Γράφει η Στέλλα Μακρυανίδου
- Την υποστήριξη της πολιτείας βρίσκει επιτέλους ο ιδιώτης που πριν από 25 χρόνια αγόρασε το σπίτι του Θεόφιλου διασώζοντας το από την κατεδάφιση
- Ποια είναι τα νέα δεδομένα για την προστασία του ακινήτου που θα προκύψουν μετά το χαρακτηρισμό και ποιες οι προοπτικές
Στο Βουναράκι της Μυτιλήνης, εκεί όπου ο σπουδαίος λαϊκός ζωγράφος Θεόφιλος Χατζημιχαήλ πέρασε τα τελευταία του χρόνια και άφησε την τελευταία του πνοή, στέκει ακόμη το ταπεινό του σπίτι. Ένα σπίτι που κινδύνεψε να χαθεί για πάντα, εάν δεν υπήρχε η αγάπη και η αποφασιστικότητα ενός ανθρώπου, γέννημα-θρέμμα της Λέσβου, του κ. Ευάγγελου Βογιατζή. Η ιστορία ξεκινά στα τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν ο κ. Βογιατζής πληροφορήθηκε από τα μέσα εκείνης της εποχής πως το σπίτι του Θεόφιλου βρισκόταν σε κατάσταση πλήρους εγκατάλειψης και «απειλούνταν» να καταρρεύσει. Χωρίς καμία προηγούμενη ενασχόληση με την τέχνη, αλλά με βαθιά αγάπη για τον τόπο του και τα «λίγα» που ήξερε για τον μεγάλο ζωγράφο της Λέσβου, αποφάσισε να παρέμβει. Με δικά του χρήματα, μέσα και προσωπικό κόπο, πραγματοποίησε τις πρώτες σωστικές εργασίες το 1999-2000, ώστε να μην χαθεί αυτό το «μνημείο» που αποτελεί κομμάτι της ιστορίας και της ψυχής του νησιού.
Δυο δεκαετίες… αγώνα
Για περισσότερα από 25 χρόνια, ο Ευάγγελος Βογιατζής πάλεψε σχεδόν μόνος, απευθύνοντας συνεχώς εκκλήσεις προς τους αρμόδιους φορείς και το Υπουργείο Πολιτισμού. Παρά την απουσία θεσμικής αναγνώρισης, δεν εγκατέλειψε τον στόχο του, ο οποίος ήταν να προστατέψει το σπίτι του Θεόφιλου και να το αναδείξει σε σημείο αναφοράς για τους επισκέπτες και τους νέους του τόπου.
Η πρόσφατη κινητοποίηση ήρθε έπειτα από ανάδειξη του θέματος σε κεντρικό επίπεδο, το οποίο είχε ως αποτέλεσμα την ερώτηση αλλά και το ενδιαφέρον βουλευτών, προς την Υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη, ως προς το ενδεχόμενο παρέμβασης και στήριξης του ιδιοκτήτη, με στόχο την αποκατάσταση, την ανάδειξη, αλλά και την πιθανή προσβασιμότητά του στο κοινό. Κάπως έτσι ενεργοποιήθηκε, τόσο το Υπουργείο Πολιτισμού όσο και όλες οι αρμόδιες υπηρεσίες. Κλιμάκια από την Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων επισκέφθηκαν τον χώρο, εξέτασαν την κατάσταση του σπιτιού, συνέλεξαν τα παλαιά σχέδια και τις απαραίτητες άδειες ακόμη και των προγενέστερων χρόνων και ξεκίνησαν τις διαδικασίες για την επίσημη αναγνώρισή της οικίας ως «μνημείου».
Ιστορική αναγνώριση
Σύμφωνα με την Υπουργό Πολιτισμού το κτίριο εντάσσεται στον κηρυγμένο αρχαιολογικό χώρο της πόλης με την Υπουργική Απόφαση ΥΠΠΟ/ΑΡΧ/Α1/Φ43/13947/747/28-3-1991 (Β’ 273) και έχει αναοριοθετηθεί με την Υπουργική Απόφαση ΥΠΟΠΑΙΘ/ΓΔΑΠΚ/ΔΙΠΚΑ/ΤΠΚΑΧΜΑΕ/Φ57/40902/22357/2181/698/24-04-2015 (ΑΠΠ’ 67). Ωστόσο, παρά τη σαφή ιστορική και καλλιτεχνική αξία του, μέχρι πρόσφατα δεν είχαν πραγματοποιηθεί συστηματικές ενέργειες συντήρησης ή προστασίας του. Η κατάσταση αυτή αναδεικνύει το κενό στην πρακτική φροντίδα ενός χώρου με πολιτιστική σημασία, γεγονός που καθιστά ιδιαίτερα σημαντική οποιαδήποτε πρωτοβουλία για τη διατήρηση και ανάδειξή του, ώστε να παραμείνει προσβάσιμος για το κοινό και να διαφυλάξει τη μνήμη και το έργο του Θεόφιλου.
Η απάντηση της Υπουργού
«Με αριθμό πρωτοκόλλου 4897/25.4.2025:
Το κτίριο της οικίας του Θεόφιλου Χατζημιχαήλ, στην περιοχή «Βουναράκι» Μυτιλήνης, βρίσκεται εντός του κηρυγμένου αρχαιολογικού χώρου της πόλης της Μυτιλήνης. Το εν λόγω κτίριο έχει ιστορική αξία, διότι συνδέεται με τον ζωγράφο Θεόφιλο, και παρουσιάζει αυθεντικά στοιχεία λαϊκής αρχιτεκτονικής. Η Υπηρεσία Νεωτέρων Μνημείων και Τεχνικών Έργων Βορείου Αιγαίου βρίσκεται στη διαδικασία συλλογής των απαραίτητων στοιχείων και την κατάρτιση φακέλου, προκειμένου, εντός του επόμενου τριμήνου, να προωθηθεί στο Κεντρικό Συμβούλιο Νεωτέρων Μνημείων για την εξέταση χαρακτηρισμού ή μη του εν λόγω κτιρίου ως μνημείου».
Φτάνοντας στο σήμερα…
Η εξέλιξη αυτή γεμίζει ελπίδα. Το όραμα του κ. Βογιατζή, αλλά και του Πολιτιστικού Ομίλου «Στέγη Θεόφιλου» που μέχρι σήμερα βρίσκεται εν ενεργεία, είναι το σπίτι να αποκατασταθεί και να γίνει επισκέψιμο, ώστε σε συνδυασμό με το Μουσείο Θεόφιλου στη Βαρειά να αποτελέσει έναν τόπο που θα δίνει τη δυνατότητα στους επισκέπτες να γνωρίσουν από κοντά όχι μόνο το έργο, αλλά και το βίο του σπουδαίου Λέσβιου λαϊκού ζωγράφου.
Ο αγώνας αυτός δεν είναι απλώς μια προσπάθεια διάσωσης ενός κτίσματος. Είναι μια πράξη μνήμης, σεβασμού και αγάπης προς έναν καλλιτέχνη που, με την απλότητα και τη δύναμη της τέχνης του, την «λαϊκότητα» και την ανθρώπινη εικαστική «ματιά» του ανέδειξε τη Λέσβο και την Ελλάδα σε ολόκληρο τον κόσμο. Και πάνω απ’ όλα, είναι η απόδειξη πως όταν ένας άνθρωπος πιστέψει βαθιά σε έναν σκοπό, μπορεί να κρατήσει ζωντανή μια κληρονομιά που ειδάλλως θα είχε σβήσει.



