«Κάθε καλοκαίρι, τέτοιες μέρες, τις περνούσαμε στο χωριό μας στην Ανεμότια. Είναι οι μέρες, που το χωριό γεμίζει, εκεί πριν τον Δεκαπενταύγουστο, αλλά με επίκεντρο του «Σωτήρος» και το μεγάλο πανηγύρι του χωριού στις 6 του Αυγούστου.
Όταν ήμασταν πιτσιρίκια, ο καημός μας ήταν να έρθουν τα «πανηγυριώτικα», οι πλανόδιοι πωλητές με την πραμάτεια τους, που την έστηναν σε τεράστιους πάγκους γύρω από την εκκλησία του χωριού, και κάποιοι λίγοι στα «έξω καφενεία». Την παραμονή του Σωτήρος, από νωρίς το πρωί πηγαινοερχόμασταν στην εκκλησία, για να δούμε πότε θα στηνόντουσαν οι πρώτοι πάγκοι και να σύρουμε εκεί τους παππούδες και τις γιαγιάδες για να μας αγοράσουν. Ευτελή παιχνίδια τα περισσότερα, μην φανταστείτε, αλλά με αυτά ενθουσιαζόμασταν τότε. Δεν ήταν ούτε τάμπλετ, ούτε κινητά, ούτε καν ηλεκτρονικά (άντε κανένα τέτρις στα πολύ μεγάλα του). Δεν είχαμε ιδέα τι ήταν το Ίντερνετ τότε, για να περάσουμε το βράδυ χαζεύοντας.
Υπήρχαν χρονιές, που ερχόντουσαν δυο και τρεις ομάδες μουσικών, που μοιράζονταν στα καφενεία του χωριού. Οι μεγάλοι κοιτούσαν να κλείσουν τραπέζια και να πάρουν «νούμερα», δηλαδή τη σειρά τους για τον χορό το βράδυ. Τραπέζια μεγάλα για να χωρέσουν όλοι και «νούμερα» στα οποία δεν θα χόρευαν μόνοι τους, αλλά και άλλοι, φίλοι και γνωστοί. Και όταν ερχόταν η ώρα, να σου το ζεϊμπέκικο, ο συρτός, ο καρσιλαμάς και ο απτάλικος. Και να σου και τα πεντοχίλιαρα και τα δεκαχίλιαρα στην ορχήστρα και τα κεράσματα, ενώ έπαιζαν σκοποί παραδοσιακοί και επαναλαμβανόμενοι.
Την ίδια στιγμή, εμείς οι πιτσιρικάδες δεν καθόμασταν, κόβαμε βόλτες στο χωριό επιδεικνύοντας τα παιχνίδια που είχαμε αγοράσει το πρωί και τα οποία πιθανότατα θα βαριόμασταν 2-3 μέρες μετά ή και νωρίτερα. Και πιο αργά που θα νυστάζαμε κι αν δεν ήμασταν ακόμη αρκετά μεγάλοι για να φύγουμε μόνοι στο σπίτι, θα ενώναμε δύο καρέκλες και θα την πέφταμε εκεί για ύπνο.
Την Παρασκευή που μας πέρασε, άκουσα να μου λένε πως «Σήμερα είναι του Σωτήρος» και διαπίστωσα πως αυτό που πριν από 25 χρόνια περίμενα με τόση λαχτάρα, φέτος (και εδώ και αρκετά χρόνια) είναι κάτι ξεχασμένο, κάτι αφημένο στις αναμνήσεις του παρελθόντος. Μεγαλώσαμε, έχουμε άλλες σκοτούρες, ποιος νοιάζεται για το αν στήθηκαν οι πάγκοι στην εκκλησία; «Έχει κόσμο, γίνεται πανηγύρι φέτος;» ρώτησα τη μητέρα μου στο τηλέφωνο. «Πολλοί προσκυνητές, αλλά 2-3 πάγκοι μόνο», μου είπε. «Και χωρίς μουσικές, απλά λίγος κόσμος για ένα ούζο στο καφενείο».
Πού είναι τα χρόνια, που δεν έβρισκες καρέκλα, που καθόταν στην κυριολεξία ο ένας πάνω στον άλλον και χόρευαν μέχρι το πρωί, και οι παρέες των παιδιών γέμιζαν με τις φωνές τους τα στενά του χωριού. Μας ρήμαξε αυτή η πανδημία, αλλά πού θα πάει θα επιστρέψουμε στα παλιά…».