Μία ενδιαφέρουσα συνέντευξη στο ertsports.gr παραχώρησε ο Λημνιός επιθετικός, Ματθαίος Μαρουκάκης, που στα 32 του χρόνια πήρε τη μεγάλη και δύσκολη απόφαση να κρεμάσει τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια. Αυτή τη στιγμή βρίσκεται στη Λήμνο και έχει αναλάβει μαζί με τον αδερφό του την οικογενειακή τους περιουσία, έχοντας ρίξει το βάρος στη γεωργία και την κτηνοτροφία.
Ο Ματθαίος Μαρουκάκης έγραψε τη δική του ιστορία στα γήπεδα και κυρίως σε αυτά της Β’ Εθνικής. Ένας επιθετικός που το όνομά του ήταν συνδεδεμένο με το γκολ. Καλλιθέα, Πανιώνιος, Ιωνικός, Παναχαϊκή, Λάρισα και όχι μόνο, σε μια καριέρα “γεμάτη”, όπως τη χαρακτήρισε ο ίδιος.
Αναλυτικά η συνέντευξη:
–Αρχικά ξεκίνησες την επαγγελματική σου καριέρα από την Καλλιθέα;
«Ναι και μάλιστα ξεκίνησα ως στόπερ. Μου έλεγαν “πήγαινε πίσω επειδή είσαι ψηλός και δυνατός”. Σε ένα φιλικό με τους νέους του Ολυμπιακού, ο προπονητής Δημήτρης Παντελόπουλος με πέρασε στην επίθεση στο ημίχρονο. Του το ζήτησα εγώ. Του είπα “κόουτς βάλε με μπροστά”. Μου έκανε τη χάρη, έβαλα δύο γκολ και από τότε δεν ξαναγύρισα πίσω. Εκεί καθιερώθηκα λοιπόν ως επιθετικός. Στην ομάδα νέων της Καλλιθέας έμεινα για μία χρονιά κι αν δεν κάνω λάθος έβαλα 8 γκολ. Μετά υπέγραψα επαγγελματικό συμβόλαιο και ανέβηκα στην πρώτη ομάδα».
-Ένα παιδί σχεδόν 18 ετών φεύγει από την επαρχία και έρχεται στην Αθήνα. Πόσο δύσκολο ήταν;
«Δεν είχα κοντά τους γονείς μου, να με συμβουλεύουν, να με στηρίξουν. Ήμουν μόνος στην πρωτεύουσα. Όταν είσαι μικρός οι πειρασμοί είναι πολλοί και δεν είχα κάποιον δίπλα μου να μου βάλει κάποια “φρένα”. Εγώ έβγαινα, έκανα διάφορα… δεν ήμουν και ο καλύτερος επαγγελματίας. Είχα τα προσόντα για επιθετικός, είχα τα φόντα για μεγαλύτερη καριέρα, αλλά δεν μετανιώνω για τίποτα».
-Τι σημαίνει ποδόσφαιρο για εσένα;
«Το ποδόσφαιρο δεν το αγαπώ απλά, είμαι άρρωστος με αυτό, είναι ένα μικρόβιο».
–Πώς πήρες την απόφαση να αποσυρθείς από το επαγγελματικό ποδόσφαιρο;
«Λόγω οικογένειας, η Αθήνα είναι χαοτική, οι ρυθμοί “τρελοί”, μετά τη γέννηση και του δεύτερού μου παιδιού θεώρησα πως το ιδανικό περιβάλλον για να μεγαλώσουν τα δύο μου κοριτσάκια είναι η επαρχία και συγκεκριμένα ο τόπος μου η Λήμνος. Ήθελα να σταματήσω πιο νωρίς αλλά τραυματίστηκα και δεν ήθελα να αποχωρήσω έτσι, ήθελα να φύγω με το κεφάλι ψηλά. Γύρισα εδώ που γεννήθηκα, εδώ που μεγάλωσα, εδώ που έζησα μέχρι τα 17 μου όπου και πήγα στην Αθήνα. Έπαιξα 16 χρόνια ποδόσφαιρο, νομίζω σταμάτησα σε καλό τάιμινγκ την επαγγελματική μου καριέρα, γιατί έφτασα σε σημείο να μην το “αγαπάω” πλέον και όταν κάτι δεν το αγαπάς δεν το κάνεις καλά. Ήθελα να κλείσω την καριέρα μου στην Καλλιθέα, γιατί από εκεί αναδείχθηκα, τα κατάφερα και νιώθω “γεμάτος”».
-Τι άλλαξε μέσα σου όταν έγινες γονιός;
«Άλλαξε η ζωή μου. Καταλαβαίνεις ότι πλέον δεν είσαι μόνος σου. Αν δεν έχεις παιδί, ό,τι κι αν κάνεις, κάνεις κακό μόνο σ’ εσένα. Όταν γίνεσαι γονιός και ακούς τη λέξη “μπαμπάς” αρχίζεις να ταυτίζεσαι με τον Superman, αφού έτσι σε βλέπουν τα παιδιά σου, ήρωα, παντογνώστη και αλάνθαστο (τουλάχιστον μέχρι να φτάσουν σε κάποια ηλικία). Δεν είναι ωραίο να βγαίνεις έξω και να ακούς “α, η κόρη του Μαρουκάκη που έκανε εκείνο ή τ’ άλλο”… δεν μου αρέσει αυτό».
–Έχεις σκοτώσει τον παίκτη μέσα σου;
«Ακόμη όχι, θα παίξω στην ομάδα του χωριού μου, τον Άγιο Δημήτριο, θέλω να τους βοηθήσω γιατί εκεί έκανα τα πρώτα μου ποδοσφαιρικά βήματα, έχω φίλους στον σύλλογο, εδώ ανδρώθηκα».
–Πότε πέρασε από το μυαλό σου για πρώτη φορά η επιστροφή στη Λήμνο;
«Πέρασα την πρώτη καραντίνα στη Λήμνο και με βοήθησε να καταλάβω ότι μου αρέσει πολύ η ζωή εδώ. Το είχα ξεχάσει αυτό, καθώς έλειπα από το νησί 14-15 χρόνια. Στην επαρχία έχεις ψυχική ηρεμία και ήταν κάτι που το είχα ανάγκη».
-H πρώτη σου επαφή με την γη πότε ήρθε;
«Η γη ανέκαθεν μου άρεσε, το κατάλαβα όμως ότι θέλω να ασχοληθώ σοβαρά μαζί της στην πρώτη καραντίνα που σταμάτησε το πρωτάθλημα και γύρισα στη Λήμνο, εκεί έγινε το κλικ για να γυρίσω πίσω και να ασχοληθώ σοβαρά μαζί της. Ξέρεις, είμαι ένας μοναχικός λύκος, γι’ αυτό μετακόμισα εδώ. Το να είσαι αγρότης είναι η πιο όμορφη δουλειά στον κόσμο, γιατί σου δίνει μια αίσθηση ελευθερίας, είσαι σε επαφή με τη φύση, λερώνεις τα χέρια σου και δεν δίνεις λογαριασμό σε κανέναν».
-Με τι ασχολείσαι τώρα;
«Τώρα είμαι αγρότης. Ζω μια δεύτερη ζωή, έναν δεύτερο πρωταθλητισμό μετά το ποδόσφαιρο. Έχουμε την οικογενειακή μας φάρμα, τα χωράφια μας, είμαι αφοσιωμένος σε αυτά. Δεν θέλω απλά να βοηθήσω τον αδερφό μου, που όλα αυτά τα χρόνια που έλειπα τα “έτρεχε” όλα με τον πατέρα μου, θέλω να παράξω κορυφαίο έργο και να βοηθήσω κι εγώ να “μεγαλώσουμε” τις δουλειές μας. Είμαι καλυμμένος, κάνω κάτι που αγαπάω».
-Πώς είναι η ζωή ενός αγρότη;
«Η αγροτική ζωή δεν είναι εύκολη. Η κόπωση που δέχεται ένας αγρότης πάνω στο κορμί του και στην ψυχολογία του είναι πάρα πολύ έντονη. Είναι μια δουλειά με ρίσκο, καθώς κάθε αγρότης είναι και επιχειρηματίας παράλληλα. Επενδύεις ένα ποσό για να καλλιεργήσεις το οτιδήποτε, περιμένεις να το πάρεις πίσω, που είναι δύσκολο και πρέπει να μοχθήσεις γι’ αυτό. Όμως, είναι πολύ όμορφα στη φύση και άμα της φερθείς καλά θα σε ανταμείψει».
-Το αύριο πώς το σκέφτεσαι;
«Βήμα-βήμα όλα. Για αρχή να εγκλιματιστεί η οικογένειά μου στο νησί, να μεγαλώσω τις κόρες μου με αξίες, να μην τους λείψει τίποτα, αλλά και να βάλω και τη δική μου “νέα” ζωή σε μία τάξη. Θέλω να “γιγαντώσω” το κτήμα μου επίσης, να κάνω περήφανη την οικογένειά μου και τον παππού μου, τον Ματθαίο. Δεν βιάζομαι όμως. Θέλω να μάθω τη γη καλύτερα, αλλά και τη νέα εκδοχή του εαυτού μου».
–Δεν σου περνάει από το μυαλό να ασχοληθείς με το ποδόσφαιρο από άλλο πόστο;
«Όχι, όχι. Θέλω να μείνω μακριά. Δεν θέλω να γίνω ούτε μάνατζερ, ούτε παράγοντας, ούτε τίποτα από αυτά. Τράβηξα “κόκκινη γραμμή” στο επαγγελματικό ποδόσφαιρο. Είμαι καλά στα χωράφια μου. Το μόνο που θα ήθελα είναι να βοηθήσω τα νέα παιδιά που αγωνίζονται στις ακαδημίες του χωριού μου και γενικότερα στο νησί, να αγαπήσουν το ποδόσφαιρο. Μόνο με τη δουλειά μπορείς να φτάσεις εκεί που θέλεις και αυτό το μήνυμα θέλω να τους περάσω. Όσες πίκρες κι αν γευτείς στο ποδόσφαιρο και στη ζωή γενικότερα δεν πρέπει να τα παρατάς. Βάλε το κεφάλι κάτω και συνέχισε μέχρι να δικαιωθείς».
Στο φινάλε της επαγγελματικής του διαδρομής, ένα πράγμα έμεινε στον Ματθαίο Μαρουκάκη: «Σε όποιο μέρος της Ελλάδας κι αν πάω, θα έχω έναν φίλο να πιω έναν καφέ».