Του Γρηγόρη Δουμούζη – Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Φοιτητή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Την Κυριακή η Εκκλησία μας τιμάει τους θεοφόρους Πατέρες, οι οποίοι μας έδωσαν την πνευματική «τροφή», μας έδειξαν τον δρόμο προς το Θεό και μας περιέγραψαν τα αληθινά δόγματα και την αληθινή πίστη. Γιατί τα κάνανε αυτά; Για να έχουμε αληθινή και ζωντανή σχέση και εμείς με το Θεό.
Χρειάζεται, αρχικά, να τονίσουμε πως οι άγιοί μας δεν τα είπαν όλα αυτά με το μυαλό τους. Αντιθέτως, μας περιγράφουν το βίωμα το οποίο τους αποκαλύφθηκε. Δηλαδή, όσα είπαν, ήταν αποτέλεσμα του φωτισμού του αγίου Πνεύματος και μια αποκάλυψη του Θεού στη ζωή τους. Μας δείχνουν οι Πατέρες μας πως δεν φτάνει μόνο η καλή διάθεση, δεν φτάνει κανείς να είναι απλώς καλός άνθρωπος, αλλά χρειάζεται να πιστεύει και ορθά. Έτσι μόνο μπορεί να οικοδομηθεί στέρεη πνευματική ζωή. Χρειάζεται η αληθινή πίστη και το αληθινό βίωμα.
«Πίστη» και «βίωμα», «δόγμα» και «ήθος», «θεωρία» και «πράξη» είναι αδιάσπαστα και αποτελούν μια ενότητα. Αυτό σημαίνει πως δεν μπορεί κανείς να μην πιστεύει σωστά και να έχει αληθινό βίο. Ούτε κανείς μπορεί να ζει μέσα στα «σκοτάδια» της αμαρτίας του και να έχει αληθινή πίστη. Οι άγιοι Πατέρες τα ξεκαθάρισαν αυτά τα πράγματα. Μας έδειξαν τον τρόπο. Το βίωμα, η πράξη και το ήθος έχουν σαν βάση την αληθινή και σωστή πίστη. Χωρίς αυτή ο άνθρωπος απλώς καταφεύγει σε κάποιες φαντασιώσεις και ζει στην πλάνη του.
Αυτό ισχύει και αντίστροφα: Δεν μπορεί κανείς να δογματίσει και να θεολογήσει, αν δεν έχει καθαρό και ενάρετο βίο. Όπως είναι απάτη να μιλάει κανείς για αγάπη χωρίς να υπάρχει αλήθεια, εξίσου απάτη είναι να μιλάει κανείς για αλήθεια και να μην έχει αγάπη. Λέει ο άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος: «Δεν μπορείς να θεολογήσεις, αν προηγουμένως δεν έχεις καθαρθεί απ’ τα πάθη». Γιατί συμβαίνει αυτό; Διότι και ο διάβολος πιστεύει, αλλά δεν μας σώζει. Αντιθέτως, μας οδηγεί στην απώλεια.
Επομένως, τι χρειάζεται; Μετάνοια, συναίσθηση της κατάστασής μας, αλλαγή του βίου μας και φωτισμός του Θεού. Οι άγιοί μας δεν τα είπαν αυτά απ’ το μυαλό τους. Τους φανερωνόταν ο Θεός μέσα απ’ την προσωπική σχέση μαζί Του και είχαν το φωτισμό και μας τα περιέγραψαν. Μας δώσανε κατεύθυνση ζωής και στέρεες βάσεις. Είναι οι Πατέρες μας διότι μας παρέχουν τις προϋποθέσεις να «γεννηθούμε» πνευματικά. Λέει η Γραφή: «Πατέρας δεν μπορεί να κληθεί κανείς επί της γης, παρά μόνο αυτός που μας οδηγεί στην επουράνια πατρότητα. Αυτός που μας παραπέμπει σ’ αυτή την προσωπική σχέση με το Θεό». Δηλαδή, αυτός που μας δίνει τις προϋποθέσεις να έχουμε σχέση αληθινή με το Θεό.
Οι άγιοι Πατέρες δεν μίλησαν για μια αόριστη παντοδυναμία ενός υπαρκτού Θεού απλώς, αλλά μας είπαν ότι δεν είναι «ανώνυμος» ο Θεός. Είναι ένας Θεός προσωπικός και μας καλεί σε προσωπική σχέση μαζί Του. Αυτό είναι, βεβαίως, ένα δείγμα όλης μας της ζωής. Αν κανείς είναι πατέρας ή αν έχει την ευθύνη κάποιων ανθρώπων, πότε είναι αληθινός «πατέρας»; Όταν πρώτα σ’ αυτόν έχει αποκαλυφθεί προσωπικά ο Θεός. Πότε ο άνθρωπος έχει «πνευματικές αποκαλύψεις»; Όταν αποφασίσει πρώτα να σταυρωθεί, να ζήσει με ασκητική διάθεση μετάνοιας, να περιορίσει τον εγωισμό του και τις επιθυμίες του, να υπηρετεί τα θελήματα των άλλων και να προσφέρει την ανάπαυση στον κάθε πλησίον του.
Χρειάζεται, δηλαδή, προσωπική διάθεση κόπου και σταυρού για χάρη των άλλων. Αν δεν έχουμε αυτό το λόγο ζωής και ύπαρξης, να είναι κέντρο της ζωής μας ο σταυρός, η θυσία και ο πόνος για χάρη του Χριστού και του αδελφού μας, τότε, δεν μπορούμε να είμαστε «πατέρες». Απλώς ζούμε ψευδώς. Αυτό που θα μας δώσει πορεία είναι να συναισθανθούμε την κατάστασή μας, να στραφούμε στο Θεό και να μπούμε σε μια πορεία αναζήτησης, η οποία συνδυάζει και τη θεωρία και την πράξη. Όλη μας η ύπαρξη να εμφορείται απ’ το πνεύμα και το φωτισμό του Θεού.
Ουσιαστικά, για να μπορέσει κανείς να πείσει τον άλλον, χρειάζεται όλη η ζωή του να είναι φορέας αλήθειας, φωτός, ζωής και Χριστού. Αν μόνο μιλάμε, απλώς θορυβούμε. Αν μόνο πράττουμε, χωρίς να δίνουμε κατεύθυνση ζωής, οδηγούμε τους ανθρώπους στην απώλεια. Χρειάζονται και τα δύο. Όταν ο άνθρωπος ζήσει αυτή τη ζωή του Θεού, τότε, όλη η ύπαρξή του αλλοιώνεται. Έχει διάκριση, φωτισμό και ειρήνη μέσα του. Και όταν σιωπά και όταν ομιλεί αποκαλύπτεται ο Θεός.
Αυτό, λοιπόν, είναι το σημαντικό. Αυτό έζησαν οι Πατέρες μας. Μας έμαθαν ότι αληθινή πατρότητα, που είναι αληθινή σχέση με τον Χριστό, πρωτίστως, είναι διαδικασία προσωπικής μετάνοιας, συναίσθησης της αμαρτωλότητάς μας και αποκάλυψης του Θεού. Αυτός ο Θεός που αποκαλύπτεται στη ζωή μας, αποκαλύπτεται και σ’ αυτούς που μας περιβάλλουν. Όταν θέλουμε να πιέσουμε και να καθοδηγήσουμε τους ανθρώπους, ως επί το πλείστον, ομιλεί ο λογισμός μας και όχι ο Θεός. Είναι δικά μας ιδεολογήματα, όσο ορθόδοξα κι αν είναι αυτά που λέμε. Χρειάζεται να υπάρχει αποκάλυψη Θεού και αυτή προϋποθέτει, κατά τον άγιο Χρυσόστομο, καθαρό και ενάρετο βίο. Δηλαδή, βίο μετάνοιας, προσευχής και αναζήτησης του Θεού.
Για να χρησιμοποιήσουμε, κλείνοντας, και τους λόγους των ίδιων των Πατέρων μας, των ασκητών και των μεγάλων δασκάλων του πνεύματος, χρειάζεται το επονομαζόμενο «άδειασμα του νου». Δηλαδή, να μην υπάρχουν τόσο οι κακές, όσο και οι καλές σκέψεις. Διότι μέσα στις επονομαζόμενες «καλές» σκέψεις ζουν και αναβιώνουν οι εικόνες και οι αντιλήψεις, εκείνα τα νοητικά είδωλα που τόσο οι γονείς μας, όσο και το περιβάλλον μας έθεσαν περί του Θεού. Εμείς, όμως, δεν θέλουμε μια νοητική φαντασίωση περί Θεού, αλλά θέλουμε μια ζωντανή συνάντηση μαζί Του. Μια αποκάλυψη όχι στο νου, αλλά στη βαθιά καρδιά μας, στο βαθύ μας «είναι».