Άνοιξη του 1985 – 40 χρόνια πριν δηλαδή! – πρωτοετής στη Θεσσαλονίκη και βάδιζα προς την Αγίας Σοφίας. Πρωί Πέμπτης, πριν τη σχολή. Ο σκοπός ιερός. Να αγοράσω την επώνυμη blue jean σαλοπέτα που από μήνες είχα βάλει στο μάτι. Πάνω από δυόμισι ενοίκια το κόστος της, αλλά τα νιάτα ξέρουν να κάνουν οικονομία και να μαζεύουν απ’ το υστέρημά τους για τέτοια αξεπέραστα ρούχα. Για να λέμε και την αλήθεια και τώρα να την φόραγα πάλι στη μόδα θα ήμουν (τέτοιο κομμάτι!), αν και πλέον σε καμία περίπτωση δεν θα έκανα παρόμοια σπατάλη. Άλλες ηλικίες, άλλες προτεραιότητες.
Μέσα σ’ αυτή τη συγκυρία λοιπόν κι ενώ αναρωτιόμουν τι θα έλεγε η μητέρα μου αν μάθαινε την αποκοτιά μου, μόλις λίγα μέτρα πριν το κατάστημα-προορισμό, εκεί στην πλατεία, είδα σταθμευμένο το κίτρινο όχημα της κινητής μονάδας αιμοδοσίας.
Παρορμητικά δίχως να το πολυσκεφτώ μπήκα μέσα. Απάντησα θετικά στο κρίσιμο ερώτημα αν έχω ή όχι ενηλικιωθεί (τότε ήταν στα 18) και χωρίς πολλά – πολλά λόγια, έδωσα αίμα για πρώτη φορά.
«Ξέρετε δεσποινίς μου», μού είπε η νοσοκόμα μετά τον έλεγχο κι ενώ μασουλούσα χαλαρά τα αλμυρά μπισκοτάκια-δωράκι μαζί με το χυμό πορτοκάλι σε κάθε αιμοδοσία, «έχετε σπάνια ομάδα αίματος, και θα ήταν καλό να δίνετε αίμα όποτε μπορείτε γιατί υπάρχουν μεγάλες ανάγκες στη χώρα μας. Μπράβο σας που το τολμήσατε κι ήρθατε».
Βγήκα απ’ τη μονάδα, άρχισα να συνειδητοποιώ τι έγινε και έφτασα… πετώντας στο μαγαζί προκειμένου να κάνω την αγορά μου. Τέτοια χαρά δύσκολα νοιώθεις να σε πλημμυρίζει. Ποτέ δεν ξέχασα τα συναισθήματα εκείνης της μέρας, που στον ένα ή άλλο βαθμό, έχω βιώσει σχεδόν όλες τις φορές που αιμοδότησα. Της χαράς πως κάνω κάτι καλό για το συνάνθρωπό μου που χρειάζεται αίμα. Ακόμη κι όταν δεν είχε εισβάλλει στην καθημερινότητά μας ο όρος της ενσυναίσθησης.
Κάθε φορά πια που δίνω αίμα, στο μυαλό μου αντηχεί μια φράση από μεταγενέστερο ερωτικό τραγούδι (των Φατμέ ή μόνο του Οδυσσέα Τσάκαλου, δεν θυμάμαι) που λέει «έλα κράτα με απ’ τη μέση γιατί θα απογειωθώ, σκέψου μεσάνυχτα και κάτι στη Σταδίου να πετώ».
Γιατί όντως ίπταμαι, βιώνω μια ψυχική εξύψωση, βάλσαμο πραγματικό για τον εσωτερικό μου κόσμο.
Όσο απωθητική στη σκέψη και ψυχρή ως αίσθηση είναι η βελόνα που μπαίνει στη φλέβα σου, η θέα του αίματος που αμέσως μετά αρχίζει να ρέει γεμίζοντας τη φιάλη, σε αποζημιώνει ακαριαία. Γιατί ξέρεις πως αυτό που δίνεις, ένα κομμάτι από σένα, είναι ικανό να βοηθήσει, ακόμη, καμιά φορά, και να σώσει μια ζωή. Οποιαδήποτε ζωή γνωστού ή άγνωστου που θα έχει την ανάγκη του. Τόσο απλά.
Δεν υπάρχει ειλικρινά μεγαλύτερη ικανοποίηση απ’ την ανιδιοτελή προσφορά, απ’ την ευτυχία που σού προκαλεί κάθε εθελοντική δράση και πιότερο απ’ όλες θεωρώ η αιμοδοσία. Γιατί το αίμα σου, πόσο μάλλον αν είναι και δυσεύρετο, όπως στην περίπτωσή μου, το αίμα που σύντομα κι εύκολα θα αναπληρώσει ο οργανισμός σου, ίσως αποδειχθεί πολύτιμο έως και σωτήριο για τον αποδέκτη.
Σε άλλες μορφές προσφοράς, πάντα υπάρχουν κάποιες δεύτερες σκέψεις και ενδοιασμοί. Για παράδειγμα στις φιλανθρωπίες, σκέφτεσαι μήπως δεν αξίζουν βοήθειας αυτοί που ευεργετείς ή μήπως το αντίθετο, εσύ δεν έδωσες όσα μπορούσες να δώσεις για να τούς καλύψεις με ό,τι περισσότερο γινόταν. Έκανα άραγε το καλύτερο; Ενώ με το αίμα, δίνεις όσο επιτρέπεται να δώσεις προκαθορισμένα, σε όποιον πραγματικά το χρειάζεται. Αυστηρά και συγκεκριμένα. Καμιά δεύτερη σκέψη.
Έτσι εδώ και τέσσερις δεκαετίες όπου κι αν βρισκόμουν, και στη Λέσβο, και αρκετά συχνά σε συγγενείς και φίλους στην Αθήνα, όποτε χρειαζόταν, έσπευδα να δώσω αίμα. Πλέον λόγω της πίεσης και της ανάγκης να μην πάρω το πρωινό χαπάκι, για να αιμοδοτήσω, τα πράγματα έχουν γίνει πιο πολύπλοκα και μάλιστα την τελευταία φορά που ανέβηκα μέχρι το Βοστάνειο, δυστυχώς δεν τα κατάφερα να δώσω αίμα. Εννοείται πως δεν θα το βάλω κάτω και θα επιδιώξω στην πρώτη ευκαιρία να προσπαθήσω εκ νέου. Για όσα χρόνια ακόμη επιτρέπεται και μπορώ.
Από καιρό μάλιστα, ήθελα να γράψω για την αιμοδοσία, για τους υπέροχους κι ευγενέστατους ανθρώπους – εθελοντές, γιατρούς, νοσηλευτές – που πλαισιώνουν τοπικά την όλη διαδικασία, για τις βελτιωμένες συνθήκες σε σχέση με το παρελθόν, αλλά κυρίως για τα όσα απολαμβάνει στην ψυχούλα του ένας αιμοδότης, για την ευτυχία που αυτόματα συνεπάγεται η αιμοδοσία.
Κι αυτό να κρατήσει όποιος σκέφτεται να δώσει αίμα γιατί σίγουρα κάθε ένας από εμάς που σιγά – σιγά πιάνει στασίδι στον πάγκο των παλαίμαχων, χρειάζεται να αφήσει αντικαταστάτες. Που με τη σειρά τους δίνοντας αίμα θα γίνουν πλούσιοι σε συναισθήματα, χαρούμενοι και καλύτεροι. Μόνο όποιος συνειδητά ξαπλώσει στην πολυθρόνα του αιμοδότη θα είναι σε θέση να απολαύσει τέτοια πληρότητα.
Καλή αιμοδοσία.