του Θεού, λένε οι Πατέρες μας. Δηλαδή, η προσπάθεια που καταβάλλω, όσο μπορεί ο καθένας, ώστε να γευτώ το Θεό στην καθημερινότητά μου.
Φως, λοιπόν, είναι ο Θεός. Η συνάντηση με τον Χριστό είναι εμπειρία του φωτός. Όμως, αυτό απ’ το οποίο πάσχουμε, συνήθως, είναι ότι μπερδεύουμε τα πράγματα, με αποτέλεσμα τη δική μας ιδέα και τη δική μας ψυχική κατάσταση να τα ονομάζουμε «φωτισμό». Χρειάζεται, με λίγα λόγια, να διακρίνουμε το «πραγματικό φως» απ’ το «ψεύτικο» και το «ψυχολογικό γεγονός» απ’ το «οντολογικό». Δηλαδή, να ξεκαθαρίσουμε πως άλλο είναι «τι αισθάνομαι», άλλο «τι νοιώθω» και άλλο «ποια είναι η πνευματική πραγματικότητα».
Συνήθως, εμείς θεωρούμε την αίσθηση ότι «περνάμε καλά» και «νοιώθουμε καλά», σαν μια πνευματική κατάσταση. Όμως, άλλο «αισθάνομαι καλά» και άλλο «είμαι πραγματικά καλά». Μπορεί κάποιος να έχει ψυχολογικά προβλήματα και να είναι «άγιος», ενώ κάποιος να μην έχει ψυχολογικά προβλήματα, να είναι μια χαρά, αλλά να μην είναι καθόλου «πνευματικός άνθρωπος». Χρειάζεται αυτό να το ξεκαθαρίσουμε. Το πνευματικό γεγονός έχει άλλα μέτρα και άλλα κριτήρια.
Ο «ψυχολογικός άνθρωπος» μπορεί να του έρχονται καλά τα πράγματα, να έχει τακτοποιήσει τη ζωή του, να έχει βάλει τις σκέψεις του σε μια σειρά, αλλά μέχρι εκεί. Όταν πληγωθεί και δεν πάνε τα πράγματα όπως τα έχει οργανώσει, λέει: «Δεν είμαι καλά». Αυτός ο άνθρωπος, όμως, δεν ήταν καλά από πριν, αφού είχε βολευτεί σε μια κατάσταση και σε μια πραγματικότητα που δε νικά το θάνατο. Εδώ έγκειται η ουσία της πνευματικής ζωής. Η πνευματική ζωή είναι κάτι άλλο: να βρούμε τον τρόπο και τον λόγο ώστε να νικηθεί ο θάνατος. Να βρούμε τον πραγματικό λόγο ύπαρξής μας. Αν και φαίνεται αυτονόητο, δεν την αντέχουμε πολλοί από εμάς αυτή τη διαδικασία. Γιατί; Γιατί απαιτεί δύναμη ψυχής.
Θα ρωτήσει κάποιος: «Πώς μπορώ να ξεχωρίσω αυτά τα πράγματα; Να μπορώ, δηλαδή, να διακρίνω ότι άλλο πράγμα είναι ο «ψυχολογικός πόνος», ο οποίος, τις περισσότερες φορές, είναι προσβολή του εγωισμού μου, και άλλο ο «πνευματικός πόνος», που έχει να κάνει με τη διάθεσή μου να σταυρωθώ για χάρη της αλήθειας του Θεού;». Είναι ένα ερώτημα που οι σύγχρονοι χριστιανοί δυσκολευόμαστε ν’ απαντήσουμε. Σήμερα οι περισσότεροι προσεγγίζουμε την Εκκλησία «ψυχολογικά». Δηλαδή, είμαστε στενοχωρημένοι από κάτι, μας πάνε στραβά τα πράγματα και ψάχνουμε ένα χώρο να μας αποδεχτεί. Αυτός ο χώρος είναι η Εκκλησία. Μάλιστα, όλο αυτό το ονομάζουμε «αναζήτηση». Ναι είναι αναζήτηση, αλλά είναι «αναζήτηση του εγωισμού μας και όχι του Θεού».
Χρειάζεται να «σκύψουμε» στην καρδιά μας και να δούμε: «Τι θέλουμε; Είμαστε έτοιμοι γι’ αυτή την πραγματική εμπειρία του φωτός; Τι είναι φως; Απλώς να καταλάβω; Κάποιες ιδέες που ν’ ανταποκρίνονται στις ανάγκες μου;». Όλα αυτά είναι καλά και ευλογημένα. Όμως, φως πραγματικό είναι να συνειδητοποιήσω «γιατί ζω», «πώς νικιέται ο θάνατος», «πού είναι ο Θεός», «πώς μπορεί να γίνει ορατός στη ζωή μου». Όλα αυτά, ασφαλώς, ξεπερνάνε τη λογική μας. Θέλουν άλλες προϋποθέσεις.
Ποια είναι η προϋπόθεση; Η μετάνοια. Μετάνοια σημαίνει «την αναγνώριση πως «δεν είμαι Θεός»». Σήμερα οι χριστιανοί μπερδέψαμε εντελώς τα νοήματα. Λέμε λέξεις που δεν ανταποκρίνονται στο πραγματικό τους περιεχόμενο. Πώς μπορούμε πρακτικά να ξεχωρίσουμε έναν «πνευματικό άνθρωπο» από έναν «ψυχολογικό»; Ο «ψυχολογικός άνθρωπος» λειτουργεί με κέντρο τον εαυτό του και τις ανάγκες του, ενώ ο «πνευματικός άνθρωπος» ζει για χάρη του άλλου, περιορίζοντας τις δικές του ανάγκες.
Άραγε, εμείς πώς ζούμε; Μήπως ζούμε με κέντρο τις εγωκεντρικές μας επιθυμίες και θέλουμε οι άλλοι ν’ ασχολούνται διαρκώς μαζί μας; Ή μπαίνουμε σ’ αυτή τη διαδικασία να μας απασχολεί πώς είναι ο άλλος ώστε να τον αναπαύσουμε; Ενδιαφερόμαστε για τον κάθε άνθρωπο; Θέτουμε ερωτήματα στον εαυτό μας, όπως: «Είναι αναπαυμένος και ειρηνικός ο πλησίον μου; Τι μπορώ να κάνω για να του δώσω χαρά;». Αυτό ονομάζεται «αγάπη» και «θυσία». Γι’ αυτό, ο Σταύρος Ζουμπουλάκης λέει κάτι «προκλητικό»: «Όποιος αναζητάει το ίχνος του Θεού σ’ αυτόν τον κόσμο, δε θα το βρει παρά μόνο στο πρόσωπο των αρρώστων, των πεινασμένων, των φυλακισμένων και των ξένων. Όποιος έχει αγόγγυστα σκατοσκουπίσει άρρωστο είναι μείζων όλων των τιτάνων της θεολογίας».
Χωρίς αμφιβολία, είναι «σταυρός» να μπορέσεις ν’ ανακαλύψεις το βαθύτερό σου «είναι» και να συναντηθείς με τον άλλον πραγματικά. Εμείς επειδή δε θέλουμε να το κάνουμε αυτό, εξαιτίας του εγωισμού μας, και μάθαμε μόνο ψυχολογικά να λειτουργούμε, βολευόμαστε σ’ έναν «πρόχειρο τρόπο» που είναι προβολή του εσωτερικού μας κόσμου. Και όχι μόνο αυτό, αλλά αυτή την κατάσταση την εξιδανικεύουμε και την κάνουμε πνευματική κατάσταση. Αυτό αποτελεί, όμως, ένα μεγάλο πρόβλημα της πνευματικής μας πορείας.
Τι είναι, εν τέλει, πνευματική κατάσταση; Πνευματική κατάσταση και έρωτας είναι το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι «άνοιξα» την καρδιά μου και ποθώ αυτό το Σώμα και το Αίμα του Χριστού. Αρνούμαι το λογισμό μου, την ιδέα μου, την αμαρτία μου, τη γνώμη του κόσμου για μένα και μένω μόνος με το Θεό για να με «χορτάσει». Φυσικά, ο Θεός θα με «χορτάσει» όταν είμαι πεινασμένος γι’ Αυτόν. Αν «χόρτασα» απ’ τον εαυτό μου και τις φαντασιώσεις μου, τότε, δεν υπάρχει χώρος για το Θεό. «Στούπωσε» η ύπαρξή μου. Λέει ο Άγιος Πορφύριος: «Μέσα μας υπάρχει ένα σκοτάδι. Εμείς δεν πρέπει να μείνουμε στο σκοτάδι, αλλά να ανοίξουμε μια τρύπα να μπει το φως, να μπει ο Χριστός».
Το ευαγγέλιο της Κυριακής, επομένως, μας προβάλλει με γλαφυρό τρόπο το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε σήμερα πολλοί χριστιανοί. Το πρόβλημά μας είναι πως την πτώση μας και την αμαρτία μας τα κάναμε «φως», για να ικανοποιήσουμε τον εαυτό μας και να νοιώσουμε σπουδαίοι. Παρ’ όλα αυτά, στην πνευματική ζωή η μεγαλύτερη «απάτη» είναι το «φως» του νου μας και των συναισθημάτων μας. Δεν είναι υπερβολή να πούμε πως καλύτερα να είμαστε τρελοί και καταθλιπτικοί, αλλά να νοιώθουμε ότι μας λείπει ο Θεός, παρά να είμαστε πλήρεις και γεμάτοι μόνο απ’ τον εαυτό μας.