Υπάρχουν συναντήσεις που δεν περιορίζονται στον χρόνο, ούτε στον τόπο. Συναντήσεις που υπερβαίνουν την ιστορική τους στιγμή και γίνονται μνήμες συλλογικές, κληρονομιά για το μέλλον. Μια τέτοια «συνάντηση» αναβίωσε το Σάββατο 6 Σεπτεμβρίου, στην αυλή του Μουσείου – Ελαιοτριβείου Βρανά στον Παπάδο Γέρας: Εκεί όπου ο ποιητής του Αιγαίου, Οδυσσέας Ελύτης, «μίλησε» ξανά με τον ταπεινό ζωγράφο της ψυχής του ελληνικού λαού, τον Θεόφιλο.
Η αφορμή ήταν ο Αφιερωματικός Τόμος των εκδόσεων «Ελληνικές Ομοιογραφικές Εκδόσεις» με τίτλο «Οδυσσέας Ελύτης – Ο Ζωγράφος Θεόφιλος», μια πολυτελής τρίγλωσση έκδοση (Ελληνικά, Αγγλικά, Γαλλικά) που επιχειρεί να φωτίσει τον διάλογο δύο δημιουργών, διαφορετικών στην πορεία τους, αλλά ομοιογενών στο πνεύμα τους. Ο ένας, ποιητής του φωτός και της θάλασσας, βραβευμένος με Νόμπελ. Ο άλλος, ζωγράφος μοναχικός, που γέμισε τοίχους καφενείων και σπιτιών με ήρωες της επανάστασης, μυθικές μορφές και σκηνές από μιαν Ελλάδα που αγωνιζόταν να σταθεί στα πόδια της.
Ο διάλογος δύο κόσμων
Η σχέση Ελύτη – Θεόφιλου δεν είναι τυχαία. Το 1935, μόλις 24 ετών, ο ποιητής ταξιδεύει με τον φίλο του Ανδρέα Εμπειρίκο στη Λέσβο, αποφασισμένος να γνωρίσει το έργο του Θεόφιλου. Αναζητά πίνακες σε ταπεινά σπίτια και καφενεία, μιλά με συγγενείς του ζωγράφου, ακούει ιστορίες για τον «αλαφροΐσκιωτο τσολιά» που εντυπωσίαζε τα παιδιά με παραμύθια για τον Καραϊσκάκη και τον Κολοκοτρώνη. Σε εκείνο το ταξίδι, ο Ελύτης δεν συνάντησε μόνο έναν καλλιτέχνη· συνάντησε έναν καθρέφτη της Ελλάδας που κουβαλούσε μέσα του.
Δεκαετίες αργότερα, ο ίδιος θα γράψει για την ανακάλυψη αυτή με έναν τρόπο που αποκαλύπτει όχι απλώς τον θαυμασμό, αλλά και την πνευματική συγγένεια με τον ζωγράφο. Ο Θεόφιλος γίνεται για τον Ελύτη σύμβολο της αυθεντικής ελληνικότητας, της αθωότητας και της καθαρής ματιάς που δεν γνωρίζει συμβιβασμούς.
Η παρουσίαση του τόμου
Μέσα σε αυτήν τη διαδρομή, η παρουσίαση του αφιερωματικού τόμου στο Μουσείο – Ελαιοτριβείο Βρανά είχε χαρακτήρα σχεδόν μυσταγωγικό. Στον χώρο που συνδέεται με την οικογένεια του ποιητή, πλήθος κόσμου παρακολούθησε τους λόγους της προέδρου της Εθνικής Πινακοθήκης Όλγας Μεντζαφού, της ποιήτριας Ιουλίτας Ηλιοπούλου και του εκδότη Νίκου Χατζηγεωργίου. Οι τοποθετήσεις τους ανέδειξαν τη μοναδικότητα του έργου, όχι μόνο ως φιλολογικό ή εικαστικό γεγονός, αλλά ως πολιτιστική πράξη που γεφυρώνει εποχές και τέχνες.
Η βραδιά ολοκληρώθηκε με το μουσικό έργο του Γιώργου Κουρουπού «Η Άλλη Λέσβος». Με την πιανίστα Αλεξάνδρα Παπαστεφάνου, τη μεσόφωνο Άρτεμη Μπόγρη και την αφήγηση της Ιουλίτας Ηλιοπούλου, ο λόγος του ποιητή ντύθηκε με νότες, δημιουργώντας μια ατμόσφαιρα όπου το παρελθόν συναντούσε το παρόν.
Μνήμες και παρακαταθήκες
Ξεχωριστή στιγμή της βραδιάς ήταν η ομιλία του προέδρου της «Εταιρείας Αρχιπέλαγος» Νίκου Σηφουνάκη. Με προσωπικές αναμνήσεις, αφηγήθηκε την τελευταία επίσκεψη του Ελύτη στη Λέσβο το 1986, όταν τον ξενάγησε σε έργα αναστήλωσης ελαιοτριβείων και σε τοιχογραφίες του Θεόφιλου. Θύμισε επίσης την ιστορία του Αρχοντικού Βρανά, που χάρη στην παρέμβαση της Μελίνας Μερκούρη αγοράστηκε για να διασωθεί ως πολιτιστικό μνημείο. «Διατηρώ ως πολύτιμο κειμήλιο την ευχαριστήρια επιστολή του Ελύτη προς εμένα», είπε συγκινημένος, επιβεβαιώνοντας τον βαθύ δεσμό του ποιητή με τη Λέσβο.
Παράλληλα, τίμησε την Ιουλίτα Ηλιοπούλου, που με τη σπάνια ευαισθησία και την αφοσίωσή της δημιούργησε τόσο την αίθουσα Ελύτη στο Μουσείο Βρανά (2011), όσο και το πρόσφατο Σπίτι – Μουσείο Οδυσσέα Ελύτη στην Πλάκα. «Τύχη αγαθή θέλησε να συμπορευτείς με τον μεγάλο μας ποιητή και να κρατήσεις το έργο του ζωντανό για τις επόμενες γενιές», τόνισε.
Η Ελλάδα που παραμένει αθώα
Το πολιτιστικό αυτό γεγονός δεν ήταν απλώς μια παρουσίαση βιβλίου. Ήταν μια υπενθύμιση πως η Ελλάδα που οραματίστηκαν ο Θεόφιλος με τα χρώματα και ο Ελύτης με τις λέξεις, παραμένει ζωντανή. Μια Ελλάδα αθώα, φτιαγμένη από θάλασσα, φως και μνήμη, που εξακολουθεί να συγκινεί και να εμπνέει.
Στην αυλή του Μουσείου – Ελαιοτριβείου Βρανά, η τέχνη δεν παρουσιάστηκε· αναστήθηκε. Ο Ελύτης και ο Θεόφιλος συνομίλησαν ξανά, όχι μόνο μέσα στις σελίδες του τόμου, αλλά μέσα στις καρδιές όσων βρέθηκαν εκεί. Και αυτή η συνομιλία, όπως κάθε γνήσιο πολιτιστικό γεγονός, είναι προορισμένη να συνεχίσει να αντηχεί.