Του Γρηγόρη Δουμούζη, Θεολόγου, MSc Θεολογίας, Φοιτητή Κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου Αιγαίου
Η Μ. Σαρακοστή για την Εκκλησία μας περικλείει ολόκληρο το στάδιο των αρετών, καλώντας μας να εισέλθουμε σ’ αυτή την πορεία. Η Μ. Σαρακοστή είναι μια «άθληση». Ταυτόχρονα, είναι ο «αγώνας της νηστείας». Νηστεία δεν είναι μόνο η διατροφική αλλαγή, αλλά κάτι πιο σημαντικό και ουσιώδες. Δεν είναι μια προσπάθεια βελτίωσης του χαρακτήρα μας, ούτε η υποταγή μας σ’ έναν τρόπο συμπεριφοράς, αλλά ούτε μια ηθική βελτίωσή μας. Δεν έχουμε να κάνουμε με μια τήρηση κάποιου νόμου.
Η νηστεία είναι κάτι περισσότερο: Είναι η «ενεργοποίηση» του πόθου μας για το Θεό. Άρα, λοιπόν, δεν μιλάμε για μια προσπάθεια να εξελιχθώ «κλεισμένος» στον εαυτό μου, αλλά μιλάμε για ένα «άνοιγμα» και ένα «κυνηγητό» του Θεού. Η Μ. Σαρακοστή, που είναι στάση ζωής, είναι η αποδοχή της «γύμνιας» μου, η παραδοχή της «πείνας» μου, ζητώντας απ’ το Θεό να με «χορτάσει». Δηλαδή, έχουμε να κάνουμε με μια εξωτερίκευση της εσωτερικής μας «φτώχειας», η οποία είναι η απομάκρυνση απ’ το Θεό, και ένας διαρκής προσανατολισμός της ύπαρξής μας προς Αυτόν, μια προσδοκία Του και μια αναζήτησή Του.
Οι άνθρωποι χάσαμε τον παράδεισο και θρηνούμε. Όμως, και αυτό είναι το πιο σημαντικό, προσδοκούμε την επιστροφή μας σ’ αυτόν, αφού παράδεισος για μας είναι η σχέση μας με το Θεό. Να, λοιπόν, τι είναι η Σαρακοστή: Η μετάνοια, μια μεταστροφή, μια αλλαγή όλου μου του «είναι» σ’ αυτό που έχω «πλαστεί» να είμαι. Για τι έχω «πλαστεί»; Για την ένωσή μου με το Θεό. Αυτό σημαίνει ν’ αναλάβω την ευθύνη που μου δόθηκε και να πάρω στα σοβαρά τη ζωή μου.
Αυτό είναι η Μ. Σαρακοστή με απλά λόγια: Παίρνω στα σοβαρά τη ζωή μου. Η θρησκευτική ζωή πολλές φορές μπορεί να είναι μια «απάτη» και ένα «ψέμα», με την έννοια ότι μπορεί να κάνω πέντε πράγματα, να νιώθω τακτοποιημένος, αλλά στο σημαντικότερο, που είναι να «ζωντανέψει» η καρδιά μου και να σχετιστώ με το Θεό, εκεί να τα χάνω και να αδιαφορώ. Γιατί αδιαφορώ; Επειδή η σχέση με το Θεό έχει κόπο, κόστος και ρίσκο. Πρέπει ν’ αφήσω κάτι, ώστε να «κερδίσω» αυτό που έχω πραγματικά ανάγκη: Τη σχέση με το Θεό.
Σίγουρα ο καθένας μπορεί να προφασίζεται διάφορες μέριμνες της καθημερινότητας. Αυτό, όμως, στην πραγματικότητα είναι ένα ψέμα. Χρειάζεται να καταλάβουμε πως το Θεό μπορεί κανείς να Τον βρει και μέσα απ’ τις δυσκολίες και τις μέριμνες της ζωής. Αυτοί οι λογισμοί και αυτές οι μέριμνες μας «τρελαίνουν», γιατί είμαστε επικεντρωμένοι στους δικούς μας «μικρούς θεούς» που «κρύβεται» η δικαίωσή μας. Η Μ. Σαρακοστή είναι ένα «ξεπέρασμα» και μια υπέρβαση αυτών των καταστάσεων και μια άνοδός μας σε «όρος υψηλό», για να μπορούμε να βλέπουμε και ν’ ατενίζουμε το Θεό. Η Μ. Σαρακοστή δεν είναι ένα «καθήκον» μας, είναι ένα «δικαίωμά» μας, μιας και μέσα απ’ αυτή συναντάμε τη χαρά του Θεού.
Αν δεν καταλάβει ο κάθε χριστιανός ότι αυτή η άσκηση είναι χαρά, αφού το ζητούμενο είναι ο Χριστός, τότε, καλύτερα να τα παρατήσουμε όλα. Δεν έχει νόημα καθόλου. Όποιος θεωρεί ότι κάνει το καθήκον του με τη νηστεία, είναι «ανώριμος». Δεν είναι καθήκον μας, είναι δικαίωμά μας. Είναι το κέντρο της πνευματικής μας ζωής μέσα απ’ το οποίο θα «γευτούμε» το Θεό. Γι’ αυτό και η Εκκλησία μάς δίνει πολλά εφόδια για να μπορέσουμε να βιώσουμε αυτή τη χαρά της Μ. Σαρακοστής. Πώς; Μέσα απ’ τον «πλούτο» των ακολουθιών και των μυστηρίων, μήπως και «ανοίξει ένα «παραθυράκι» στην ύπαρξή μας να φωτιστεί η καρδιά μας και να ελευθερωθούμε.
Έτσι, μπορούμε και καταλαβαίνουμε ότι ευτυχώς που υπάρχει η άσκηση, ο πόνος και ο «εκούσιος σταυρός», διότι μ’ αυτό τον τρόπο μπορούμε να «γευτούμε» το Θεό. Ο κόσμος σήμερα μας λέει να κάνουμε ό,τι θέλουμε, αλλά αυτή η άνεση μας έχει αποπροσανατολίσει και μας έχει τρελάνει. Δεν ξέρουμε πού να στραφούμε. Έρχεται, όμως, η Εκκλησία και μας «συμμαζεύει» με την κοινή αναφορά μας στον Ένα που έχουμε ανάγκη: Τον Χριστό.
Επίσης, τι άλλο καταλαβαίνουμε τη Μ. Σαρακοστή; Ότι η αναφορά μας στον Χριστό σημαίνει και κάτι άλλο: Ότι «γευόμενος» ο άνθρωπος το Θεό μπορεί και «γεύεται» και την αγάπη των αδελφών του. Αν είναι γνήσια η πνευματική μας ζωή και η σχέση μας με το Θεό, φανερώνεται απ’ το πόσο άνετα ζούμε με τους αδελφούς μας, πόσο άνετα είμαστε στις σχέσεις μας.
Η Κυριακή (Μτ. στ΄ 14-21) που έρχεται δεν λέγεται τυχαία «Κυριακή της Συγχωρέσεως». Το ευαγγέλιο είναι σαν να μας λέει: «Αν θέλεις το Θεό, οφείλεις να συγχωρέσεις. Δεν μπορείς ατομικά να πλησιάσεις το Θεό. Δεν είναι ατομική «ιδιοκτησία» ο Χριστός. Είναι κοινό γεγονός: ότι σε σχέση με τον αδελφό σου Τον πλησιάζεις». Μας αρέσει πολύ να χρησιμοποιούμε τη λέξη «βλασφημία» εμείς οι Χριστιανοί. Όμως, αυτό το πρόβλημα της «βλασφημίας» είναι, κυρίως, εσωτερικό πρόβλημα της Εκκλησίας. Εντός της Εκκλησίας συντελείται η μεγάλη βλασφημία. Εντός της Εκκλησίας συντελείται η μεγάλη διαίρεση. Η άρνηση του τρόπου, του κοινού τρόπου είναι η μόνη θανάσιμη αμαρτία. Αυτό χρειάζεται να το συνειδητοποιήσουμε.
Αν δεν συγχωρώ τον αδελφό μου, αν δεν υπάρχει χώρος κοινός μέσα στην καρδιά μου, πώς θα υπάρξει χώρος για το Θεό; Ο Θεός είναι ένα «άπλωμα», μια απέραντη «ευρυχωρία» όπου χωράνε οι πάντες. Επομένως, η απόδειξη ότι αναφερόμαστε στο Θεό είναι πόσο άνετα λειτουργούμε με τους αδερφούς μας. Συγχωρούμε και είμαστε στον ίδιο χώρο. Τι σημαίνει αυτό; Πρακτικά και απλά: Ξεπερνώ τους λογισμούς μου για τον άλλον. Δεν έχω λογισμούς και δεν με ενδιαφέρει τίποτα. Ξεπερνώ τις «πληγές» μου. Λέει κάποιος: «Δεν έχω τίποτα, αλλά νιώθω πληγωμένος». Δεν υπάρχει χειρότερη μορφή εγωισμού απ’ το να λες «νιώθω πληγωμένος». Τα παράπονά μας είναι εγωισμός.
Το ζητούμενο ενόψει και της Μ. Σαρακοστής είναι η προσοχή μας να στραφεί προς τον Έναν που έχει ανάγκη η ύπαρξή μας. Τότε, ο άνθρωπος ελευθερώνεται, «απλώνεται» και γίνεται «απλός» και «ευθύς». Αυτόν τον δρόμο μάς προτείνει η Εκκλησία και αυτό είναι πραγματικά η Μ. Σαρακοστή και τίποτα περισσότερο και πιο σύνθετο.
Να θυμόμαστε κάτι βασικό ενόψει του πνευματικού αγώνα που ξεκινάει. Δεν κάνουμε αγώνα πνευματικό και δεν τηρούμε τις εντολές του Χριστού για να τραβήξουμε την αγάπη του Χριστού. Γιατί η αγάπη του Χριστού δεν μειώνεται, είτε εμείς κάνουμε αμαρτίες, είτε αγιαζόμαστε, δεν μειώνεται καθόλου. Η προσπάθεια γίνεται λόγω ευγνωμοσύνης προς τον Χριστό ο οποίος μας αγαπάει.