- Σαν να μην έφτανε ο “βιασμός” της θεσμικής λειτουργίας στον τόπο μας για να δημιουργηθεί το ΚΥΤ στον Καρά-Τεπέ, ο κατήφορος συνεχίζεται και για την υδροδότηση της Βάστριας
- Ενώ το 2023 ο ρόλος των Επιχειρήσεων Ύδρευσης ενισχύθηκε, το ίδιο το κράτος έρχεται τώρα να τις πετάξει εκτός διαδικασιών
Το Σεπτέμβριο του 2020, με πρόσχημα την καταστροφή από τις μεγάλες πυρκαγιές του ΚΥΤ της Μόριας, η Λέσβος βίωσε έναν άνευ προηγουμένου «βιασμό» της λειτουργίας των θεσμών και των νόμων από το ίδιο το Κράτος όταν με διαδικασίες fast truck και υπό το πέπλο της έκτακτης ανάγκης θεμελιώθηκε το σημερινό ΚΥΤ του Καρά-Τεπέ, το οποίο έμελλε να φτάσει στις μέρες μας να είναι και αυτό μια φαραωνική δομή.
Αυτό που αντίκρισαν τότε οι πολίτες ήταν το μπάζωμα του αιγιαλού και τα μπετά σε κατασκευές στο πεδίο βολής της Μυτιλήνης σε ένα στρατηγικής σημασίας για την περίπτωση πολέμου σημείο, χωρίς την εφαρμογή Περιβαλλοντικών Όρων και αδειοδοτήσεων από τις εμπλεκόμενες υπηρεσίες, που κατά τα άλλα κάθε πολίτης για να ανεγείρει μία οικοδομή θα πρέπει υποχρεωτικά να περάσει.
Τα όσα συνέβησαν τότε και μάλιστα καταγγέλθηκαν και επίσημα με ανακοίνωση ενός επιστημονικού φορέα – συμβούλου του κράτους, όπως το Τεχνικό Επιμελητήριο, αποτέλεσαν πλήγμα για τη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών, καθώς φάνηκε ένα κράτος που προκειμένου να προωθήσει τις δικές του προτεραιότητες μπορεί να το κάνει αυτό παρακάμπτοντας τους νόμους, δηλαδή επιβάλλοντάς το.
Κι αν εκείνη την περίοδο ένας καλόπιστος πολίτης μπορούσε να βρει το άλλοθι του «βιασμού»
για την παράκαμψη του νόμου στην έκτακτη ανάγκη, στην ανάγκη στέγασης των μεταναστών, το ίδιο το Κράτος έρχεται να αποδείξει ότι αυτό μπορεί να το επαναλάβει και σε πιο ήρεμες συνθήκες, όπως για παράδειγμα στην κατασκευή και λειτουργία της Βάστριας, η οποία είναι μία δομή που δεν την επιβάλλουν με τα σημερινά δεδομένα κάποιες έκτακτες ανάγκες, για τις οποίες το κράτος θα πρέπει να τρέξει, να παρακάμψει όμως και θεσμούς.
Είναι προφανής η προσπάθεια της πολιτείας και της Ευρώπης για την επιβολή της Βάστριας στη Λέσβο με κάθε τρόπο και αυτό φαίνεται ακόμα και από την προσπάθεια παράκαμψης του Συμβουλίου της Επικρατείας για το ζήτημα της προσφυγής κατά της κατασκευής του δρόμου πρόσβασης, τον οποίο επιχειρούν να κατασκευάσουν με την ταμπέλα της… αντιπυρικής ζώνης.
Άλλο ένα τέτοιο πλήγμα στους δημοκρατικούς θεσμούς φέρνει το νέο νομοσχέδιο για το μεταναστευτικό, πολυδιαφημισμένο από τον νέο Υπουργό Μετανάστευσης Θανάση Πλεύρη, το οποίο όμως παρά το γενικότερο πλαίσιό του περιλαμβάνει την προώθηση και ειδικότερων σχεδιασμών προς διευκόλυνση λειτουργίας της Βάστριας στη Λέσβο. Η ακριτική Λέσβος στην άκρη της Ελλάδας και της Ευρώπης βρίσκεται στο επίκεντρο του νέου νομοσχεδίου, το οποίο εισάγεται σήμερα προς συζήτηση και ψήφιση στη βουλή.
Όλα υπό έλεγχο
Επί της ουσίας στο θέμα της Βάστριας, όπως έγινε και με τον Καρά-Τεπέ, το Κράτος λειτουργεί σαν οδοστρωτήρας ισοπεδώνοντας στο πέρασμά του τα πάντα, με τη λογική “ο σκοπός αγιάζει τα μέσα” και ο στόχος είναι να λειτουργήσει και η δεύτερη φαραωνική δομή στη Λέσβο. Ένα μεγάλο αγκάθι για τη λειτουργία της νέας δομής είναι η υδροδότηση.
Όπως είναι γνωστό, στην περιοχή της Βάστριας δεν υπάρχουν ιδιαίτερα αποθέματα νερού. Τη λύση θα δώσει το Φράγμα Τσικνιά, καθώς όμως η κατασκευή του αργεί ακόμα θα πρέπει να βρεθούν άλλα προσωρινά μέσα, όπως η κατασκευή μονάδας αφαλάτωσης, δηλαδή μιας μονάδας που θα αντλεί το νερό από τη θάλασσα, θα το διυλίζει και θα το δίνει καθαρό για χρήση και πόση. Αν και μέχρι τώρα για την αδειοδότηση μιας τέτοιας μονάδας δεν είχαν εμπλοκή οι τοπικοί φορείς, καθώς όλη η διαδικασία προβλέπεται να γίνεται από το Υπουργείο Ναυτιλίας, υπήρχε πρόβλεψη μεταξύ των προϋποθέσεων ότι θα έπρεπε να υπάρχει και απόφαση της Επιχείρησης Ύδρευσης, η οποία να συμπεριλαμβάνεται στο φάκελο μαζί με όλα τα άλλα προαπαιτούμενα.
Και αυτό το σκέλος έρχεται τώρα να το βγάλει εκτός πλαισίου το Κράτος, δηλαδή η απόφαση της ΔΕΥΑΛ να μην είναι απαιτητή για τη λειτουργία της μονάδας αφαλάτωσης. Την αρμοδιότητα για την αδειοδότηση την έχει το Κράτος, το οποίο όμως την παίρνει από το Υπουργείο Ναυτιλίας και την κατευθύνει στα χέρια του Γενικού Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης Αιγαίου, δηλαδή στο σκληρό πυρήνα της κρατικής διαχείρισης – διεκπεραίωσης.
Η κυβέρνηση, με το νέο νομοσχέδιο εισάγει στο άρθρο 38 μια τροπολογία που τροποποιεί εκ νέου το άρθρο 50 του Ν. 4487/2017. Αυτή η φαινομενικά τυπική μεταβολή μεταφέρει την τελική αρμοδιότητα έγκρισης για μονάδες αφαλάτωσης από τον Υπουργό Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής στον Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης, παρακάμπτοντας ουσιαστικά τη Δημοτική Επιχείρηση Ύδρευσης και Αποχέτευσης Λέσβου (ΔΕΥΑΛ), η οποία μέχρι πρόσφατα είχε αρχίσει να αποκτά ρόλο σε αυτές τις κρίσιμες διαδικασίες. Το άρθρο 38 δεν είναι μια απλή γραφειοκρατική ανακατάταξη αρμοδιοτήτων. Είναι μια εξόφθαλμη και πολιτικά ανησυχητική υπονόμευση του ρόλου της τοπικής αυτοδιοίκησης και μια επιχείρηση πλήρους συγκέντρωσης εξουσιών στα χέρια διορισμένων κρατικών παραγόντων, μακριά από κάθε είδους κοινωνικό ή πολιτικό έλεγχο. Πρόκειται, με απλά λόγια, για ένα επικίνδυνο διοικητικό πραξικόπημα που βάζει το πολυτιμότερο δημόσιο αγαθό – το νερό – σε χέρια που δεν λογοδοτούν πουθενά.
Για χρόνια, η ΔΕΥΑΛ, όπως και άλλες ΔΕΥΑ νησιωτικών περιοχών, δεν είχε κανέναν ουσιαστικό ρόλο στις αποφάσεις που αφορούσαν τη λειτουργία μονάδων αφαλάτωσης παρά το γεγονός ότι είναι ο δημόσιος φορέας διαχείρισης ύδρευσης και αποχέτευσης. Ο Ν. 4487/2017 είχε αναθέσει την τελική ευθύνη στον εκάστοτε Υπουργό, με τη ΔΕΥΑΛ να είναι απλώς αποδέκτης αποφάσεων.
Αυτό άρχισε να αλλάζει με τον Ν. 5039/2023, όταν με το άρθρο 48 τροποποιήθηκε το άρθρο 50 του αρχικού νόμου. Η ρύθμιση αυτή προέβλεπε ρητά την υποχρέωση μαζί με όλες τις άλλες αδειοδοτήσεις να υποβάλλεται απόφαση του συλλογικού οργάνου που έχει την αρμοδιότητα υδροδότησης του νησιού, δηλαδή της ΔΕΥΑΛ στην περίπτωση της Λέσβου. Αυτό κατά κάποιο τρόπο ήταν μια πρώτη θεσμική παραδοχή ότι η διαχείριση του νερού δεν μπορεί να γίνεται χωρίς τη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας και των αρμόδιων φορέων της.
Ήταν μια θετική εξέλιξη. Όχι επαρκής – αφού η ΔΕΥΑΛ δεν είχε το δικαίωμα βέτο – αλλά ένα βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση. Ένα βήμα που αναγνώριζε πως οι τοπικές κοινωνίες πρέπει να έχουν λόγο σε κρίσιμες αποφάσεις για τη διαχείριση των φυσικών τους πόρων. Και αυτό το βήμα τώρα αναιρείται βίαια με την τροπολογία του άρθρου 38.
Με τη νέα τροπολογία, η απόφαση για την έγκριση της λειτουργίας μονάδων αφαλάτωσης μεταφέρεται από τον Υπουργό στον διορισμένο Γενικό Γραμματέα της Αποκεντρωμένης Διοίκησης. Ο ρόλος της ΔΕΥΑΛ περιορίζεται και πάλι σε γνωμοδοτικό και μόνο, ενώ τίθενται και αυστηρά χρονικά όρια 30 ημερών για την απάντησή της.
Αν δεν προλάβει να γνωμοδοτήσει, η διαδικασία συνεχίζεται κανονικά. Αν γνωμοδοτήσει αρνητικά; Ο Γραμματέας έχει τη δυνατότητα να την αγνοήσει. Και ακόμα χειρότερα, όταν το έργο θεωρείται “δημόσιου συμφέροντος” (όπως, για παράδειγμα, όταν σχετίζεται με υποδομές μεταναστευτικών ροών όπως η Βάστρια), η γνώμη της ΔΕΥΑΛ θα είναι περιττή.
Επί της ουσίας η συγκεκριμένη τροπολογία αν περάσει σήμερα από τη Βουλή θα είναι άλλο ένα χτύπημα για τον θεσμικό εξοστρακισμό της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Μια διαδικασία στην οποία η ΔΕΥΑΛ μετατρέπεται σε ένα είδος “διακοσμητικής σφραγίδας”, δίχως κανένα πραγματικό βάρος. Η δημοκρατία – όχι ως σύνθημα, αλλά ως καθημερινός μηχανισμός λογοδοσίας και συμμετοχής – παραμερίζεται με πρόσχημα τις έκτακτες ανάγκες του μεταναστευτικού.
Η αφωνία της ΔΕΥΑΛ
Την ίδια ώρα μπροστά σε ένα τέτοιο ζήτημα μείζονος σημασίας προκαλεί σοβαρά ερωτηματικά η αφωνία της ΔΕΥΑΛ, η οποία έπρεπε να είχε αναδείξει αυτό το ζήτημα σε θέμα πρώτου μεγέθους προκαλώντας ψηφίσματα των δυο Δημοτικών Συμβουλίων και ενεργοποιώντας την Κεντρική Ένωση Δήμων και άλλους φορείς, με στόχο την απόσυρση της τροπολογίας από το νομοσχέδιο. Και σε αυτό το ζήτημα ευθύνες έχουν και οι δύο Δήμοι, που είναι οι συνέταιροι στη ΔΕΥΑΛ και οι οποίοι, δυστυχώς, βρίσκονται διχασμένοι λόγω της ασυνεννοησίας του προέδρου της Επιχείρησης με την πλευρά της Δυτικής Λέσβου, η οποία τον αμφισβητεί. Και μιας και το νομοσχέδιο για το μεταναστευτικό βρισκόταν το προηγούμενο διάστημα σε διαβούλευση το ερώτημα είναι αν συμμετείχε η ΔΕΥΑΛ στη διαβούλευση και ποιες είναι οι προτάσεις που κατέθεσε. Κατέθεσε την αντίθεσή της στη διαβούλευση;; Αυτή η απάντηση έχει ενδιαφέρον, θα τη δώσουν όμως;;
Ποιος προστατεύει το νερό;
Το νερό για νησιά, όπως η Λέσβος, είναι ζήτημα ζωής. Είναι περιορισμένο, ευαλλοίωτο, και απαιτεί συνετή, προσεκτική και δημοκρατικά ελεγχόμενη διαχείριση. Η ΔΕΥΑΛ – όπως και κάθε δημοτική επιχείρηση ύδρευσης – έχει την τεχνογνωσία, την εμπειρία, και το ηθικό δικαίωμα να παρεμβαίνει όταν απειλείται η επάρκεια ή η ποιότητα του νερού.
Η παράκαμψή της, ιδίως σε έργα που αφορούν δομές φιλοξενίας, με ασαφείς υδροδοτικές ανάγκες και αβέβαιες επιπτώσεις στο περιβάλλον, είναι συνταγή για μελλοντικά αδιέξοδα. Και αν αυτά τα έργα προχωρήσουν χωρίς τον έλεγχο και τη συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών, το κόστος δεν θα είναι μόνο περιβαλλοντικό. Θα είναι πολιτικό και κοινωνικό.
Η κυβέρνηση προσπαθεί να περάσει αυτή την αλλαγή ως «απλοποίηση διαδικασιών». Όμως επί της ουσίας δεν είναι απλοποίηση, αλλά η συγκεντρωτική λογική που επιβάλλεται χωρίς καμία κοινωνική συναίνεση. Το επιχείρημα του δημόσιου συμφέροντος χρησιμοποιείται ως άλλοθι ώστε αντί να ενισχύεται ο ρόλος των φορέων που είναι κοντά στον πολίτη, όπως η ΔΕΥΑΛ, αυτοί υποβαθμίζονται ώστε οι αποφάσεις να λαμβάνονται “κεντρικά” και χωρίς άρνηση.
Ο δρόμος δεν θα είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα
Σε κάθε περίπτωση ο δρόμος δεν θα είναι σπαρμένος με ροδοπέταλα, καθώς στη ΔΕΥΑΛ παραμένει η αρμοδιότητα της ύδρευσης, δηλαδή του νερού που θα διοχετεύεται από τη μονάδα αφαλάτωσης εκτός αν αλλάξουν και εκεί το νόμο!! Σε κάθε περίπτωση και η διαδικασία των εγκρίσεων και αδειοδοτήσεων για να κατασκευαστεί μονάδα αφαλάτωσης δεν είναι μία απλή διαδικασία, καθώς αυτές οι μονάδες έχουν και λύματα. Πρόκειται, δηλαδή, για ζητήματα τα οποία θα πρέπει να απασχολήσουν έστω και κατόπιν εορτής μετά την ψήφιση του νομοσχεδίου, που αναμένεται σήμερα.