Γράφει ο Παναγιώτης Δ. Βερναρδάκης*
με αφορμή τα 200 χρόνια
από τη γέννηση του Ερρίκου Σλήμαν
Η βιογραφία του Heinrich Schliemann θα μπορούσε να έχει τον τίτλο: Το παραμύθι ενός φτωχού αγοριού, που απέκτησε πλούτο με όνειρο πάντα τον αρχαίο κόσμο των Ελλήνων, που στο τέλος του έδωσε θησαυρούς.
Ο Heinrich Schliemann γεννήθηκε στις 6 Ιανουαρίου 1822 στο Neu-Buckow στο Mecklenburg-Schwerin. Ο πατέρας του, ένας φτωχός πάστορας, μιλούσε στον μικρό Ερρίκο για την Τροία, τους ήρωες του Ομήρου και τις περιπέτειές τους, για τον Αχιλλέα και τον Έκτορα, τον Οδυσσέα και τον Αγαμέμνονα. Όμως όλες αυτές οι ιστορίες είχαν ένα θλιβερό τέλος. Πάντα ο πάστορας έλεγε ότι η Τροία καταστράφηκε ολοσχερώς και εξαφανίστηκε από το πρόσωπο της γης.
«Παγκόσμια Ιστορία για Παιδιά»
Το αγόρι γοητεύτηκε τόσο πολύ από αυτές τις ιστορίες, που ο πατέρας του έκανε στον επτάχρονο γιο του σαν χριστουγεννιάτικο δώρο την «Παγκόσμια Ιστορία για Παιδιά» του Jerrer. Σε αυτό το βιβλίο ο Heinrich βρήκε μια εικόνα της φλεγόμενης Τροίας. «Πατέρα», φώναξε το αγόρι, «έκανες λάθος! Ο Jerrer πρέπει να είχε δει την Τροία, αλλιώς δεν θα μπορούσε να τη ζωγραφίσει εδώ». Όταν ο πατέρας του παρατήρησε ότι αυτή ήταν απλώς μια επινοημένη εικόνα, ο επτάχρονος ρώτησε αν η αρχαία Τροία είχε πράγματι τόσο ισχυρά τείχη. Και όταν ο πατέρας του απάντησε καταφατικά, ο Heinrich συνέχισε: «Πατέρα, αν κάποτε υπήρχαν τέτοια μεγάλα τείχη, δεν μπορεί να είχαν καταστραφεί εντελώς». Η επίμονη συζήτηση τελείωσε, με το αγόρι να παρατηρεί ότι μια μέρα θα έσκαβε στην Τροία.
Για τον Schliemann, οι πρώτες εντυπώσεις από την παιδική του ηλικία παραμένουν καθοριστικές σε όλη του τη ζωή. Οι άτυχες συνθήκες, που βυθίζουν την οικογένεια Schliemann σε οικονομικές δυσκολίες, αναγκάζουν το αγόρι να εγκαταλείψει το σχολείο σε ηλικία δεκατεσσάρων ετών και να κερδίζει τα προς το ζην ως μαθητευόμενος σε έναν μικροέμπορο στην πόλη Fürstenberg. Μια μέρα ένας μεθυσμένος εκπαιδευόμενος μυλωνάς μπαίνει στο μαγαζί και απαγγέλλει Όμηρο με πλήρες πάθος – στα Ελληνικά. Ο Schliemann, αν και δεν καταλαβαίνει λέξη, συγκινείται τόσο από τη μελωδική γλώσσα, που ζητά από τον μεθυσμένο να επαναλάβει τους θείους στίχους τρεις φορές. «Από εκείνη τη στιγμή δεν σταμάτησα να παρακαλώ τον Θεό να μου δώσει την τύχη να μάθω Ελληνικά μια μέρα», έγραψε αργότερα στην αυτοβιογραφία του.
Παραμυθένια πλούτη
Περνούν δεκαέξι περιπετειώδη χρόνια μέχρις ότου ο Schliemann να αρχίσει να μαθαίνει την ελληνική γλώσσα, το 1856. Είναι πλέον σε θέση να κατανοεί τον Όμηρο και άλλους Έλληνες κλασικούς στο πρωτότυπο. Το καλοκαίρι του 1859 επισκέφτηκε τις Κυκλάδες και την Αθήνα. Η επιχείρησή του, την οποία είχε αναπτύξει εν τω μεταξύ στην Αγία Πετρούπολη, πηγαίνει τώρα τόσο καλά που θεωρείται πολύ πλούσιος ήδη από το 1863: «Εφόσον η θεία τύχη συνέχισε να χαρίζει εξαιρετική επιτυχία σε όλα μου τα εμπορικά εγχειρήματα, προς τα τέλη του 1863 είχα ήδη μια περιουσία που ξεπερνούσε σε μέγεθος οτιδήποτε είχα τολμήσει ποτέ να φιλοδοξήσω στα πιο τρελά μου όνειρα».
Το όνειρο της ζωής του, να μπορέσει να επισκεφτεί τα πολυσύχναστα μέρη των ομηρικών ηρώων, πραγματοποιήθηκε από τον εκατομμυριούχο Schliemann για πρώτη φορά το 1868. Μετά την Κέρκυρα και την Κεφαλονιά, αποβιβάστηκε στην Ιθάκη και έκανε ανασκαφές στο λεγόμενο «Κάστρο του Οδυσσέα». Ταυτίζει το νησί με τις πληροφορίες από την Οδύσσεια, κι έτσι ένα βράδυ βλέπει κανείς τον πλούσιο ξένο στην πλατεία του χωριού, να απαγγέλλει συγκινημένος την XXIII. ραψωδία της Οδύσσειας. Την ίδια χρονιά πηγαίνει στην Πελοπόννησο και ανασκάπτει τα ερείπια των Μυκηνών. Στη συνέχεια επισκέπτεται την Αθήνα και πλέει από τον Πειραιά στα Δαρδανέλια και από εκεί στο Bunarbaschi, όπου πιστευόταν ότι βρίσκεται η αρχαία Τροία (Ίλιον). Εδώ ο Schliemann αναζητά τις δύο υπέροχα αναβρύζουσες πηγές που περιγράφει ο Όμηρος στην XXII. ραψωδία της Ιλιάδας. Ωστόσο, υπάρχουν πολλές αποκλίσεις στο Bunarbaschi: ο Σλήμαν δεν βρίσκει δύο, αλλά 34 πηγές εκεί.
Ο «θησαυρός του Πριάμου»
Επιπλέον, οι πηγές αυτές έχουν όλες την ίδια θερμοκρασία των 17 βαθμών Κελσίου. Επίσης, η απόσταση μέχρι τον Ελλήσποντο δεν είναι 4,8 χιλιόμετρα, όπως αναφέρεται στην Ιλιάδα, αλλά 12,8. Μετά από προσεκτική μελέτη της τοπογραφίας στην περιοχή, ο Schliemann συναντά έναν φυσικά οχυρωμένο, επιβλητικό λόφο που ονομάζεται Hissarlik, ο οποίος με την πρώτη ματιά φαίνεται να επιβεβαιώνει τις αναφορές του Ομήρου στην Ιλιάδα. Αποφασίζει να αρχίσει να σκάβει στο μέρος αυτό. Το φθινόπωρο του 1869 παντρεύεται την Ελληνίδα Σοφία Εγγαστρωμένου, που ήταν σχεδόν τριάντα χρόνια νεότερή του, και τον Απρίλιο του 1870 αρχίζει προκαταρκτικές ανασκαφές στο Hissarlik. Το επόμενο έτος, 1871, σκάβει για δύο μήνες και το 1872 και το 1873 για τεσσεράμισι μήνες τον καθένα χρόνο. Στις 14 Ιουνίου 1873, μια μέρα πριν την τελευταία μέρα της ανασκαφής, ανακαλύπτει τον «Θησαυρό του Πριάμου». Την πρώτη ανασκαφή στην Τροία (Hissarlik) ακολούθησε μια δεύτερη, το 1878-79, και μια τρίτη το 1882, με τη συνεργασία του Dörpfeld. Η τελευταία ανασκαφή, επίσης με τον Dörpfeld, έγινε το 1890, τη χρονιά του θανάτου του Schliemann.
Αυτά που ανακάλυψαν ο Schliemann και οι συνάδελφοί του κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου υπερβαίνουν κάθε φαντασία: Εννέα βυθισμένες πόλεις σε διαφορετικά στρώματα, ένας προϊστορικός κόσμος για τον οποίο κανείς δεν γνώριζε ή δεν υποψιαζόταν κάτι, ήρθαν στο φως. Ποια όμως από αυτές τις πόλεις ήταν η αρχαία Τροία; Ο Schliemann πιστεύει ότι ανακάλυψε πρώτα το κάστρο και τον θησαυρό του Πριάμου στο τρίτο και στη συνέχεια στο δεύτερο στρώμα από τον πυθμένα. Μόνο λίγο πριν από το θάνατό του διαπιστώθηκε ότι τα κατάλοιπα και οι θησαυροί που αποδίδονται στον Πρίαμο χρονολογούνται από μια περίοδο 1.000 χρόνια νωρίτερα. Το κάστρο του Πριάμου βρίσκεται στην πραγματικότητα στο έκτο στρώμα, το οποίο μέχρι τότε είχε περάσει απαρατήρητο.
Να ζεις μία αγάπη
Ο Σλήμαν είναι ένα μοναδικό παράδειγμα, του πώς ένας άνθρωπος ζει με συνέπεια την αγάπη του για την Ελλάδα – την ιστορική και την τότε επίκαιρη. Η ιδιαιτερότητά του έγκειται στο ότι κάνοντας το προσωπικό του όνειρο πραγματικότητα, εκπληρώνει επίσης ένα όνειρο της ανθρωπότητας, η γοητεία του οποίου δεν έχει μειωθεί ακόμη και από έναν αιώνα μετά. Επίσης, δημιούργησε μια ιδιαίτερη σχέση μεταξύ Γερμανίας και Ελλάδας βασισμένης στα ιδεαλιστικά, ρομαντικά πρότυπα της εποχής, όπως εμπνεόταν από τις αξίες της Κλασικής Ελλάδας.
* Ο Παναγιώτης Δ. Βερναρδάκης, νεότερος εγγονός του Γρηγορίου Ν. Βερναρδάκη (αδελφού τού Δημ. Ν. Βερναρδάκη), είναι διπλ. οικονομολόγος του Πανεπιστημίου Mainz και διδάκτωρ οικονομικών επιστημών του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης. Εκτός των οικονομικών ασχολείται και με φιλολογικά και ιστορικά θέματα.