Πριν αρκετά χρόνια, τον Αύγουστο του 2011, επιλέξαμε για διακοπές την Κρήτη. Κατά την επιβίβασή μας στο «Κνωσός», γίναμε αυτόπτες μάρτυρες μιας πρωτοφανούς κατάστασης, η οποία πραγματικά μού προκάλεσε αυθόρμητα αγανάκτηση, θυμό. Πριν από μας, μια πολυπληθής οικογένεια Ρομά, με φορτωμένο όσο δεν πάει άλλο το μικρό αγροτικό της – πραγματικά δεν ξέρω με τι – επιχείρησε, όπως και πολλοί άλλοι Ρομά στη συνέχεια, να μπουν στο πλοίο. Εις μάτην όμως αφού οι ελεγκτές των εισιτηρίων τους, προκειμένου να τούς επιτρέψουν την είσοδο, ζητούσαν, όχι μόνο παραστατικά τιμολογίων για τα εμπορεύματα τα οποία μετέφεραν (απειλώντας να καλέσουν το ΣΔΟΕ για έλεγχο), αλλά και πληροφορίες για το πού θα μείνουν, πόσες μέρες, αν έχουν δώσει προκαταβολή για το κατάλυμα κι άλλα πολλά παρόμοια στα οποία φυσικά δεν έλαβαν καμία απάντηση. Έτσι τούς απαγόρευσαν την είσοδο, παραπέμποντάς τους στο κεντρικό πρακτορείο για να εισπράξουν ό,τι είχαν πληρώσει για εισιτήρια.
Χρειάστηκε άπειρη πειθώ και προσπάθεια ο σύζυγός μου για να με αποτρέψει απ’ το να κάνω καβγά, επιχειρηματολογώντας πως έτσι θα χαλάσουμε τις διακοπές μας πριν καν αρχίσουν. Φώναζα και μονολογούσα δυνατά ότι είναι απαράδεκτη και ρατσιστική η συμπεριφορά τους, ενώ αναρωτιόμουν, ομοίως βροντόφωνα, γιατί δεν ρώτησαν κι εμάς σε ποιο ξενοδοχείο θα μείνουμε ή πού θα γυρνάμε δέκα μέρες στο νησί.
Ποτέ δεν ξέχασα τα αισθήματα της αδικίας εις βάρος συνανθρώπων μας, αλλά και της αδυναμίας μου να αντιδράσω ουσιαστικά, τα οποία μού προκλήθηκαν απ’ το όλο περιστατικό, αν και δεν θυμάμαι να με ενόχλησε εξίσου και το γεγονός ότι όσες μέρες μείναμε στην Κρήτη, ουδέποτε συναντήσαμε έστω κι έναν Ρομά.
Ίσως πλέον να έχουν αλλάξει τα πράγματα και στη μεγαλόνησο, ίσως και να προσομοιάζουν με ό,τι επικρατεί στη Μυτιλήνη, σε συγκεκριμένες περιοχές, ή για συγκεκριμένες περιόδους (π.χ. κατά το πανηγύρι του Ταξιάρχη στο Μανταμάδο).
Κι ας έρθουμε στα δικά μας. Ποιος δεν έχει βιώσει ή έστω ακούσει για παραβατικές συμπεριφορές Ρομά, κάθε ηλικίας, από νήπια έως ηλικιωμένους, ειδικά στο χώρο του πάρκινγκ; Ποιος δεν έχει ενοχληθεί την ώρα που πίνει τον καφέ του στην Προκυμαία και στην πλατεία Σαπφούς, απ’ τις επίμονες ικεσίες, συνήθως ξυπόλυτων, συχνά ξανθοβαμμένων παιδιών, για ένα ευρώ; Ποιος δεν χρειάστηκε να επιστρατεύσει κάθε άμυνα απέναντι στο θυμικό του για να μην αντιδράσει άσχημα σε κακότροπα σχόλια και φερσίματα (όπως έλεγε φίλη «όποτε πάω στα ΕΛΤΑ με το έτσι θέλω θα μού πάρουν τη σειρά»); Ποιος εντέλει δεν έχει υποκύψει έστω και περιστασιακά στην κυρίαρχη αντίληψη να ενοχλείται απ’ τις πρακτικές ή τελικά και απ’ την ίδια την παρουσία των Ρομά; Όσο ανοιχτόμυαλος και δημοκράτης κι αν είναι.
Διευκρινίζοντας ότι οι γενικεύσεις βλάπτουν σοβαρά την κοινωνία, θα πρέπει καταρχάς να παραδεχθούμε πως η συντριπτική πλειοψηφία και των Ρομά, όπως κι όλων των υπολοίπων μας, απέχει παρασάγγας απ’ το χαρακτηρισμό της ως παραβατική. Συνηθισμένοι όλοι μας στην αμείλικτη καθημερινότητα, με τις εξαιρέσεις να επιβεβαιώνουν τον κανόνα, μάθαμε να γκρινιάζουμε, εθιστήκαμε να μάς ενοχλούν γενικά κι αόριστα οι Ρομά, δίχως ποτέ να κοιτάμε κατάματα όλη τη μεγάλη εικόνα. Τις πταίει;
Ειδικά δε για το πάρκινγκ, όσο η πόλη δεν αποκτά καλά οργανωμένους, σύγχρονους και λειτουργικούς χώρους στάθμευσης, τόσο θα δαιμονοποιεί και θα ξορκίζει τους Ρομά για τις όποιες μικρές ή και μεγαλύτερες προκλήσεις τους, στον όλο χώρο. Κοινώς δεν μας φταίνε για όλα και κυρίως για το έλλειμμα χώρων στάθμευσης, τα πιτσιρίκια που διεκδικώντας μερικά ψιλά σού υποδεικνύουν μια άδεια θέση ή σού κάνουν κουμάντο για να παρκάρεις. Αδίκως μάς ενοχλούν οι Ρομά.
Η Δημοτική Αρχή του Παναγιώτη Χριστόφα στους δέκα μήνες της θητείας της, ήδη έχει αποδείξει στην πράξη, πως ξέρει και μπορεί να διαχειριστεί κρίσιμα και χρονίζοντα προβλήματα της πόλης. Ιδού δόξης λαμπρό πεδίο επίλυσης και το θέμα της στάθμευσης.
Υ.Γ.: Πρόσφατα, επισκέφτηκα τα Τρίκαλα και το Βόλο, πόλεις που προσφέρουν ελεγχόμενους δημοτικούς χώρους στάθμευσης, υποδειγματικής θεωρώ λειτουργίας. Ειδικά στο Βόλο, με ένα ελάχιστο τίμημα, παρκάρεις πολύ κοντά στην εξαιρετική παραλιακή ζώνη. Ενδεχομένως στη Μυτιλήνη να ισχύσει κάποιο τέτοιο σύστημα, ίσως προνομιακής τιμολογιακής αντιμετώπισης των δημοτών, σε σχέση με τους επισκέπτες. Υπάρχουν άπειρες καλές πρακτικές άλλων πόλεων που δεν είναι κακό – τουναντίον μάλιστα – να μιμηθούμε.
*Η Μαρίνα Πολλάτου είναι συνταξιούχος δημοσιογράφος, Εργασιακή Εκπρόσωπος της Ένωσης Συντακτών για το Βόρειο Αιγαίο και με σημαντική προσφορά ιδιαίτερα στην έντυπη δημοσιογραφία του τόπου μας