Για ετούτα τα σημειώματα πέντε μέρες τώρα μπερδεύομαι πολύ… Από τον πρώτο ενικό ως τον τρίτο ενικό, από το μπερδεύομαι στο μπερδεύεσαι… Άγνωστος πόσο μακρινός είναι ετούτος ο δρόμος…
Μακρύς κι ανηφορικός. Από το Ντομούζ Αλάνι στο δρόμο προς την Ακρόπολη… Σταματάς κι αποφασίζεις να πας προς τα εκεί, στα πλαϊνά σοκάκια στα βορειοανατολικά της πολιτείας που δεν είχες πάει ποτές χρόνια τώρα. Προσπερνάς χαμηλά σπιτάκια, απόδειξη πως σε ετούτη την πολιτεία ζούσαν κάποτες και απλοί μεροκαματιάρηδες που όμως κατάφεραν να τους βλέπουν όλους από ψηλά! Τα σπίτια κρεμασμένα θαρρείς από το βράχο της Ακρόπολης, παίζουν οι πίσω αυλές τους με το αρχαίο ιερό της Δήμητρας ή την κάτω αρχαία αγορά… Ριζωμένα πάνω σε άγνωστο από πούθε έρχονται τεράστιους δόμους από ντόπιο τραχείτη και γρανίτες και τις κολώνες γκρίζες και μαύρες να προεξέχουν από τη γης. Κάτι σαν θέσεις, να αναπαυθείς από την κούραση της ανηφόρας…
Και ξαφνικά στα ψηλά μια δημόσια βρύση. Περίεργη, μεγάλη στ’ αλήθεια, αλλιώτικη με μια τριγωνική απόληξη στην κορυφή… Σταματάς…. Δεν σε βοηθάν τα μάτια σου. Ψηλαφείς το σμιλεμένο μάρμαρο και διαβάζεις, διαβάζεις και ανατριχιάζεις…
ΜΕΓΑ ΠΑΡΕΣΧΕ ΚΑΛΟΝ ΜΙΧΑΗΛ ΣΟΥΒΑΤΖΗΣ ΤΟΙΣ ΠΟΛΙΤΑΙΣ
ΧΡΗΣΤΟΝ ΛΑΒΩΝ ΒΟΗΘΟΝ ΦΙΛΟΝ ΓΑΜΒΡΟΝ ΤΙΦΤΙΚΤΣΗΝ
ΗΓΕΙΡΑΝ ΤΑΥΤΗΝ ΤΗΝ ΚΡΗΝΗΝ ΤΗΡΟΥΝΤΕΣ ΑΙΩΝΙΟΝ ΜΝΗΜΗΝ
ΤΗΣ ΘΥΓΑΤΡΟΣ ΤΟΥ Ο ΜΕΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΣΥΖΥΓΟΥ ΤΟΥ Ο ΔΕ
ΩΣΤΕ ΘΝΗΤΕ ΟΤΑΝ ΠΙΝΗΣ ΚΑΙ ΔΙΨΑΝ ΞΗΡΑΝ ΚΑΤΑΠΑΥΗΣ
ΜΗ ΤΗΝ ΜΑΡΙΑΝ ΠΟΤΕ ΕΝ ΤΑΙΣ ΕΥΧΑΙΣ ΛΗΣΜΟΝΗΣ
1Η ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 1906
Ξανά Αύγουστος. Αύγουστος πριν από 111 χρόνια σαν έφυγε η Μαρία κι ο πατέρας της με τον άντρα της θρηνώντας φτιάξαν τη βρύση ώστε σαν οι θνητοί ξεδιψάν να τη συγχωράν…
Πάνε 111 χρόνια που έφυγε η Μαρία, πάνε 95 χρόνια που έφυγαν όλοι.
Οι γείτονες πλησιάζουν, ρωτάν αν η γραφή λέει πού θάφτηκε από τους Ρωμιούς ο χρυσός…. Είπαμε… 95 χρόνια μετά και δεν κατάλαβαν ακόμα πως ο χρυσός ήταν οι άνθρωποι που ζούσαν σε ετούτα τα σπίτια…
Τι να την κάνεις την ακρόπολη σαν συναντάς την άγνωστή σου βρύση για τη μνήμη της Μαρίας; Στρίβεις στο δρόμο που ξετυλίγεται σαν φίδι κουλουριασμένο στον απάνω μαχαλά. Οι γείτονες επιμένουν… Στα ερείπια της Αγίας Παρασκευής σου λένε για το μεγάλο σαράι που ‘ταν λέει χτισμένο εδώ. Το χρυσό, επιμένουν, πού τον θάψαν οι Ρωμιοί;
Στρίβεις… Νεότερα πια χαμόσπιτα χτισμένα πάνω στα χώματα του παλιού νεκροταφείου των Αγίων Θεοδώρων και του παλιού αρμένικου νεκροταφείου. Χαμόσπιτα στη θέση της παλιάς μεγάλης εκκλησιάς των Αγίων Θεοδώρων που οι Περγαμηνοί στη μνήμη τους μαγείρευαν ρεβίθια και τα μοίραζαν σε χριστιανούς και μουσουλμάνους που περνούσαν το Σελινούντα ποταμό κι ανηφόριζαν στη χάρη τους… Τίποτα δεν έχει μείνει πια… Τίποτα εξόν από τη μεγάλη σκάλα και τον αψηλό αναλημματικό τοίχο της παλιάς ιστορικής εκκλησιάς. Ένα τοίχο στεφανωμένο θαρρείς επίτηδες από μια τούρκικη σημαία. Το λάβαρο του νικητή…
Καρσί η παλιά βρύση, η βρύση «της αγριάδας» αναμετάξυ σε όσους ακολουθούσαν τους επιτάφιους των δυο εκκλησιών… Πάσχα σκέφτεσαι και θυμάσαι τα λόγια του παιδιού της Πέργαμος, του Βάσου Καπάνταη… Φορτώνεσαι τη βαλίτσα, είναι η ώρα της επιστροφής. Το ταξίδι «στο χωριό σου» τέλειωσε.
Είπαμε… σκέφτεσαι και θυμάσαι και μονολογείς τους στίχους του Βάσου Καπάνταη «Το καρφί που κάρφωσαν στον τοίχο για να κρεμάσουν το ρούχο τους, το σταυρό από την κάπνα του κεριού του Πάσχα κάτω από τις πόρτες, τις χαρακιές της βούρτσας, το ασβέστωμα, το σανίδι που έτριζε… Ήχους, εικόνες και μυρωδιές να αναπαραστήσω, ζεστή και αναστημένη να σε νιώσω μητέρα μου Πέργαμο».
«Θα γυρίσω» λες χωρίς να βλέπεις πίσω, «θα γυρίσω» λες σιγά-σιγά, μην σε ακούσουν οι παππούδες και οι γιαγιάδες και τρομάξουν…